Φτιάχνοντας μπότηδες στο παραδοσιακό εργαστήρι του Κώστα Πανάρετου
Μπότηδες
23 Απριλίου 2022
/ 09:32
Το EN-The Magazine σε μια από τις τελευταίες εστίες παραδοσιακής αγγειοπλαστικής της Κέρκυρας
ΠΑΛΑΙΟ λιμάνι, παραλιακό «φτερό»... Στο βάθος, πίσω απ’ τη γυάλινη προθήκη εισόδου με τα κάθε λογής κομψοτεχνήματα, η τακτοποιημένη αταξία και η διακριτική, αργιλική οσμή, προδίδει ό,τι οι γνωστικοί αποκαλούν δημιουργία. «Ήρθατε; Καλώς τους...» Ο Κώστας Πανάρετος σηκώνεται απ’ τον ξύλινο τροχό. Μαζί, αφήνοντας στην άκρη του πάγκου το πινέλο, η σύζυγός του, η Kλειώ˙ Ελβετίδα - μα, χρόνια πια στην Κέρκυρα, «για... την αγάπη και την τέχνη! Καφεδάκι;». Καφεδάκι. Μεσημεράκι Σάββατου, σε μια απ’ τις τελευταίες εστίες παραδοσιακής αγγειοπλαστικής στον τόπο. Τζούρα και συζήτηση. Το μεράκι. Η πορεία. Οι ιστορίες. Τα αγκάθια. Ένας αγχωτικά κλειστός φάκελος του ρεύματος. Η εποχή˙ Σαρακοστή σημαίνει εξ ορισμού έξτρα δουλειά για τ’ αργαστήρι. Και ο φακός της Ιωάννας έχει ήδη σημαδέψει την αιτία˙ δυο «μπότηδες», με κόκκινη βαφή και μια καλλίγραφη ευχή στη ράχη: «Καλό Πάσχα»...
-Τον δίπλα πάρε, τον κιτρινωπό. Αυτό είναι, περίπου, το χρώμα του αυθεντικού κερκυραϊκού «μπότη».
ΘΕΜΑ, εξηγεί ο Πανάρετος, πηλού. Του κερκυραϊκού, εν προκειμένω, «του “καγιά”, πηλός μ’ ένα ιδιαίτερο, υπόλευκο χρώμα, που, όταν ψηνόταν, έδινε ένα γλυκό κιτρινωπό - ωχροκάστανο».
ΔΕ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ τυχαία χρόνο ιστορικό. «Πλέον, την “πάστα” την προμηθευόμαστε έτοιμη, κυρίως απ’ το εξωτερικό (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία). Με δυνητική προσέγγιση του παραδοσιακού χρώματος - π.χ. μέσω μικτού ζυμώματος κόκκινου και λευκού πηλού. Το 100% υπήρχε τότε, που οι αγγειοπλάστες έπαιρναν μόνοι τον πηλό από διάφορα σημεία του νησιού, λόφους ή κτήματα, πλούσια σε αργιλικό χώμα: Αγ. Στέφανος, Αλεπού, Μαντούκι, προς Γουβιά... Κι ακολουθούσε ολόκληρη ταλαιπωρία, μέχρις ότου ετοιμαστεί για “ζύμωμα”. Έχεις κέφι να ακούσεις;» Άκου, λέει...
Info: Το διαφορετικό χρώμα των πηλών, οφείλεται στα οξείδια (σκουριές) των μετάλλων, που εμπεριέχουν: χαλκός (δίνει το πράσινο), κοβάλτιο (μπλε), μαγγάνιο (σκούρο, μελιτζανί), σίδηρο (κόκκινο). Μοναδικός καθαρός από οξείδια, ο λευκός.
«Μετά την εξόρυξη, το αργιλόχωμα τοποθετούνταν σε τσουβάλια και κοφίνια και μεταφερόταν στα εργαστήρια, με ζώα και κάρα. Ξεφόρτωναν, το άπλωναν να στεγνώσει, το κοπάνιζαν με “κόπανο”, ν’ αποκτήσει μια λεπτόκοκκη υφή και το έβαζαν στις “κουρούτες” (λάκκοι ή χώροι τετραγωνισμένοι, με τούβλα), όπου γινόταν ανάμιξη με χώμα και νερό. Την, τελικά, λασπώδη μάζα τη σούρωναν σε κόσκινα, να φύγουν τα υπολείμματα χαλικιών ή ασβέστη. Την άφηναν, μέρες, στον ήλιο (γι’ αυτό η δουλειά γινόταν καλοκαίρι - ως πρόσφατα, οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες έπαιρναν... ανεργία το χειμώνα), για ν’ απορροφηθεί τελείως το νερό και ν’ αυξηθεί η πλαστικότητα και τέλος, αφού τη ζύμωναν (προσθέτοντας κοσκινισμένο χώμα, για τη σωστή πυκνότητα), την αποθήκευαν σε στεγασμένο χώρο, σκεπάζοντάς την με νωπά τσουβάλια. Και κάθε φορά, έκοβαν την απαιτούμενη ποσότητα, να φτιάξουν στάμνες. “Μπότηδες” ή άλλες...»
• Άλλες;
«Απορείς, ε; Μιλώντας, όμως, κυριολεκτικά για “μπότη”, δεν αναφερόμαστε γενικά στην κερκυραϊκή στάμνα, το “αγγειό”. Αλλά σ’ έναν απ’ τους τύπους, που μαρτυρούνται, κατά παράδοση, στο νησί. Μαζί με το “καραμποτό” και το “μισόμπολο”. Oι διαφορές; Περίμενε...»
ΑΠ’ ΤΟ ράφι το χέρι αρπάζει συστημένα ένα χοντρό, καφέ εξώφυλλο: «Με αφορμή μια στάμνα», γράφει. Επιμέλεια, Μπέτυ Ψαροπούλου - η άλλοτε πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής. Σελιδογύρισμα... «Βλέπεις; Πέρα απ’ το μεγαλύτερο μέγεθος του μέσου “μπότη” (45-50 εκ.), το “σώμα” του είναι απόσχημο (των άλλων, σφαιροειδές). H βάση -αναλογικά, πάντα, με το ύψος- μικρότερης διαμέτρου (το “καραμποτό” είναι πιο κοντόφαρδο, γιατί τα μετέφεραν “με κάρα” κι έπρεπε να στέκονται), ενώ ο “λαιμός” είναι κάπως πιο χαμηλός, στενός, κυλινδρικός, με νεύρωση λίγο πάνω από το ύψος γένεσης των λαβών...»
• Η διακόσμηση;
«Ανάλογα την αισθητική του “μάστορα”. Γενικά, πάντως, ο παραδοσιακός “μπότης”, ως κατ’ εξοχήν χρηστικός (κουβάλημα νερού), δεν είχε διάκοσμο. Ούτε ζωγραφικό (όπως, π.χ., τα αγγεία Ρόδου, Χίου, Αίγινας), ούτε εγχάρακτο. Άντε, κάποιες λεπτές, επάλληλες γραμμές, έως την απόληξη των λαβών, οι οποίες, όμως, εμφανίζονται συχνότερα στο “καραμποτό” και το “μισόμπολο”...»
ΜΙΛΑ με γνώση. Θέρμη. Και μια υποβόσκουσα συγκίνηση, που, πέρα απ’ τα μάτια, καθρεπτίζεται συχνά στις σκόρπιες λέξεις του. «Ο πηλός», κάπου θα πει, «έχει μνήμη και θυμάται». Κι έπειτα, «τον σέβεσαι». Κι αλλού, «αυτός κάνει κουμάντο». Προσκυνητάρι σε μικρό θεό, που λες κι απέχει απ’ τη φθηνή υπόσταση της ύλης, αλλ’ αποκτά στο λογισμό του περίπου έμψυχη υπόσταση.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ και τότε, μεσούσης της επιτόπιας παραγωγής («ένας “μπότης” για το “EN”»). Στάδιο - στάδιο, ανάμεσα σε τεχνικές επισημάνσεις, καθισμένος στον τροχό με τον ενσωματωμένο σημαδοδείκτη («για το ύψος») - και δίπλα, λεκανίτσα και σφουγγάρι («για το μαλάκωμα»).
ΠΙΑΝΕΙ ένα κομμάτι. Το πλάθει. Δεύτερο ζύμωμα˙ «το κεφάλι του βοδιού». Βάζει τη μάζα στον τροχό. Το «κέντρωμα»˙ στάδιο 1. Στροφάρει με το πόδι. Πρώτη γύρα, δεύτερη... Τρυπάει με το δάκτυλο, στο κέντρο. Σηκώνει τον πηλό˙ το ‘να χέρι πιέζει εξωτερικά, τ’ άλλο «κρατάει» από μέσα.
ΣΤΑΔΙΟ 4: το φτιάξιμο του κύλινδρου˙ τ’ αγγείο παίρνει σχήμα. Κάθε στροφή, λίγο ακόμα. Μόνα εργαλεία, μία σπάτουλα («για το ίσιωμα») και τα χέρια.
Σ’ ΟΛΗ αυτήν τη φάμπρικα, το κεφάλι του κινείται ρυθμικά, στο τέμπο του τροχού (μια αρμονία, που ουδείς δικαιούται να ταράξει), ανοιγοκλείνοντας ανεπαίσθητα τα χείλη˙ η Ιωάννα το προσέχει. Φέρνει κοντά τη μηχανή˙ «Δες... Σαν να μιλάει στον πηλό!» Συνομιλία απόκρυφη. Στ’ αναμετάξυ τους. «Και τα χέρια του, τα δάκτυλα...» Δεν αγγίζουνε. Χαϊδεύουν. Με στοργή. Προσεκτικά...
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τίποτα τυχαίο. «Γιατί αγάπησα την τέχνη μου, ρωτάς. Γιατί με έσωσε!» Κλωστή δεμένη στο αδράχτι˙ η άκρη, 40 χρόνια πριν. Αθήνα…
Ο ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ, 19ετής, στη βιοπάλη από μικρός. Υδραυλικός˙ «βαρύ, τότε, επάγγελμα». Aσθενεί. Και η γνωμάτευση, σοκάρει: σκλήρυνση κατά πλάκας. Ζητάει λύση. Δουλειά μεν («είχα ανάγκη, φάρμακα, ασφάλεια»), αλλά λιγότερο «σκληρή».
στην Πεύκη μια επιδοτούμενη σχολή κεραμικής, για το σπάσιμο της ανεργίας. «Εκεί θα πας...».
ΑΝ ΚΑΙ φιλότεχνος, «ως τότε δεν είχα ιδέα περί τίνος πρόκειται». Αλλά πηγαίνει. Βλέπει. Κι εκστασιάζεται˙ «“Εδώ είμαστε!” Μέρα και νύχτα στη σχολή, τι άλλο είχα να κάνω;» H αποφοίτηση, ταχύρυθμη. «Γρήγορα, έγινα μάστορας. Επαγγελματίας. Πρώτα, δουλεύοντας σε διάφορα εργαστήρια και, μετά το ’86, στο δικό μου». Χαϊδάρι...
ΤΟΤΕ γνώρισε και την Κλειώ. «Σπουδάστρια σε σχολή Καλών Τεχνών / κεραμικής της Ελβετίας, που είχε έρθει Αθήνα, για μια εργασία -και διακοπές- στο πλαίσιο του τελευταίου έτους: γνωριμία με την ελληνική κεραμική». Τα υπόλοιπα, ιστορία. Μαζί και η αργότερη απόφαση εγκατάστασης στην Κέρκυρα. «Στις ρίζες μου...»
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ του τροχού βαστάει ήδη δεκάλεπτο. «Χωρίς τροχό; Ναι, σε κάποιες περιοχές γίνεται κι έτσι. Εδώ, δε γνωρίζω να ίσχυε...»
• H τεχνική; Βλέπω δουλεύεις «μία κι έξω»...
«Ναι. Ως 4 κιλά, όπως εδώ, οι στάμνες δουλεύονται μονοκόμματα, κτιστά. Σε μέρη, με επάλληλους δακτυλίους, δουλεύονται οι μεγάλες. Και τα πιθάρια, των 1,5-2 μ., με “μακαρόνια” (λωρίδες): το πρώτο πάνω στη λεκανίδα (βάση) και οι υπόλοιπες, η μία πάνω απ’ την άλλη. Πρόσεξε τώρα... Θα δώσουμε το σχήμα...»
ΠΡΩΤΑ, η «κοιλιά». Μετά, οι «ώμοι», με «το “μεσοδαχτύλιασμα” (ανέβασμα της μάζας, κρατώντας τον δείκτη και το μέσο κάθετα στο τοίχωμα). Έπειτα, “λαιμός” και στόμιο. Και τέλος, τα χερούλια (λαβές): ξεχωριστό πλάσιμο, απ’ το υπόλειμμα του πηλού, λύγισμα και κόλλημα με τη “γλίτσα”, που έχει περισσέψει. Προσοχή: αφού το αγγείο έχει στεγνώσει επαρκώς, ώστε ν’ “αντέξει” τις πιέσεις της τοποθέτησης. Παλιά, το στέγνωμα γινόταν στον ήλιο. Εδώ, για οικονομία, ας πάρουμε το φλόγιστρο...»
Info: Ο παραδοσιακός «μπότης» είναι δίλαβος. «Αλλιώς, ήταν δύσκολο να τον κουβαλήσουν, γεμάτο με νερό». Πιο μικρές, πάλι, στάμνες (κατά τη βιβλιογραφία, ιδίως το «καραμποτό») μπορεί να έχουν μία ή καμία λαβή. Όπως και οι... τουριστικοί «μπότηδες», μιας και προορίζονται για θραύση.
• Το πιο δύσκολο στάδιο, ποιο είναι;
«Το δύσκολο είναι να μάθεις να πλάθεις συνολικά. Η μέθοδος. Η γνώση του υλικού. Το στέγνωμα, που χρειάζεται πριν χτίσεις. Πόσο λεπτός ή μαλακός πρέπει να είναι, για ν’ αντέξει στο χτίσιμο, η ταχύτητα του τροχού, όλα αυτά. Και φυσικά, οι θερμοκρασίες του ψησίματος...» Το τελικό στάδιο της φτιάξης, «αφού οι στάμνες έχουν, πρώτα, στεγνώσει τελείως - αλλιώς, ραγίζουν».
ΠΑΛΑΙΑ, το ψήσιμο γινόταν σε μεγάλα, υπαίθρια καμίνια (κλίβανος), από πέτρα και τούβλα: ένας θάλαμος, με κεραμική βάση, για τα δοχεία και κάτω η καύσιμη ύλη (ξύλα, βρύα, κλαδιά, πουρνάρια) - έψηναν το κεραμίδι / τερακότα για 6-10 ώρες (αναλόγως το καμίνι), στους 900-1000 βαθμούς. «Πλέον, σε ηλεκτρικούς φούρνους, με σταδιακά αυξανόμενη προθέρμανση. Για τον “μπότη” αρκεί ένα ψήσιμο, μια κι έξω - “μπισκουί”, που λέμε (> μπισκότο)».
• Χωρίς «γυάλωμα»* στο τέλος;
«Στους χρηστικούς “μπότηδες”, προς αποθήκευση νερού, όχι. Ή, έστω, σπάνια - για αισθητικούς λόγους. Ξέρεις γιατί; Επειδή η “εφίδρωση” των πόρων τους, όταν έβαζαν το νερό, το κρατούσε δροσερό - κι αυτό ήταν ζητούμενο. Το “γυάλωμα”, εσωτερικό ή/και εξωτερικό, το επέλεγαν για στάμνες, που φύλασσαν κρασί ή λάδι, προκειμένου, με τη στεγανοποίηση, να μην κρατήσει το κεραμίδι τις οσμές...»
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ τέλος... Μοναδική «εκκρεμότητα» προς σχόλιο, δυο κουβέντες που έχωσε, ανύποπτα, στο σκληρό της δίσκο, η δημοσιογραφική περιέργεια: λαβές «απ’ το υπόλειμμα του πηλού», κόλλα «απ’ τη “γλίτσα”, που περίσσεψε»...
• Σα να λέμε, δεν πετιέται τίποτα...
(Παύση. Κοιτάει στο αόριστο και γράφει τον επίλογο. Με λόγο καταιγιστικό, καταρρακτώδη. Ένα «εκ βαθέων» απνευστί, με λέξεις, που περπατούν σε παθιασμένα καλώδια, με ρεύμα...)
«Όλα είναι χρήσιμα. Και το πιο ευτελές. Το παίρνεις και του δίνεις νέα ζωή. Κι αξία. Από το “τίποτα”, τη λάσπη, γεννάς συνεχώς νέους μικρόκοσμους, μέσα, στον ούτως ή άλλως, μαγικό μικρόκοσμό μας. Τον δίχως όρια. Γνώση στη γνώση, δοκιμή στη δοκιμή (σε θερμοκρασίες, τρόπους ψησίματος, πρώτες ύλες, παντού - η τέχνη συναντά την επιστήμη, τη χημεία), πρόκληση στην πρόκληση. Με σεβασμό. Και μέθοδο. Χάνεσαι σ’ ένα σύμπαν ατελείωτο. Ξεκουράζεις το μυαλό, “απεγκλωβίζεις” τη φαντασία. Της δίνεις σχήμα, πρόσωπο, μορφή. Δραπετεύοντας -καθόσον απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση- από σκοτούρες κι από βάσανα, σαν ψυχοθεραπεία - πώς άλλοι κάνουν... γιόγκα; Γι’ αυτό σου λέω, πέρα απ’ το βιοποριστικό: η τέχνη μου με έσωσε. Μου χάρισε ένα παραμύθι, για να ζω. Παραμύθι με κόπο, κλάμα, συγκίνηση, χαρές, δημιουργία, τα πάντα. Αλλά το δικό μου παραμύθι, το δικό μας. Όλη μου η ζωή. Κι αυτό το παραμύθι, αυτόν τον κόσμο, δεν θα τον άλλαζα, αγόρι μου, με τίποτα...»
