Με στάσεις εργασίας οι καθηγητές του Ιονίου Πανεπιστημίου απέναντι στο νομοσχέδιο Κεραμέως
ιόνιο πανεπιστήμιο
23 Ιανουαρίου 2021
/ 17:12
Η Ένωση Διδασκόντων Ιονίου Πανεπιστημίου θεωρεί ότι το νομοσχέδιο οδηγεί στην υποβάθμιση των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίω.
ΚΕΡΚΥΡΑ. Η Ένωση Διδασκόντων Ιονίου Πανεπιστημίου διαμαρτυρόμενη για το νέο νομοσχέδιο «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, καλεί τα μέλη της να συμμετάσχουν σε τετράωρες στάσεις εργασίας τη Δευτέρα 25/01 και την Τρίτη 26/01, από τις 11.00 έως 15.00, απέχοντας από κάθε είδους εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Η Ένωση Διδασκόντων Ιονίου Πανεπιστημίου θεωρεί ότι το νομοσχέδιο οδηγεί στην υποβάθμιση των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων.
ΨΗΦΙΣΜΑ Για την ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η περίοδος που διανύουμε είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και δραματική για μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, λόγω της εξέλιξης της πανδημίας και της κρίσης του συστήματος υγείας, αλλά και λόγω των συνεπειών της υποχρεωτικής καραντίνας στην οικονομία, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Μέσα στις συνθήκες αυτές η πανεπιστημιακή κοινότητα έρχεται αντιμέτωπη με ένα σχέδιο νόμου που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ρυθμίσεις και διατάξεις για τη θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής ανά Σχολή, Τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση με στόχο την ενίσχυση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αποτελεί αυταπόδεικτο συμπέρασμα ότι οι αλλαγές στον τρόπο πρόσβασης στα ΑΕΙ ως έχουν δεν σχετίζονται με την επιζητούμενη αναβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ο περιορισμός των επιλογών των υποψήφιων φοιτητών, οι συντελεστές πρόσβασης, το τριπλό σύστημα μηχανογραφικών (σε δυο φάσεις για τα πανεπιστήμια και τα δημόσια ΙΕΚ) επισημοποιεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο την ύπαρξη πτυχίων δύο ή και περισσότερων «ταχυτήτων».
Επίσης, αποτελεί πεποίθηση ότι ο καθορισμός της ανώτατης διάρκειας φοίτησης δεν σχετίζεται με την ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν σε καθυστέρηση ολοκλήρωσης των σπουδών των φοιτητών. Οι τεράστιες ελλείψεις σε μόνιμο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, εργαστηριακό εξοπλισμό και φοιτητική μέριμνα παραμένουν, με την τρέχουσα πανδημία να μεγεθύνει τα προαναφερθέντα προβλήματα.
Η λήψη μέτρων για τη θωράκιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας και την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης οφείλει να είναι καθολική για το σύνολο των Τμημάτων των ΑΕΙ της χώρας. Τα ακαδημαϊκά Τμήματα πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο στην εισαγωγή φοιτητών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, όχι μόνο καθορίζοντας τις βάσεις εισαγωγής και τους συντελεστές βαρύτητας των βαθμολογιών, αλλά και του αριθμού των εισακτέων. Ειδικά για τα Τμήματα της περιφέρειας η εν λόγω ανάγκη καθίσταται αδήριτη, καθώς μια διαφορετική προσέγγιση οδηγεί μετά βεβαιότητας στο κλείσιμό τους λόγω έλλειψης εισακτέων. Έλλειψη η οποία θα δημιουργηθεί από τον δραστικό περιορισμό του αριθμού των εισαγομένων στα ΑΕΙ κατά χιλιάδες, όχι επειδή τα Ιδρύματα θα ορίσουν (φαινομενικά) για πρώτη φορά την βάση εισαγωγής, αλλά λόγω του ελάχιστου ορισμού αυτής από το ΥΠΑΙΘ, αλλά και του μεγάλου αριθμού των διαθέσιμων για εισαγωγή θέσεων φοιτητών, τον οποίο επίσης το ΥΠΑΙΘ ορίζει διαχρονικά, χωρίς να λαμβάνει για άλλη μια φορά υπόψιν τα σχετικά αιτήματα των ακαδημαϊκών Τμημάτων.
