Τρίτη 24.12.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Τι προβλεπόταν στη μελέτη οχλουσών χρήσεων πριν από εννιά χρόνια

Νικηφόρος Μπαλατσινός
23 Ιανουαρίου 2017 / 16:17

Γράφει ο Νικηφόρος Γ. Μπαλατσινός, Χωροτάκτης – επικεφαλής ομάδας μελέτης

Το Νοέμβρη του 2008 παραδόθηκε στη ΝΑ Κέρκυρας η Ειδική μελέτη χωροθέτησης δραστηριοτήτων στο Νομό Κέρκυρας, γνωστότερη ως Μελέτη χωροθέτησης οχλουσών χρήσεων.
Ορισμένα πορίσματά της συζητήθηκαν τόσο στον τοπικό τύπο και τους φορείς όσο και στην κερκυραϊκή κοινωνία. Επειδή τα χωροταξικά ζητήματα που αντιμετώπισε η μελέτη παραμένουν επίκαιρα και πιεστικότερα και επειδή και η ίδια η μελέτη παραμένει τυπικά «ενεργή», αφού δεν έχει ακόμα αποπληρωθεί, επιχειρείται μέσω της παρούσας δημοσίευσης, η συνοπτική παρουσίαση των προτάσεών της, με την ελπίδα ότι η τοπική κοινωνία θα τις αντιμετωπίσει με περισσότερη ψυχραιμία.
 
Παρότι η συζήτηση τότε πολώθηκε σε 2 κυρίως θέματα χωροθέτησης (της μονάδας επεξεργασίας απορριμμάτων και του οργανωμένου υποδοχέα παραγωγικών δραστηριοτήτων μεταποίησης και χονδρεμπορίου), το περιεχόμενό της ήταν ευρύτερο. Ωστόσο η συζήτηση των υπολοίπων προτάσεων ελάχιστα απασχόλησε την τοπική κοινωνία. Για το λόγο αυτό οι προτάσεις που περιείχε, παρατίθενται παρακάτω περιληπτικά και με σύντομη τεκμηρίωση.
 
Τα θέματα που πραγματεύεται η μελέτη αφορούν:
  • στον έλεγχο της παρόδιας δόμησης, κυρίως στους οδικούς άξονες που πιέζονται από εκτός σχεδίου χωροθετήσεις κατοικίας, παραγωγικών, εμπορικών κλπ. δραστηριοτήτων
  • στην προστασία της γεωργικής γης 
  • στην διαχείριση της λατομικής δραστηριότητας στο νομό
  • στη χωροθέτηση οργανωμένου υποδοχέα παραγωγικών δραστηριοτήτων
  • στην επίλυση του προβλήματος από τη γειτνίαση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης υγρών και αερίων καυσίμων με οικιστικές περιοχές
  • στην διατύπωση ενός προτύπου οργάνωσης του συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων και την χωροθέτηση των εγκαταστάσεων επεξεργασίας και ταφής
Στο σώμα της μελέτης σημειώνεται ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα επί των οποίων επιχειρεί ν’ απαντήσει, αποτελούν αποτελέσματα ενός κυρίαρχου προτύπου οικονομικής ανάπτυξης, που στηρίχθηκε επί δεκαετίες στον "ομαδικό" και  χαμηλών απαιτήσεων τουρισμό. Έναν τουρισμό που διευκόλυνε την χωρική και χρονική πόλωση σε μια περιορισμένη παράκτια ζώνη για 4 ή 5 μήνες το χρόνο, αλλά και τη θεματική συρρίκνωση στο προϊόν "ήλιος - θάλασσα". Επί πλέον, η τουριστική δραστηριότητα όχι μόνο δε βοήθησε στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής αλλά αντίθετα λειτούργησε ανταγωνιστικά μ’ αυτόν, τόσο στο πεδίο της απασχόλησης όσο και σε σχέση με την ίδια τη χωρική κατανομή των χρήσεων γης.
Όσο αυτό το πρότυπο ανάπτυξης παραμένει κυρίαρχο, οι μελέτες και τα προγράμματα, θα έχουν διαχειριστικό και όχι στρατηγικό χαρακτήρα και, στην καλύτερη περίπτωση, θα δρουν πυροσβεστικά και εκ των υστέρων, πάνω σε προβλήματα που το ίδιο το πρότυπο δημιουργεί.
 