(*) Γυάλωμα ή εφυάλωση = πέρασμα της ψημένης στάμνας με πολύ ρευστή, αραιωμένη σε νερό, λεπτόκοκκη κόλλα γυαλιού (μολυβδούχο υάλωμα, συνηθέστερα). Οι κόκκοι τραβιούνται απ’ τους κεραμικούς πόρους και κατόπιν, για να στερεωθούν, ακολουθεί δεύτερο ψήσιμο (1000 βαθμοί), δίνοντας μια όμορφη γυαλάδα.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
PHOTO CREDITS: ΙΩΑΝΝΑ ΣΑΡΛΗ
Από την έντυπη έκδοση του EN-The Magazine Απριλίου 2022
-Τον δίπλα πάρε, τον κιτρινωπό. Αυτό είναι, περίπου, το χρώμα του αυθεντικού κερκυραϊκού «μπότη».
ΘΕΜΑ, εξηγεί ο Πανάρετος, πηλού. Του κερκυραϊκού, εν προκειμένω, «του “καγιά”, πηλός μ’ ένα ιδιαίτερο, υπόλευκο χρώμα, που, όταν ψηνόταν, έδινε ένα γλυκό κιτρινωπό - ωχροκάστανο».
ΔΕ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ τυχαία χρόνο ιστορικό. «Πλέον, την “πάστα” την προμηθευόμαστε έτοιμη, κυρίως απ’ το εξωτερικό (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία). Με δυνητική προσέγγιση του παραδοσιακού χρώματος - π.χ. μέσω μικτού ζυμώματος κόκκινου και λευκού πηλού. Το 100% υπήρχε τότε, που οι αγγειοπλάστες έπαιρναν μόνοι τον πηλό από διάφορα σημεία του νησιού, λόφους ή κτήματα, πλούσια σε αργιλικό χώμα: Αγ. Στέφανος, Αλεπού, Μαντούκι, προς Γουβιά... Κι ακολουθούσε ολόκληρη ταλαιπωρία, μέχρις ότου ετοιμαστεί για “ζύμωμα”. Έχεις κέφι να ακούσεις;» Άκου, λέει...
Info: Το διαφορετικό χρώμα των πηλών, οφείλεται στα οξείδια (σκουριές) των μετάλλων, που εμπεριέχουν: χαλκός (δίνει το πράσινο), κοβάλτιο (μπλε), μαγγάνιο (σκούρο, μελιτζανί), σίδηρο (κόκκινο). Μοναδικός καθαρός από οξείδια, ο λευκός.
«Μετά την εξόρυξη, το αργιλόχωμα τοποθετούνταν σε τσουβάλια και κοφίνια και μεταφερόταν στα εργαστήρια, με ζώα και κάρα. Ξεφόρτωναν, το άπλωναν να στεγνώσει, το κοπάνιζαν με “κόπανο”, ν’ αποκτήσει μια λεπτόκοκκη υφή και το έβαζαν στις “κουρούτες” (λάκκοι ή χώροι τετραγωνισμένοι, με τούβλα), όπου γινόταν ανάμιξη με χώμα και νερό. Την, τελικά, λασπώδη μάζα τη σούρωναν σε κόσκινα, να φύγουν τα υπολείμματα χαλικιών ή ασβέστη. Την άφηναν, μέρες, στον ήλιο (γι’ αυτό η δουλειά γινόταν καλοκαίρι - ως πρόσφατα, οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες έπαιρναν... ανεργία το χειμώνα), για ν’ απορροφηθεί τελείως το νερό και ν’ αυξηθεί η πλαστικότητα και τέλος, αφού τη ζύμωναν (προσθέτοντας κοσκινισμένο χώμα, για τη σωστή πυκνότητα), την αποθήκευαν σε στεγασμένο χώρο, σκεπάζοντάς την με νωπά τσουβάλια. Και κάθε φορά, έκοβαν την απαιτούμενη ποσότητα, να φτιάξουν στάμνες. “Μπότηδες” ή άλλες...»
• Άλλες;
«Απορείς, ε; Μιλώντας, όμως, κυριολεκτικά για “μπότη”, δεν αναφερόμαστε γενικά στην κερκυραϊκή στάμνα, το “αγγειό”. Αλλά σ’ έναν απ’ τους τύπους, που μαρτυρούνται, κατά παράδοση, στο νησί. Μαζί με το “καραμποτό” και το “μισόμπολο”. Oι διαφορές; Περίμενε...»