Παράλληλα, δεδομένου ότι στην περίπτωση των Τμημάτων του Ιονίου Πανεπιστημίου, οι βάσεις εισαγωγής τους εξαρτώνται κατά κόρον από μη-ακαδημαϊκούς παράγοντες, όπως η πολυνησιωτικότητα και η περιφερειακή τους έδρα, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει αυτά και όχι η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για τον ορισμό του επιτρεπόμενου εύρους της βάσης εισαγωγής.
Εν κατακλείδι, το προτεινόμενο σχέδιο νόμου υποβαθμίζει επί της αρχής του το επιστημονικό κύρος του Δημόσιου Πανεπιστημίου και εισάγει τεχνηέντως αποκλεισμούς μεταξύ των Ιδρυμάτων, διαχωρίζοντας τα σε Ιδρύματα με «υψηλής» και «χαμηλής» ποιότητας Τμήματα, οδηγώντας στην καλύτερη περίπτωση στην υποτίμηση των τίτλων σπουδών τους και στην χειρότερη στην ίδια την εξαφάνιση των ασθενέστερων εξ αυτών από τον ακαδημαϊκό χάρτη με αδιαφανή και μη ακαδημαϊκά κριτήρια.
Συμπερασματικά, η Ένωση Διδασκόντων του Ιονίου Πανεπιστημίου καλεί το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων:
να αποσύρει το εν λόγω νομοσχέδιο και να προχωρήσει σε εκτενή διαβούλευση των όποιων ρυθμίσεων με την ακαδημαϊκή κοινότητα, παρέχοντας όλα τα δεδομένα που απαιτούνται για την ακριβή εκτίμηση των συνεπειών που δημιουργούνται από την εφαρμογή ενός νέου νομοθετικού πλαισίου εισαγωγής στα ΑΕΙ,
να επιτρέψει στα Ιδρύματα να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων σε αυτά, με βάση αντικειμενικά κριτήρια,
να προχωρήσει στην αναθεώρηση του συνόλου της Δευτεροβάθμιας και μεταλυκειακής εκπαίδευσης, δημιουργώντας εναλλακτικές που να καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και να δίνουν διέξοδο στους υποψηφίους που δεν μπορούν να εισαχθούν στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση,
να προασπίσει το δημόσιο χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ολόκληρη τη χώρα και να λάβει μέτρα για την στήριξη των περιφερειακών Ιδρυμάτων.
ΨΗΦΙΣΜΑ για την ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Την Πέμπτη, 21 Ιανουαρίου 2021, έλαβε χώρα έκτακτη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης Διδασκόντων Ιονίου Πανεπιστημίου (Ε.Δ.Ι.Π.) με θέμα τις δρομολογούμενες αρνητικές εξελίξεις στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η Πολιτεία και το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων οφείλουν να στέκονται αρωγοί και να ενισχύουν θεσμικά τα ΑΕΙ της χώρας, χωρίς αποκλεισμούς και με γνώμονα το κοινωνικό καλό. Σε αυτό το πλαίσιο η ελεύθερη διακίνηση ιδεών εντός των πανεπιστημιακών χώρων και η εν τη γενέσει τους εξάλειψη όλων των φαινομένων βίας και παραβατικότητας (όπως λ.χ. είναι οι κλοπές, οι βανδαλισμοί, οι καταλήψεις, η παρεμπόδιση πρόσβασης σε πανεπιστημιακά κτήρια και η διακοπή συνεδριάσεων θεσμοθετημένων οργάνων διοίκησης, μαθημάτων, ερευνητικών δραστηριοτήτων και ομιλιών) αποτελούν αυτονόητα δημοκρατικά ουσιώδη εκ των ων ουκ άνευ για την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Για την προάσπιση των ανωτέρω, θα πρέπει η Πολιτεία να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της για τη φύλαξη και προστασία του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου από παραβατικές συμπεριφορές και να ενισχύσει τα κονδύλια της φύλαξης τους με κατάλληλα εκπαιδευμένο πανεπιστημιακό προσωπικό και επαρκή στελέχωση, ώστε να τηρούνται τα προβλεπόμενα υπό την αποκλειστική ευθύνη της Διοίκησης του εκάστοτε Ιδρύματος, ως το αυτοδιοίκητο αυτών ορίζει.
