Βαγκαμπόντο - Το Χαμίνι της Κέρκυρας, Το πρώτο μυθιστόρημα της Πέπης Γιάννου
Πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο και να πάμε στο παρελθόν;
Η πόλη της Κέρκυρας προσφέρεται συνεχώς για τέτοιους προβληματισμούς. Με τα κτίρια της, τους δρόμους της και την ατμόσφαιρά της. Και αν δεν υπάρχουν τα μέσα για ένα τέτοιο ταξίδι, έχουμε ευτυχώς τα βιβλία να μας βοηθήσουν σε αυτό. Έτσι ταξίδεψα κι εγώ νοητά στην Κέρκυρα των μέσων του 19ου αιώνα, διαβάζοντας το βιβλίο «Βαγκαμπόντο - Το χαμίνι της Κέρκυρας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άλλωστε».
Σε κάθε σελίδα ένιωθα τις δονήσεις της πολύβουης πόλης, μέσα στην οποία δρούσαν χαρακτήρες προερχόμενοι από διαφορετικά κοινωνικά και εθνικά υπόβαθρα, με αλλιώτικους στόχους και επιδιώξεις. Όλα αυτά ιδωμένα από τη σκοπιά ενός «βαγκαμπόντου», ενός ορφανού παιδιού που προσπαθεί να επιβιώσει στους δρόμους της πόλης. Παρ’ όλη την τραγική του κατάσταση, ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει στωικά και με αισιοδοξία τα πράγματα κάθε στιγμή. Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο εκτυλίσσεται η ιστορία η οποία εξερευνά πολλά ενδιαφέροντα θέματα. Μερικά από αυτά είναι η κοινωνικές ανισότητες, ο διχασμός, ο έρωτας και άλλα θέματα.
Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με την Πέπη Γιάννου, τη συγγραφέα του βιβλίου, η οποία μου μετέφερε τις σκέψεις της για το βιβλίο, τη διαχρονικότητα των ιδεών και των χαρακτήρων καθώς και για τη διαδικασία συγγραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος.
Η Πέπη Γιάννου γεννήθηκε στα Γιάννενα και ζει στην Κέρκυρα από τα πρώτα χρόνια της παιδικής της ηλικίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και έκανε το μεταπτυχιακό της στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εξέδιδε στην Κέρκυρα το περιοδικό «Πορτόνι», του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτρια. Το «Βαγκαμπόντο», το οποίο κυκλοφόρησε αυτό τον Αύγουστο είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Είναι αναμφίβολα μια πρόκληση το να γράψει κανείς για μια εποχή την οποία δεν έχει ζήσει. Μία από τις πρώτες μου ερωτήσεις έχει να κάνει με αυτό το θέμα: «Πώς ξεπέρασε η συγγραφέας αυτό το εμπόδιο»; Η κ. Γιάννου μου απαντά πως η ερευνητική εργασία που είχε κάνει για την Κέρκυρα στα πλαίσια του μεταπτυχιακού της είχε ως θέμα την αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα. Συνεπώς αυτό ήταν κάτι που την ενέπνευσε κι έπειτα την βοήθησε να αποκτήσει μια αρκετά καλή εικόνα της εποχής. «Είχα βρει κάτι έγγραφα στο ιστορικό αρχείο για τα άστεγα παιδιά της Κέρκυρας επί Αγγλοκρατίας. Όταν το είδα αυτό και τις ηλικίες με κλόνισε λίγο. Κατά τη διαδικασία της συγγραφής ανέτρεχα και σε διηγήσεις περιηγητών ώστε να μπορώ να μεταφέρω το πνεύμα της εποχής, την ατμόσφαιρα».
Σε ερώτηση για το αν οι σκέψεις που εκφράζει μέσα από αυτήν την εποχή αντηχούν και στο παρόν, εξηγεί πως οι ιδέες αυτές είναι διαχρονικές. Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το μοτίβο του διχασμού μεταξύ των τότε Κερκυραίων, που αξιοποιείται σε όλο το βιβλίο. «Υπάρχει ακόμα αυτή η αντιπαλότητα, αυτός ο φθόνος ανάμεσα στους όμοιους. Εκείνη την εποχή ήταν μια τακτική πανούργα των Άγγλων. Κατάλαβαν ότι έπρεπε να ρίξουν το σπόρο της διχόνοιας για να μένουν αυτοί ήσυχοι. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και στις μέρες μας;», λέει η συγγραφέας. Την ίδια διαχρονικότητα ήθελε να προσδώσει και στους χαρακτήρες του έργου. «Τους χαρακτήρες τους έχω ζήσει όλους και οι χαρακτήρες αυτοί υπάρχουν σε κάθε εποχή, μπορείς να τους βρεις παντού».
Πλησιάζοντας στο τέλος της κουβέντας μας την ρωτάω αν ήθελε να περάσει κάποια μηνύματα μέσα από την ιστορία. Αυτή μου απαντά γελώντας πως δεν το ανάλυσε πραγματικά τόσο πολύ στο μυαλό της. Μετά από σκέψη καταλήγει στο συμπέρασμα: «Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο σου μένει μια επίγευση, αλλά ταυτόχρονα στο πίσω μέρος του μυαλού σου, το θετικό είναι να μένει ένας σπόρος επαναστατικός. Να μην υποκύπτεις στο οτιδήποτε. Τελικά ίσως αυτός ήταν ο στόχος, να υπάρξει αυτή η επαγρύπνηση, αυτή η αισιοδοξία. Γιατί μόνο με αυτά μπορείς να πας μπροστά».
ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΝΔΥΛΙΩΤΗΣ