Σάββατο 02.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Προσφυγόπουλα: Μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί

Πινακοθήκη του Δήμου Κέρκυρας
24 Σεπτεμβρίου 2020 / 09:58

Με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του Μάριου Λώλου «Παιδιά που είδα» στην Πινακοθήκη του Δήμου, μια συζήτηση για όσα συμβαίνουν πίσω από το φακό, εκεί που βρίσκεται το βασικότερο εξάρτημα της μηχανής: το μάτι του φωτογράφου.

ΚΕΡΚΥΡΑ. Μια συνέντευξη με επίκεντρο το προσφυγικό δεν  θα μπορούσε παρά να είναι ποταμός. Η συνολική διαδρομή του Μάριου Λώλου μάλλον θα είχε τίτλο «Τι έχουν δει τα μάτια μου». Η τριαντάχρονη εμπειρία του δεν περιορίζεται στο προσφυγικό. Κάλυψε τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, Πριστίνα, Βοσνία, Κράινα, Κόσοβο, μετά Τουρκία, Γάζα.

Από την Κέρκυρα ξεκινούσε για να καλύψει τα γεγονότα στην Αλβανία μετά την πτώση του Α. Χότζα. Είχε επίσης καλύψει τη δυναμική κινητοποίηση των Κερκυραίων το 1992, για να μπει στο Μον Ρεπό. «Όλο αυτό που είχε κάνει τότε ο κόσμος για το αυτονόητο, γι’ αυτό που του ανήκει» λέει χαρακτηριστικά.


 
Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται οι πορείες στο Σύνταγμα, επεισόδια στα Εξάρχεια, τα γεγονότα μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Συχνές «αβροφροσύνες» από τα ΜΑΤ, ξύλο, ένα σοβαρό χειρουργείο. Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φωτορεπόρτερ για 12 χρόνια (2007 - 2019). Τα περιστατικά που έχει να διηγηθεί από τα καμπ σφίγγουν το στομάχι. Δύσκολο το μονοπάτι προς την κατανόηση της απόγνωσης.  
 
Βαρκούλες στη λάσπη

Με το παιδί προσφυγάκι ασχολείται ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια. «Πρώτον, γιατί αισθανόμαστε όλοι παιδιά μέσα μας, έστω κι αν δεν το ομολογούμε. Τα παιδιά με εντυπωσιάζουν γιατί εκφράζουν αδιαμεσολάβητα το συναισθηματικό τους κόσμο. Όταν ένα παιδί θέλει να κλάψει, θα κλάψει, δεν θα μπει σε δεύτερες σκέψεις, όταν θέλει να παίξει θα παίξει. Τα παιδιά αυτά παίζουνε κάτω από τρισάθλιες συνθήκες διαβίωσης. Είδα πάρα πολλά στην Ειδομένη να παίζουν μες τις λάσπες. Μάλιστα χρησιμοποιώ και μια φωτογραφία μου στην έκθεση από εκεί, που την τράβηξα μια μέρα που είχε ρίξει καρεκλοπόδαρα, είχε κάνει λίμνη η λάσπη και τα παιδιά χρησιμοποιούσαν μια βαλίτσα σαν σκαφάκι, που ανέβαινε πάνω ένα πιτσιρίκι και το έσπρωχναν τα άλλα».
 
Ενάμιση μήνα έκατσε στην Ειδομένη, γνωρίστηκε με τους πρόσφυγες, του έχουν δώσει φαΐ  από τα καζάνια τους. Ανθρώπινες σχέσεις μες τη λάσπη. «Την τελευταία μέρα όταν είχανε εκκενώσει την περιοχή και είχανε μείνει λίγοι, μπήκα στο καμπ. Θυμάμαι είχε ένα δαιμονισμένο αέρα και είχα την αίσθηση ότι είχε σκάσει μια βόμβα και είχε εξαφανίσει τους πρόσφυγες, αλλά είχανε μείνει τα υπάρχοντά τους. Πέρναγα λοιπόν από σημεία που ήξερα ότι εκεί ήταν ο Αχμέτ με τα τρία παιδιά, πιο πέρα ο Μωχάμεντ με άλλα τέσσερα παιδιά… Μου βαράγανε φωνές στο κεφάλι, φύσαγε ο αέρας, έβλεπα τις μπουγάδες, κάτι σκηνές που τις είχε ξεσηκώσει, ήταν εφιαλτικό το συναίσθημα, να βλέπω ένα καμπ άδειο ενώ αυτοί υπήρχαν σαν φαντάσματα».
 
Όταν γύρισε πίσω έπιασε να φτιάξει ένα βιντεάκι με όλες τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Θυμόταν ονόματα, φωνές, μυρωδιές από τις κουβέρτες που καίγανε για να ζεσταθούνε. Δεν άντεχε και το παράταγε, έκανε ένα μήνα να το φτιάξει.
 