Αντ' αυτού, η σύσταση Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος με τη δημιουργία οργανικών θέσεων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ και ειδικών φρουρών, κρίνεται απαράδεκτη, άσκοπη, αλλά και επικίνδυνη, καθώς σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, επιτρέπεται η παρέμβαση της αστυνομίας στους χώρους του Πανεπιστημίου, όταν τελούνται αξιόποινες πράξεις, είτε μετά από κλήση της Διοίκησης του Πανεπιστημίου, είτε αυτεπάγγελτα.
Επιπρόσθετα, η ίδρυση μίας αυτοτελούς οργανικής πανεπιστημιακής δομής, της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας, η οποία θα στελεχωθεί από πολύτιμο υφιστάμενο προσωπικό των ΑΕΙ, χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Διοίκησης και την ώρα που τα Πανεπιστήμια ασθμαίνουν να λειτουργήσουν ακαδημαϊκά και διοικητικά με το υπάρχον ελάχιστο προσωπικό, αποτελεί παράδοξο που αγγίζει τα όρια της γραφικότητας. Αυταπόδεικτα, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει βιώσει και συνεχίζει να βιώνει την κατακρήμνιση της διαθέσιμης χρηματοδότησης κατά την τελευταία δεκαετία (περαιτέρω περικοπή -8% για το έτος 2021!), η διάθεση πολύτιμων δημόσιων πόρων σε μηχανισμούς καταστολής δεν τεκμαίρεται, δεν δικαιολογείται και αγγίζει τα όρια της πρόκλησης. Η εξασφάλιση των σχετικών κονδυλίων από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων αποτελεί θετικό προμήνυμα, μόνο εφόσον αυτοί διατεθούν άμεσα για την κάλυψη των λειτουργικών, εκπαιδευτικών και ερευνητικών αναγκών των ΑΕΙ.
Συνακόλουθα, η Ένωση Διδασκόντων του Ιονίου Πανεπιστημίου ζητά από την Πολιτεία:
να επιδείξει την απαιτούμενη σύνεση και να ακούσει σε μια ύστατη ώρα την πανεπιστημιακή κοινότητα, την οποία τόσο εκθειάζει όταν αυτή, παρά τους πενιχρούς πόρους και υποστήριξη, διαπρέπει και αριστεύει διεθνώς, αποσύροντας στο σύνολό του το Μέρος Β' του εν λόγω νομοσχεδίου,
να εκκινήσει μία περίοδο ουσιαστικής διαβούλευσης με την πανεπιστημιακή κοινότητα και να λάβει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά από τα αρμόδια συλλογικά όργανα,
να αυξήσει την κρατική χρηματοδότηση με στόχο την αποτελεσματική στελέχωση των ΑΕΙ με μόνιμο εκπαιδευτικό, μόνιμο διοικητικό και μόνιμο προσωπικό ασφαλείας,
να αυξήσει την κρατική χρηματοδότηση με στόχο τη βελτίωση και εκσυγχρονισμό των υποδομών των ΑΕΙ και την εγκατάσταση τεχνολογικά προηγμένων συστημάτων ασφάλειας στα πρότυπα των ιδρυμάτων του εξωτερικού,
να συνδράμει την κοινωνική μέριμνα των φοιτητών με μέτρα που στηρίζουν και δεν δυσχεραίνουν τις σπουδές τους.
Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο λειτουργούσε, λειτουργεί και θα λειτουργεί παρά την εμφανή υποστελέχωση και τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια, σε πείσμα όσων επιβουλεύονται την αποδυνάμωση ή και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του.