ΑΠ’ ΤΟ ράφι το χέρι αρπάζει συστημένα ένα χοντρό, καφέ εξώφυλλο: «Με αφορμή μια στάμνα», γράφει. Επιμέλεια, Μπέτυ Ψαροπούλου - η άλλοτε πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής. Σελιδογύρισμα... «Βλέπεις; Πέρα απ’ το μεγαλύτερο μέγεθος του μέσου “μπότη” (45-50 εκ.), το “σώμα” του είναι απόσχημο (των άλλων, σφαιροειδές). H βάση -αναλογικά, πάντα, με το ύψος- μικρότερης διαμέτρου (το “καραμποτό” είναι πιο κοντόφαρδο, γιατί τα μετέφεραν “με κάρα” κι έπρεπε να στέκονται), ενώ ο “λαιμός” είναι κάπως πιο χαμηλός, στενός, κυλινδρικός, με νεύρωση λίγο πάνω από το ύψος γένεσης των λαβών...»
• Η διακόσμηση;
«Ανάλογα την αισθητική του “μάστορα”. Γενικά, πάντως, ο παραδοσιακός “μπότης”, ως κατ’ εξοχήν χρηστικός (κουβάλημα νερού), δεν είχε διάκοσμο. Ούτε ζωγραφικό (όπως, π.χ., τα αγγεία Ρόδου, Χίου, Αίγινας), ούτε εγχάρακτο. Άντε, κάποιες λεπτές, επάλληλες γραμμές, έως την απόληξη των λαβών, οι οποίες, όμως, εμφανίζονται συχνότερα στο “καραμποτό” και το “μισόμπολο”...»
ΜΙΛΑ με γνώση. Θέρμη. Και μια υποβόσκουσα συγκίνηση, που, πέρα απ’ τα μάτια, καθρεπτίζεται συχνά στις σκόρπιες λέξεις του. «Ο πηλός», κάπου θα πει, «έχει μνήμη και θυμάται». Κι έπειτα, «τον σέβεσαι». Κι αλλού, «αυτός κάνει κουμάντο». Προσκυνητάρι σε μικρό θεό, που λες κι απέχει απ’ τη φθηνή υπόσταση της ύλης, αλλ’ αποκτά στο λογισμό του περίπου έμψυχη υπόσταση.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ και τότε, μεσούσης της επιτόπιας παραγωγής («ένας “μπότης” για το “EN”»). Στάδιο - στάδιο, ανάμεσα σε τεχνικές επισημάνσεις, καθισμένος στον τροχό με τον ενσωματωμένο σημαδοδείκτη («για το ύψος») - και δίπλα, λεκανίτσα και σφουγγάρι («για το μαλάκωμα»).
ΠΙΑΝΕΙ ένα κομμάτι. Το πλάθει. Δεύτερο ζύμωμα˙ «το κεφάλι του βοδιού». Βάζει τη μάζα στον τροχό. Το «κέντρωμα»˙ στάδιο 1. Στροφάρει με το πόδι. Πρώτη γύρα, δεύτερη... Τρυπάει με το δάκτυλο, στο κέντρο. Σηκώνει τον πηλό˙ το ‘να χέρι πιέζει εξωτερικά, τ’ άλλο «κρατάει» από μέσα.
ΣΤΑΔΙΟ 4: το φτιάξιμο του κύλινδρου˙ τ’ αγγείο παίρνει σχήμα. Κάθε στροφή, λίγο ακόμα. Μόνα εργαλεία, μία σπάτουλα («για το ίσιωμα») και τα χέρια.
Σ’ ΟΛΗ αυτήν τη φάμπρικα, το κεφάλι του κινείται ρυθμικά, στο τέμπο του τροχού (μια αρμονία, που ουδείς δικαιούται να ταράξει), ανοιγοκλείνοντας ανεπαίσθητα τα χείλη˙ η Ιωάννα το προσέχει. Φέρνει κοντά τη μηχανή˙ «Δες... Σαν να μιλάει στον πηλό!» Συνομιλία απόκρυφη. Στ’ αναμετάξυ τους. «Και τα χέρια του, τα δάκτυλα...» Δεν αγγίζουνε. Χαϊδεύουν. Με στοργή. Προσεκτικά...