Για το λόγο αυτό άλλωστε, καθ’ υπέρβασιν του περιεχομένου που υπαγόρευε η σύμβαση, ειδικό κεφάλαιο της μελέτης είναι αφιερωμένο σε πορίσματα και προτάσεις που αφορούν ακριβώς αυτή την απαιτούμενη στροφή της τουριστικής οικονομίας του νησιού προς ένα αποδοτικότερο, δυναμικότερο και πιο ολοκληρωμένο μοντέλο ανάπτυξης με σεβασμό όχι μόνο στους τουριστικούς πόρους αλλά στο συνολικό παραγωγικό, πολιτισμικό και φυσικό πλούτου του νησιού.
 
Έξι προτάσεις για την χωροταξική οργάνωση της Κέρκυρας
 
1.      Για τον έλεγχο της παρόδιας δόμησης είχε προταθεί η κατάργηση των παρεκκλίσεων, ο περιορισμός των επιτρεπομένων χρήσεων και η αύξηση του ορίου αρτιότητας και κατάτμησης στο βασικό οδικό δίκτυο του νησιού με έμφαση τα σημεία στα οποία σημειώνονται οι υψηλότερες πιέσεις. Σκοπός της πρότασης ήταν να ελεγχθεί η ανεξέλεγκτη χωροθέτηση χρήσεων κατά μήκος του οδικού δικτύου από την οποία οι μόνοι που ωφελούνται είναι οι ιδιοκτήτες παρόδιων ακινήτων.
2.      Για την προστασία της γεωργικής γης επίσης είχε προταθεί ο περιορισμός των επιτρεπομένων χρήσεων εντός γεωργικής γης και η αύξηση των ορίων κατάτμησης και αρτιότητας. Σκοπός της πρότασης ήταν να αποθαρρυνθεί η περεταίρω απαξίωση της γεωργικής γης τόσο στα αρδευόμενα και στα αρδεύσιμα τμήματά της όσο και στον κερκυραϊκό ελαιώνα.
3.      Για τη λατομική δραστηριότητα στο νομό είχε προταθεί η ανανέωση της άδειας λειτουργίας των υφιστάμενων λατομείων, όχι κυρίως με σκοπό την κάλυψη των τοπικών αναγκών σε αδρανή υλικά, όσο την εξασφάλιση της αποκατάστασης των χώρων (περιβάλλον, ανάγλυφο, κάλυψη, τοπίο) με ευθύνη και έξοδα του ιδιώτη. Για το λόγο αυτό άλλωστε ετέθη ως προϋπόθεση για την παράταση των αδειοδοτήσεων η κατάθεση υψηλών εγγυητικών επιστολών, ικανών να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση και η κατάθεση δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος για την υλοποίηση των απαιτούμενων εργασιών.
4.      Η χωροθέτηση οργανωμένου υποδοχέα παραγωγικών δραστηριοτήτων, (γνωστότερου ως ΒΙΟΠΑ κατά την πολεοδομική ορολογία της εποχής), ακυρώθηκε με δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στο δημοτικό διαμέρισμα των Βαρυπατάδων. Ωστόσο η μελέτη αφ’ ενός τεκμηρίωνε ότι υπάρχει ανάγκη για τη δημιουργία όχι ενός αλλά περισσότερων τέτοιων υποδοχέων στο νησί και αφ’ ετέρου, ότι η επιτυχημένη λειτουργία του πρώτου, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει πιλότο για τη δημιουργία κι άλλων. Η χωροθέτηση αυτού του πρώτου υποδοχέα έπρεπε να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις:
i.        Να είναι κοντά στο βασικό προμηθευτή, δηλαδή τις πύλες εισόδου στο νησί (λιμάνι αεροδρόμιο).
ii.      Να είναι κοντά στο βασικό καταναλωτή (πόλη της Κέρκυρας).
iii.    Να έχει μια έκταση η οποία να ικανοποιήσει τη μελλοντική ζήτηση
iv.    Να βρίσκεται κοντά στο βασικό οδικό δίκτυο ώστε να περιοριστεί το κόστος νέων υποδομών οδοποιίας κλπ
v.      Να είναι συμβατή με το ισχύον περιφερειακό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού.
Συμπληρωματικά θα μπορούσε κανείς να θέσει και το θέμα της αξιολόγησης των υφιστάμενων τότε συγκεντρώσεων αντίστοιχων δραστηριοτήτων ως ένδειξη για την πραγματική ζήτηση.
Με βάση όλους τους παραπάνω παράγοντες και με ιδιαίτερη βαρύτητα στον τελευταίο (προβλέψεις του θεσμοθετημένου περιφερειακού σχεδιασμού), επελέγησαν δύο εναλλακτικές θέσεις η μία στο παλιό νταμάρι Σκιαδόπουλου που στη συνέχεια είχε και τη χρήση χωματερής και η άλλη στον άξονα Αλεπού – Τρίκλινο, κοντά στον οικισμό του Αγίου Βλάσση. Μάλιστα η μελέτη προϋπολόγισε το κόστος και ανέδειξε όχι μόνο τα χωροταξικά, περιβαλλοντικά, λειτουργικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα της χωροθέτησης αλλά και τις επιχειρηματικές ευκαιρίες.
 
