Κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία από την ανεξέλεγκτη ρίψη νεκρών ζώων
Νεκρά ζώα
13 Αυγούστου 2019
/ 11:31
Σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και για τη μόλυνση των υδάτων
Όπως ανακοίνωσε ο Φορέας Διαχείρισης Καλαμά-Αχέροντα-Κέρκυρας, τόσο από τις εποπτεύσεις του Φορέα Διαχείρισης στις περιοχές χωρικής του αρμοδιότητας, όσο από ανώνυμες καταγγελίες, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ανεξέλεγκτης διάθεσης (απόρριψης) νεκρών ζώων εκτροφής, ειδικά σε περιοχές όπου εντοπίζονται σταβλικές εγκαταστάσεις ή/και έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα, εντός, μάλιστα, των Προστατευόμενων Περιοχών του δικτύου Natura 2000.
Η ανεξέλεγκτη, κατά τον τρόπο αυτό, διάθεση των νεκρών ζώων, ειδικά κοντά σε υδάτινους πόρους και τα σχετιζόμενα οικοσυστήματα, ενέχει κίνδυνο μόλυνσης των υδάτων μέσω της επιφανειακής απορροής με τα νερά της βροχής. Η επιβάρυνση των υδάτων με παθογόνους μικροοργανισμούς (π.χ. κολοβακτηρίδια) αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για μετάδοση ασθενειών τόσο στον άνθρωπο όσο και σε άλλους ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς.
Η συνέχιση τέτοιων φαινομένων, λαμβάνοντας υπόψη και την εξάπλωση του καταρροϊκού πυρετού στην ευρύτερη περιοχή, δύναται να έχει πολλαπλές επιπτώσεις στα οικοσυστήματά της και στις ανθρώπινες δραστηριότητες (όπως η ίδια η κτηνοτροφία).
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 1069/2009/ΕΚ:
• Ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων, προϊόντα ζωικής προέλευσης ή άλλα προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα και δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ορίζονται ως Ζωικά Υποπροϊόντα.
• Τα Ζωικά Υποπροϊόντα, με βάση το επίπεδο κινδύνου που αυτά εγκυμονούν για τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες.
• Τα πτώματα βοοειδών και αιγοπροβάτων ανήκουν στην κατηγορία 1 (κατηγορία με μεγαλύτερο κίνδυνο, λόγω μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών) και πρέπει να οδηγηθούν σε μονάδα μεταποίησης κατηγορίας 1 ή σε μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης.
Όταν ένα ζώο βρεθεί νεκρό, ο κάτοχός του υποχρεούται να ενημερώσει αμέσως την οικεία Κτηνιατρική Υπηρεσία.
Συνοψίζοντας, η ανεξέλεγκτη απόρριψη πτωμάτων νεκρών ζώων, αποτελεί κίνδυνο τόσο για τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων όσο και το περιβάλλον γενικότερα. Η αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου εναπόκειται τόσο στην ενημέρωση και τη συνειδητοποίηση των κτηνοτρόφων σχετικά με αυτόν όσο (κυρίως) στην καλή θέλησή τους για την εφαρμογή των όποιων προληπτικών μέτρων προβλέπονται στο ισχύον νομικό πλαίσιο.
Η ανεξέλεγκτη, κατά τον τρόπο αυτό, διάθεση των νεκρών ζώων, ειδικά κοντά σε υδάτινους πόρους και τα σχετιζόμενα οικοσυστήματα, ενέχει κίνδυνο μόλυνσης των υδάτων μέσω της επιφανειακής απορροής με τα νερά της βροχής. Η επιβάρυνση των υδάτων με παθογόνους μικροοργανισμούς (π.χ. κολοβακτηρίδια) αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για μετάδοση ασθενειών τόσο στον άνθρωπο όσο και σε άλλους ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς.
Η συνέχιση τέτοιων φαινομένων, λαμβάνοντας υπόψη και την εξάπλωση του καταρροϊκού πυρετού στην ευρύτερη περιοχή, δύναται να έχει πολλαπλές επιπτώσεις στα οικοσυστήματά της και στις ανθρώπινες δραστηριότητες (όπως η ίδια η κτηνοτροφία).
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 1069/2009/ΕΚ:
• Ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων, προϊόντα ζωικής προέλευσης ή άλλα προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα και δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ορίζονται ως Ζωικά Υποπροϊόντα.
• Τα Ζωικά Υποπροϊόντα, με βάση το επίπεδο κινδύνου που αυτά εγκυμονούν για τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες.
• Τα πτώματα βοοειδών και αιγοπροβάτων ανήκουν στην κατηγορία 1 (κατηγορία με μεγαλύτερο κίνδυνο, λόγω μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών) και πρέπει να οδηγηθούν σε μονάδα μεταποίησης κατηγορίας 1 ή σε μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης.
Όταν ένα ζώο βρεθεί νεκρό, ο κάτοχός του υποχρεούται να ενημερώσει αμέσως την οικεία Κτηνιατρική Υπηρεσία.
Συνοψίζοντας, η ανεξέλεγκτη απόρριψη πτωμάτων νεκρών ζώων, αποτελεί κίνδυνο τόσο για τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων όσο και το περιβάλλον γενικότερα. Η αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου εναπόκειται τόσο στην ενημέρωση και τη συνειδητοποίηση των κτηνοτρόφων σχετικά με αυτόν όσο (κυρίως) στην καλή θέλησή τους για την εφαρμογή των όποιων προληπτικών μέτρων προβλέπονται στο ισχύον νομικό πλαίσιο.