Κυριακή 30.03.2025 ΚΕΡΚΥΡΑ

Απαγορεύσεις και περιορισμοί σε ζητήματα τέχνης και λόγου

ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
17 Μαρτίου 2025 / 19:15

Από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, στον βανδαλισμό της Πινακοθήκης

Η πρόσφατη υποχώρηση της διεύθυνσης της Εθνικής Πινακοθήκης στις απαιτήσεις των τραμπούκων, δήθεν ορθόδοξων, Ταλιμπάν και η δήλωση της διεύθυνσης ότι «απομακρύνθηκαν από το δάπεδο τα βανδαλισμένα έργα και με τη σύμφωνη γνώμη του καλλιτέχνη αποσύρθηκαν από την έκθεση για την ασφάλειά τους», δικαιώνει τους τραμπούκους και φέρνει ξανά στην επιφάνεια ένα παλιό μου άρθρο που γράφτηκε προ εικοσαετίας, με αφορμή την λογοκρισία και το πετσόκομμα της ταινίας του Κώστα Γαβρά για το Μουσείο της Ακρόπολης, από το Υπουργείο Πολιτισμού του Αντώνη Σαμαρά.

Η φράση, «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες», είτε το είπε, είτε όχι ο Βολταίρος, σηματοδοτεί την πεμπτουσία του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού που ως δείχνουν τα πράγματα, βαδίζει προς την δύση του. Στην Ελλάδα, μπορεί να μην είχαμε «Ιερά Εξέταση», όμως παραδώσαμε τον Έλληνα διαφωτιστή Ρήγα Φεραίο, στις ξένες αρχές για εκτέλεση. Με την ίδρυση του επίσημου ελληνικού κράτους, οι αρνητικές παρεμβάσεις της Πολιτείας, μετά από απαίτηση -τις περισσότερες φορές- της Εκκλησίας, ή παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, σε τομείς της Τέχνης και των Γραμμάτων, δεν είναι λίγες. Θα σταθώ στις πιο χαρακτηριστικές:

Αρχίζοντας απ’ τον αφορισμό του Eπτανήσιου Ανδρέα Λασκαράτου, ο οποίος ζήτησε από την εκκλησία να αφορίσει και τα υποδήματά του για να μην λειώνουν! Ακολουθούν τα «Ευαγγελιακά» το 1901, όταν με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας μεταφράστηκε το Ευαγγέλιο στη δημοτική, και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από φοιτητές των θεολογικών σχολών, χριστιανικά σωματεία και καθηγητές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Μιστριώτη. Για να περάσουμε στα «Μαρασλιακά» το 1925, όταν εκκλησία και χριστιανικά σωματεία, καταγγέλουν στο Υπουργείο Παιδείας τους καθηγητές της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, ως διαστροφείς της ελληνικής γλώσσας. Η Σύνοδος απαιτεί και το Υπουργείο απομακρύνει από τη θέση τους, τους Δημήτρη Γληνό, Αλέξανδρο Δελμούζο, Ρόζα Ιμβριώτη, Μιχάλη Παπαμαύρο και Κώστα Βάρναλη. Το 1936, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, απαγορεύουν την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, εξ αιτίας των δημοκρατικών ιδεών τους.

Το 1946, η Ένωση Σουηδών Συγγραφέων, προτείνει στη Σουηδική Ακαδημία ως υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, τον Νίκο Καζαντζάκη. Η Σουηδική Ακαδημία αποδέχεται την πρόταση. Από την Ελλάδα στηρίζουν την πρόταση η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και ο Άγγελος Σικελιανός. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης αντιπροτείνει τον Άγγελο Σικελιανό. Η Σουηδική Ακαδημία δέχεται και τις δύο υποψηφιότητες. Η επίσημη ελληνική πολιτεία και η Ακαδημία Αθηνών αρνούνται να στηρίξουν την πρόταση, προτείνοντας ως υποψήφιο της Ελλάδας, κάποιον Γεώργιο Βουγιουκλάκη.

Επίσης η Ακαδημία Αθηνών απέρριψε απ’ το να κάνει μέλος της τον Νίκο Καζαντζάκη, κάνοντας μέλος της αντ’ αυτού, τον Σωτήριο Σκίππη. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση και η Ακαδημία Αθηνών, δίνουν «εντολή» στη Σουηδική Ακαδημία, να μη συμβουλευτεί περί του θέματος τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό, διότι είναι κομμουνισταί.

Και διερωτώμαι. Μέχρι πότε η Σουηδική Ακαδημία ακολουθούσε τις εντολές και τις προτάσεις των επισήμων κυβερνήσεων, διότι απ’ ότι γνωρίζω, τα επόμενα χρόνια βράβευσε όλους τους σοβιετικούς αντικαθεστωτικούς.