5.      Για τη χωροθέτηση των αποθηκών υγρών καυσίμων εφαρμόστηκαν τα εξής κριτήρια:
i.        Να τεθούν σε κεντροβαρική θέση στο νησί
ii.      Να είναι παράκτιες ώστε η τροφοδοσία του να γίνεται άμεσα από πλοία περιορίζοντας το κόστος μεταφοράς αλλά και τους κινδύνους από τη χερσαία μεταφορά με βυτία.
iii.    Να βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του νησιού για λόγους μείωσης του κόστους θαλάσσιας μεταφορας, αλλά και μετεωρολογικών συνθηκών (άνεμοι, ύψος κυμάτων).
iv.    Να βρίσκονται μακριά από οικισμούς.
Με βάση τα παραπάνω η μοναδική θέση που ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις ήταν αυτή που τελικώς περιελήφθη ως πρόταση: Ανάμεσα στα ξενοδοχεία Marbella και Miramare στην περιοχή της Μεσογγής.
Προτάθηκε επίσης λόγω του επικρατούντος αναγλύφου, για την προστασία του τοπίου, αλλά και για λόγους ασφαλείας οι αποθήκες καυσίμων να είναι υπόγειες.
6.      Σχετικά με τη διαχείριση απορριμμάτων η πρόταση της μελέτης περιέγραφε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης, μικρό τμήμα του οποίου αφορούσε την χωροθέτηση του υποδοχέα ταφής. Μάλιστα επισημαίνεται με επιμονή ότι το μεγαλύτερο αναλογικά κόστος για την εφαρμογή του νέου προτύπου αφορούσε στην «εκπαίδευση» της κοινωνίας ώστε να αντιμετωπίζει τα σκουπίδια ως ανανεώσιμο πόρο, με τελικό στόχο την «διαλογή στην πηγή».
Είχε άλλωστε επισημανθεί ότι, ούτως ή άλλως, ο υποδοχέας επεξεργασίας θα περιελάμβανε αρκετές εγκαταστάσεις, μια εκ των οποίων θα ήταν ο Χώρος Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Όλα τα απαιτούμενα μεγέθη είχαν εκτιμηθεί και περιλαμβάνονται στη μελέτη. Τέλος εις ό,τι αφορά τη χωροθέτηση, επιχειρήθηκε μια προσέγγιση με βάση ένα απόλυτα ανελαστικό χωροταξικό κριτήριο: την απόσταση από θεσμοθετημένους οικισμούς και σχέδια πόλης. Να σημειωθεί ότι οι οικισμοί της Κέρκυρας, αυτοί που μέσα από τις αποφάσεις Νομαρχών στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 απέκτησαν όριο, δεν ήταν μόνο οι παλιοί (προϋφιστάμενοι του 1923), αλλά και νέες οικιστικές συγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία του νησιού που τέλος πάντων η σημερινή πολιτεία αντιμετωπίζει περίπου όπως και τους παλιότερους.
Είτε εφαρμόζοντας αυστηρά, είτε χαλαρότερα κριτήρια, οι μόνες περιοχές που θα μπορούσαν να υποδεχθούν αυτές τις δραστηριότητες είναι αυτές που διασώθηκαν από την οικιστική ανάπτυξη, στην «καρδιά του νησιού» ανάμεσα στις Πουλάδες και τους Γαρδελάδες.