Πρέπει να ειπωθεί
 
Σκέφτηκε ποτέ να σταματήσει; Απαντά χωρίς να το σκεφτεί. «Όχι. Πρέπει να μαστε εκεί να πούμε την ιστορία. Με ο,τι κόστος έχει αυτό μέσα μας. Αλλά ένα άγγιγμα και ένα χαμόγελο από ένα πιτσιρίκι σε γεμίζει τόσο πολύ, που μετά λες …άντε πάμε.  Πρέπει ο κόσμος να βλέπει τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτές οι φωτογραφίες από τα παιδάκια πρόσφυγες είναι κατάθεση ψυχής για τον φωτορεπόρτερ. Δεν είμαστε μια μηχανή που γράφει, πονάει αυτό το πράγμα. Και μάλιστα εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να το ακουμπήσουμε γιατί μόλις τραβάμε, τρέχουμε για το επόμενο».
 
Εκεί που κατεβάζεις τη μηχανή
 
Πού βρίσκει κανείς το κουράγιο σε τέτοιες τραγικές στιγμές να φερθεί επαγγελματικά; «Η μηχανή έχει ένα μαγικό τρόπο να λειτουργεί σα γυαλί. Και αυτό σου λέει ότι εσύ πρέπει να βλέπεις, να είσαι λογικός και να φωτογραφίσεις, να μη σε πάρει. Αλλά μην ξεχνάς ότι έχουμε κατεβάσει πάρα πολλές μηχανές και δεν τραβάμε γιατί ξεπερνάει το αξιακό μας όριο. Δεν θα ξεχάσω ένα σερβάκι που είχαν σφάξει Μουσουλμάνοι τους δύο γονείς του, επί μια βδομάδα ήταν μόνο του στο χωριό και δεν μιλούσε, δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Είχα το κάδρο του στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορούσα να τραβήξω». 
 
Όταν κινδυνεύουν ζωές, τελικά τραβάς ή βοηθάς; «Βοηθάς» λέει κατηγορηματικά.  «Όλοι μας έχουμε βγάλει πιτσιρίκια μέσα από βάρκες που βουλιάζουν. Όλοι το έχουμε κάνει στη Λέσβο, Έλληνες και ξένοι φωτορεπόρτερ. Θυμάμαι μια φορά που έπεσα στη θάλασσα και μετά μου ξεκολλήσανε οι σόλες. Τότε ήρθε ένας Σύριος πιτσιρικάς που είχε Adidas, και μου έδινε τα παπούτσια του να τα φορέσω. Ρε φίλε, του’ λεγα, κράτα τα εσύ γιατί έχεις πολύ περπάτημα. Μετά ήρθε κι άλλος και τσακωνόντουσαν ποιος θα μου δώσει τα παπούτσια».

Πρόσφυγες με Adidas; «Βέβαια, υπάρχει κι εκεί ταξικότητα. Αυτοί που ήρθαν πρώτοι ήταν όσοι είχαν την οικονομική άνεση, μετά η μεσαία τάξη, μορφωμένοι. Και στο τέλος αυτοί που παγιδεύτηκε ήταν η εργατική τάξη που τελικά κουτσοβρήκε κάποια λεφτά και ήρθε. Μόλις έβγαιναν από τις βάρκες έβλεπες δύο ακραίες αντιδράσεις. Ή γελάγανε ή κλαίγανε από χαρά που δεν πνιγήκανε, γιατί δεν είχαν και καμία σχέση με τη θάλασσα.
Και στη γωνία περιμένει κι άλλος εφιάλτης…
 
Πνίχτε τους
 
Τι αποτύπωμα αφήνουν όλα αυτά στην ψυχή; «Σε όλη μου τη ζωή θα θυμάμαι ένα σκηνικό στη Λέσβο, μια περίοδο που είχε ανοίξει ο «Σουλτάνος» τα σύνορα. Κάποια στιγμή το λιμενικό μεταφέρει κάποιους στη Θερμή, στο λιμάνι κοντά στη Μόρια. Είχαν έρθει εκεί κάτι «καλά παιδιά», που  γυρνάνε γύρω από τη Μόρια και λένε «κάφτε τους» και «πνίχτε τους». Είχαν μαζευτεί και φωνάζανε go back. Τους λέγαμε είναι και μια έγκυος γυναίκα, αμάν. Τι μας νοιάζει έλεγαν, δεν τη γκαστρώσαμε εμείς. Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή».

Στην αρχή ο Μάριος συγκλονίστηκε από αυτό, αλλά αργότερα όταν «έκατσε» μέσα του και ηρέμησε, συγκλονίστηκε ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησε ότι όλοι οι άλλοι που παρακολουθούσαν αυτές τις σκηνές, δεν έβγαλαν άχνα. «Γιατί φοβάμαι ότι στην επόμενη στροφή μπορεί να αντιδράσουν κι αυτοί έτσι».
 