Όταν μετά από μια δεκαετία (1957) έλαβε το Νόμπελ λογοτεχνίας ο Αλπέρ Καμύ, δήλωσε αμέσως μετά την βράβευσή του, αλλά και σε επιστολή του προς στην Ελένη Καζαντζάκη: «Ο Νίκος Καζαντζάκης, άξιζε το Νόμπελ, εκατό φορές περισσότερο από εμένα».

Ας μην ξεχάσουμε και τον εξαναγκασμό του Νίκου Καζαντζάκη σε αυτοεξορία, μέχρι τον θάνατό του στη Νίκαια της Γαλλίας το 1957.

Το καλοκαίρι του 1957, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ως υπουργός πολιτισμού, απαγορεύει την παράσταση με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη που θα ανέβαινε στο Ηρώδειο από το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν.

Το 1964, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, απαγορεύει την προγραμματισμένη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο, με το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, με πρόφαση τη συμμετοχή σ’ αυτήν του «λαϊκού» τραγουδιστή, Γρηγόρη Μπιθικώτση! Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω την απαγόρευση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη κατά την διάρκεια της εφτάχρονης δικτατορίας, μαζί με πλήθος άλλων γελοίων απαγορεύσεων.

Η άρνηση κατ’ αρχάς του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου να χρηματοδοτήσει την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος», με την αιτιολογία του τότε διευθυντή Γιάννη Γκιωνάκη, ότι «δεν χρηματοδοτούμε κομμουνιστικές ταινίες». Αντιθέτως, την ίδια χρονιά διέθεσε το ποσόν των 12 εκ. δραχμών για την μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Ευάγγελου Αβέρωφ «Φωτιά και Τσεκούρι». Επίσης την άρνηση την ελληνικής πολιτείας να δεχθεί τον «Θίασο», ως την επίσημη ελληνική συμμετοχή στο φεστιβάλ των Καννών.

Στις γελοιότητες που ακολούθησαν την προβολή της ταινίας του Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο Τελευταίος Πειρασμός», δεν εμπλέκεται η Πολιτεία, ούτε ίσως η επίσημη Εκκλησία, εμπλέκονται όμως εκπρόσωποί της καθώς και παραχριστιανικές οργανώσεις.

Αλλά ας έλθουμε στα πιο πρόσφατα γεγονότα, όπως ο κατατρεγμός και διασυρμός στα δικαστήρια της παραδοσιακής μας αοιδού Δόμνας Σαμίου, λόγω κάποιων «παγανιστικών» στίχων των δημοτικών μας τραγουδιών, που τόλμησε να τραγουδήσει. Το σύρσιμο στα ελληνικά δικαστήρια του Αυστριακού σκιτσογράφου (και του εκδότη του) που εξέδωσαν σε κόμιξ τη ζωή του Χριστού. Η παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού και το «κατέβασμα» από την έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη του πίνακα του Βέλγου καλλιτέχνη, Τιερί ντε Κορντιέ, το οποίο αποκαθηλώθηκε από την μεγάλη «Ολυμπιακή» έκθεση Outlook, το 2004. Το έργο καταγγέλθηκε από τον τότε πρόεδρο του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη, με πρωτοστατούσα την εφημερίδα «Εσπρέσο», και αποκαθηλώθηκε με εντολή του τότε υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, επειδή προσέβαλε τα θρησκευτικά μας σύμβολα. Για να φτάσουμε στην λογοκρισία της ταινίας του Κώστα Γαβρά για το Μουσείο της Ακρόπολης, με εντολή του υπουργού Αντώνη Σαμαρά, αλλά και –μια εικοσαετία αργότερα- στα σημερινά συμβάντα της Εθνικής Πινακοθήκης.

Να σταθώ και στις κωμικές και παράλογες απαγορεύσεις των τελευταίων χρόνων, λόγω της περιρρέουσας βλακείας των κυβερνώντων, που αφορούν έργα Ρώσων δημιουργών, κλασικών ή μη, συγγραφέων, μουσικών, σκηνοθετών, ζωγράφων, χορευτών.

Το τι είναι και τι δεν είναι Τέχνη πάντως, δεν είναι σε θέση να το κρίνει κανένας φορέας πολιτικός, θρησκευτικός ή καλλιτεχνικός. Απ’ τη στιγμή που γράφεται και το πιο πρωτόλειο μαθητικό στιχάκι, η πιο γελοία μουτζούρα ως πίνακας ή η πιο αλλοπρόσαλλη μουσική σύνθεση, είμαστε υποχρεωμένοι να την δεχτούμε ως τέτοια και ως τέτοια και μόνον θα κριθεί. Κάθε απαγόρευση από «θιγμένους» και ευαίσθητους για πολιτικούς, θρησκευτικούς ή woke λόγους, είναι απλά το καθαρό πρόσωπο του φασισμού.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