Αποσύρατε τα άρθρα που επιμηκύνεται ο χρόνος εργασίας

Επιστολή της ΓΣΕΕ στην Υπουργό Εργασίας Ν.Κεραμέως για το εργασιακό νομοσχέδιο.
ΑΘΗΝΑ. H ΓΣΕΕ με δεδομένη τη θέση της για απόσυρση από το Eργασιακό Νομοσχέδιο όλων των άρθρων που περιέχουν διατάξεις που σχετίζονται με τη διάρκεια και την οργάνωση του χρόνου εργασίας καθώς και την ετήσια άδεια αναψυχής των εργαζομένων, κατέθεσε στην Υπουργό Εργασίας τις αναλυτικές παρατηρήσεις της, τεκμηριώνοντας την έντονη διαφωνία της.
Για τη Συνομοσπονδία είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι ρυθμίσεις, για τις οποίες απαιτεί την απόσυρσή τους και προχωρά στην αυριανή 24ωρη Γενική Απεργία, επιδεινώνουν την εργασιακή ανασφάλεια και ενισχύουν το μοντέλο της ελαστικής και απροστάτευτης εργασίας.
Από την επιστολή
Ο χρόνος εργασίας συναρτάται αναγκαστικά με την ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου και ρυθμίζεται τόσο από το εσωτερικό όσο και από το κοινοτικό δίκαιο.
Η Οδηγία 2003/88 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου καθώς και οι προηγούμενες ( 93/104/ΕΚ , 2000/34) συνδέουν την οργάνωση του χρόνου εργασίας με τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας και όχι με την αμοιβή.
Οι εθνικές ρυθμίσεις ενσωμάτωσης των Οδηγιών (πχ ΠΔ 88/1999, 76/2005) προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις από τη ΓΣΕΕ, η οποία πίεσε και πέτυχε (σε σημαντικό βαθμό) την χρήση από την Ελλάδα της δυνατότητας ευνοϊκότερων ρυθμίσεων (ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο) σε εθνικό επίπεδο (πχ χρόνος ημερήσιας ανάπαυσης 12 ωρών, διευθέτηση χρόνου εργασίας με συλλογική συμφωνία), υπό το φως της ρητής διάταξης της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ (αρθ.13) ότι «ο εργοδότης που προτίθεται να οργανώσει την εργασία με έναν ορισμένο ρυθμό να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο, ιδίως προκειμένου να περιορισθεί η μονότονη και η ρυθμική εργασία, σε συνάρτηση με το είδος της δραστηριότητας και τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διαλείμματα του χρόνου εργασίας» .
Σημειώνεται ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε περιορισμό των ωρών εργασίας, σε ετήσια άδεια και σε εγγυημένες περιόδους ανάπαυσης, προς όφελος της υγείας, της ασφάλειας και της αξιοπρέπειάς του (άρθρο 31 «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας»). Επιπρόσθετα, η Οδηγία 2003/88/ΕΚ αναφέρει ρητά την επιζήμια συσχέτιση της πολύωρης εργασίας με την υγεία των εργαζομένων, όπως και με την υπονόμευση της οικογενειακής/κοινωνικής ζωής, της ισότιμης συμμετοχής στην ανατροφή και φροντίδα παιδιών και εξαρτώμενων μελών της οικογένειας που προστατεύονται από την Οδηγία 2019/1159/ΕΚ για την ισορροπία επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής.
Ο Έλληνας νομοθέτης διαμόρφωσε ένα πλαίσιο ρυθμίσεων, οι οποίες εξισώνονται με τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας που καθορίζει η οδηγία 2003/88/ΕΚ. Αξιοποίησε μάλιστα ένα ευρύ φάσμα παρεκκλίσεων, που δύσκολα επιτρέπουν την περαιτέρω υποβάθμιση της ισχύουσας προστασίας.
Δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εργασίας έρχεται να προστεθεί σε σειρά ήδη ισχυόντων αντεργατικών μέτρων για το χρόνο εργασίας (ν. 4808/2021 και 5053/2023) και να εφαρμοστεί σε ένα απορυθμισμένο πλαίσιο ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου και σε περιβάλλον ακραίας επισφάλειας στην αγορά εργασίας, που τροφοδοτείται, από την εκτεταμένη χρήση μη τυπικών και επισφαλών μορφών απασχόλησης και την υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους.
Κι αυτά όλα, παρά την υποχρέωση της Κυβέρνησης να λάβει θετικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων, αίροντας τις παραβιάσεις που ήδη έχουν διαπιστωθεί από τα αρμόδια διεθνή ελεγκτικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ΕCSR) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Εφαρμογή των Συμβάσεων και Συστάσεων CEACR) σε βάρος της Ελλάδας. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν στο πλαίσιο των προσφυγών και καταγγελιών της ΓΣΕΕ από το 2010 έως και το 2024.
Υποβάλλουμε με την παρούσα τις παρατηρήσεις μας σε καίριες διατάξεις του ΣχΝ, με ιδιαίτερη έμφαση σ΄αυτές που αφορούν στη διάρκεια και την οργάνωση του χρόνου εργασίας καθώς και την ετήσια άδεια.
Σημειώνουμε εκ προοιμίου ότι η παραπομπή του ΣχΝ στις τροποποιούμενες διατάξεις του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (ΚΕΔ) και όχι στις αντίστοιχες διατάξεις των βασικών νόμων είναι αντίθετη στις αρχές της καλής νομοθέτησης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο με τον ΚΕΔ, χωρίς καμιά θεσμική ενημέρωση και διαβούλευση, κωδικοποιήθηκαν και παγιοποιήθηκαν, αντί να καταργηθούν, διατάξεις νόμων ακόμη και της μνημονιακής περιόδου που θεσπίστηκαν υπό το βάρος της εποπτείας των δανειστών της χώρας.