«Αυτό που δεν καταλαβαίνουν μερικοί είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι οι πρόσφυγες που  παίρνουν τα λεφτά από το κράτος, έτσι κι αλλιώς τα λεφτά έρχονται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και την Ευρώπη. Το διακύβευμα είναι το ίδιο για τον ντόπιο και για τον πρόσφυγα, και οι δύο να φύγουν θέλουν. Άρα οι κυβερνήσεις είναι αυτές που δημιουργούν το πρόβλημα, όχι ο πρόσφυγας που έχει έρθει».
 
Χωρίς μέλλον
 
«Τα πιτσιρίκια, ζούνε κάθε μέρα τη μέρα της μαρμότας. Δεν πάνε σχολείο, δεν έχουν παιδίατρο, ξυπνάνε κάθε πρωΐ και ζουν την ίδια μέρα. Τα δικά μας τα παιδιά κάθε πρωΐ που πάνε στο σχολείο, λένε «θέλω να κάνω κάτι, θέλω να γίνω κάτι». Μπορούν να κάνουν μια προβολή στο μέλλον. Το προσφυγάκι δεν έχει προβολή, του έχεις καταστρέψει το όνειρό του, του χεις στερήσει το μέλλον του.
 
Μια φορά πήγα μαζί με μια παιδίατρο στο ΚΥΤ της Κορίνθου. Η Χρύσα ξεκινάει στις 9 το πρωί και τελειώνει στις 10 το βράδυ γιατί εξετάζει όλα τα πιτσιρίκια. Υπήρχαν λοιπόν δυο κοριτσάκια που είχανε μάθει κάτι ελληνικούλια από μια ΜΚΟ στη Μόρια. Δεν ξεκολλήσανε από την παιδίατρο, ούτε νερό δεν ήπιανε, για να μεταφράζουν. Θεωρούσανε χρέος τους να βοηθήσουν την κοινότητά τους. Αυτά τα δεκάχρονα που νιώσανε χρήσιμα, θα μπορέσουν να γίνουν χρήσιμα στην αυριανή κοινωνία. Όταν τους το στερείς αυτό, τα έχεις γκετοποιήσει. Σε αυτό το καμπ είδα ένα πανέμορφο κοριτσάκι απ΄το Αφγανιστάν που αυτοτραυματιζόταν. Αυτό το κορίτσι πρέπει να φύγει από το καμπ και να μείνει σε σπίτι. Κανένας δεν ενδιαφέρεται.
 
Όταν λοιπόν το ασυνόδευτο πιτσιρίκι το έχεις κλείσει σε ένα ίδρυμα και έρθει ο διακινητής και του ζητήσει λεφτά για να το βγάλει έξω απ’ την Ελλάδα, αλλά αυτό δεν έχει, θα πάει στο Πεδίον του Άρεως, στην Πλατεία Βικτωρίας και θα εκπορνευτεί, για να μαζέψει τα λεφτά.
 
Λίγες σταγόνες αλληλεγγύης θέλει να μεταγγίσει ο Μάριος σε όσους περισσότερους μπορεί. Εκτός από τους ενήλικες, θέλει να έρθουν και παιδιά ή σχολεία για να νιώσουν αυτή τη συντροφικότητα. Αν δεν έχεις τη δυνατότητα, μη βοηθήσεις βρε αδερφέ, μην πεις όμως «πνίχτους»…
 
«Ο ιστορικός του μέλλοντος, μετά από 50-100 χρόνια, θα σκύψει με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτήν πυκνή περίοδο. Απλά εύχομαι αυτός ο ιστορικός στην τελευταία αράδα του, να γράψει ότι αυτή η κοινωνία στάθηκε με αλληλεγγύη, ανθρωπιά, συντροφικότητα είτε μεταξύ μας, είτε απέναντι στον ξένο που ζητάει βοήθεια.  Ελπίζω να μην γράψει ότι ήμασταν μισάνθρωποι και φασίστες».        
     

Από τις 25  Σεπτεμβρίου στο Τμήμα Περιστυλίου, 42 φωτογραφίες αφηγούνται όψεις της ζωής των παιδιών προσφύγων, όπως αυτή εξελίσσεται στα προσφυγικά κέντρα της Μόριας, της Ειδομένης, της Κορίνθου αλλά και σε σημεία της Αθήνας, την Πλατεία Βικτωρίας, το Σύνταγμα, το Ελληνικό. 
Η έκθεση εγκαινιάζεται την Παρασκευή 25/09/2020 στις 20:00 και θα διαρκέσει έως τις 15/11/2020. Επισκέψιμη καθημερινά, 10:00 – 16:00 (Δευτέρα & αργίες κλειστά).