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τίποτα τυχαίο. «Γιατί αγάπησα την τέχνη μου, ρωτάς. Γιατί με έσωσε!» Κλωστή δεμένη στο αδράχτι˙ η άκρη, 40 χρόνια πριν. Αθήνα…
Ο ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ, 19ετής, στη βιοπάλη από μικρός. Υδραυλικός˙ «βαρύ, τότε, επάγγελμα». Aσθενεί. Και η γνωμάτευση, σοκάρει: σκλήρυνση κατά πλάκας. Ζητάει λύση. Δουλειά μεν («είχα ανάγκη, φάρμακα, ασφάλεια»), αλλά λιγότερο «σκληρή».
στην Πεύκη μια επιδοτούμενη σχολή κεραμικής, για το σπάσιμο της ανεργίας. «Εκεί θα πας...».
ΑΝ ΚΑΙ φιλότεχνος, «ως τότε δεν είχα ιδέα περί τίνος πρόκειται». Αλλά πηγαίνει. Βλέπει. Κι εκστασιάζεται˙ «“Εδώ είμαστε!” Μέρα και νύχτα στη σχολή, τι άλλο είχα να κάνω;» H αποφοίτηση, ταχύρυθμη. «Γρήγορα, έγινα μάστορας. Επαγγελματίας. Πρώτα, δουλεύοντας σε διάφορα εργαστήρια και, μετά το ’86, στο δικό μου». Χαϊδάρι...
ΤΟΤΕ γνώρισε και την Κλειώ. «Σπουδάστρια σε σχολή Καλών Τεχνών / κεραμικής της Ελβετίας, που είχε έρθει Αθήνα, για μια εργασία -και διακοπές- στο πλαίσιο του τελευταίου έτους: γνωριμία με την ελληνική κεραμική». Τα υπόλοιπα, ιστορία. Μαζί και η αργότερη απόφαση εγκατάστασης στην Κέρκυρα. «Στις ρίζες μου...»
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ του τροχού βαστάει ήδη δεκάλεπτο. «Χωρίς τροχό; Ναι, σε κάποιες περιοχές γίνεται κι έτσι. Εδώ, δε γνωρίζω να ίσχυε...»
• H τεχνική; Βλέπω δουλεύεις «μία κι έξω»...
«Ναι. Ως 4 κιλά, όπως εδώ, οι στάμνες δουλεύονται μονοκόμματα, κτιστά. Σε μέρη, με επάλληλους δακτυλίους, δουλεύονται οι μεγάλες. Και τα πιθάρια, των 1,5-2 μ., με “μακαρόνια” (λωρίδες): το πρώτο πάνω στη λεκανίδα (βάση) και οι υπόλοιπες, η μία πάνω απ’ την άλλη. Πρόσεξε τώρα... Θα δώσουμε το σχήμα...»
ΠΡΩΤΑ, η «κοιλιά». Μετά, οι «ώμοι», με «το “μεσοδαχτύλιασμα” (ανέβασμα της μάζας, κρατώντας τον δείκτη και το μέσο κάθετα στο τοίχωμα). Έπειτα, “λαιμός” και στόμιο. Και τέλος, τα χερούλια (λαβές): ξεχωριστό πλάσιμο, απ’ το υπόλειμμα του πηλού, λύγισμα και κόλλημα με τη “γλίτσα”, που έχει περισσέψει. Προσοχή: αφού το αγγείο έχει στεγνώσει επαρκώς, ώστε ν’ “αντέξει” τις πιέσεις της τοποθέτησης. Παλιά, το στέγνωμα γινόταν στον ήλιο. Εδώ, για οικονομία, ας πάρουμε το φλόγιστρο...»
Info: Ο παραδοσιακός «μπότης» είναι δίλαβος. «Αλλιώς, ήταν δύσκολο να τον κουβαλήσουν, γεμάτο με νερό». Πιο μικρές, πάλι, στάμνες (κατά τη βιβλιογραφία, ιδίως το «καραμποτό») μπορεί να έχουν μία ή καμία λαβή. Όπως και οι... τουριστικοί «μπότηδες», μιας και προορίζονται για θραύση.
• Το πιο δύσκολο στάδιο, ποιο είναι;
«Το δύσκολο είναι να μάθεις να πλάθεις συνολικά. Η μέθοδος. Η γνώση του υλικού. Το στέγνωμα, που χρειάζεται πριν χτίσεις. Πόσο λεπτός ή μαλακός πρέπει να είναι, για ν’ αντέξει στο χτίσιμο, η ταχύτητα του τροχού, όλα αυτά. Και φυσικά, οι θερμοκρασίες του ψησίματος...» Το τελικό στάδιο της φτιάξης, «αφού οι στάμνες έχουν, πρώτα, στεγνώσει τελείως - αλλιώς, ραγίζουν».
ΠΑΛΑΙΑ, το ψήσιμο γινόταν σε μεγάλα, υπαίθρια καμίνια (κλίβανος), από πέτρα και τούβλα: ένας θάλαμος, με κεραμική βάση, για τα δοχεία και κάτω η καύσιμη ύλη (ξύλα, βρύα, κλαδιά, πουρνάρια) - έψηναν το κεραμίδι / τερακότα για 6-10 ώρες (αναλόγως το καμίνι), στους 900-1000 βαθμούς. «Πλέον, σε ηλεκτρικούς φούρνους, με σταδιακά αυξανόμενη προθέρμανση. Για τον “μπότη” αρκεί ένα ψήσιμο, μια κι έξω - “μπισκουί”, που λέμε (> μπισκότο)».
• Χωρίς «γυάλωμα»* στο τέλος;
«Στους χρηστικούς “μπότηδες”, προς αποθήκευση νερού, όχι. Ή, έστω, σπάνια - για αισθητικούς λόγους. Ξέρεις γιατί; Επειδή η “εφίδρωση” των πόρων τους, όταν έβαζαν το νερό, το κρατούσε δροσερό - κι αυτό ήταν ζητούμενο. Το “γυάλωμα”, εσωτερικό ή/και εξωτερικό, το επέλεγαν για στάμνες, που φύλασσαν κρασί ή λάδι, προκειμένου, με τη στεγανοποίηση, να μην κρατήσει το κεραμίδι τις οσμές...»
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ τέλος... Μοναδική «εκκρεμότητα» προς σχόλιο, δυο κουβέντες που έχωσε, ανύποπτα, στο σκληρό της δίσκο, η δημοσιογραφική περιέργεια: λαβές «απ’ το υπόλειμμα του πηλού», κόλλα «απ’ τη “γλίτσα”, που περίσσεψε»...
• Σα να λέμε, δεν πετιέται τίποτα...
(Παύση. Κοιτάει στο αόριστο και γράφει τον επίλογο. Με λόγο καταιγιστικό, καταρρακτώδη. Ένα «εκ βαθέων» απνευστί, με λέξεις, που περπατούν σε παθιασμένα καλώδια, με ρεύμα...)
«Όλα είναι χρήσιμα. Και το πιο ευτελές. Το παίρνεις και του δίνεις νέα ζωή. Κι αξία. Από το “τίποτα”, τη λάσπη, γεννάς συνεχώς νέους μικρόκοσμους, μέσα, στον ούτως ή άλλως, μαγικό μικρόκοσμό μας. Τον δίχως όρια. Γνώση στη γνώση, δοκιμή στη δοκιμή (σε θερμοκρασίες, τρόπους ψησίματος, πρώτες ύλες, παντού - η τέχνη συναντά την επιστήμη, τη χημεία), πρόκληση στην πρόκληση. Με σεβασμό. Και μέθοδο. Χάνεσαι σ’ ένα σύμπαν ατελείωτο. Ξεκουράζεις το μυαλό, “απεγκλωβίζεις” τη φαντασία. Της δίνεις σχήμα, πρόσωπο, μορφή. Δραπετεύοντας -καθόσον απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση- από σκοτούρες κι από βάσανα, σαν ψυχοθεραπεία - πώς άλλοι κάνουν... γιόγκα; Γι’ αυτό σου λέω, πέρα απ’ το βιοποριστικό: η τέχνη μου με έσωσε. Μου χάρισε ένα παραμύθι, για να ζω. Παραμύθι με κόπο, κλάμα, συγκίνηση, χαρές, δημιουργία, τα πάντα. Αλλά το δικό μου παραμύθι, το δικό μας. Όλη μου η ζωή. Κι αυτό το παραμύθι, αυτόν τον κόσμο, δεν θα τον άλλαζα, αγόρι μου, με τίποτα...»
(*) Γυάλωμα ή εφυάλωση = πέρασμα της ψημένης στάμνας με πολύ ρευστή, αραιωμένη σε νερό, λεπτόκοκκη κόλλα γυαλιού (μολυβδούχο υάλωμα, συνηθέστερα). Οι κόκκοι τραβιούνται απ’ τους κεραμικούς πόρους και κατόπιν, για να στερεωθούν, ακολουθεί δεύτερο ψήσιμο (1000 βαθμοί), δίνοντας μια όμορφη γυαλάδα.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
PHOTO CREDITS: ΙΩΑΝΝΑ ΣΑΡΛΗ
Από την έντυπη έκδοση του EN-The Magazine Απριλίου 2022