Σάββατο 02.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

«Ντύνοντας» τις Φιλαρμονικές της Κέρκυρας

Φιλαρμονικές
22 Απριλίου 2022 / 11:31

Μια περιήγηση στο εργαστήρι του Κώστα Χρυσικόπουλου που φτιάχνει τις στολές των Φιλαρμονικών της Κέρκυρας και όχι μόνο...

 H ΣΤΙΓΜΗ... Άπλαστη έννοια. Άπιαστη. Αζύμωτη. Αερική και ‘λεύτερη. Με χνάρι, όμως, βαθύ. Πατημασιά θεριού. Όχι στο χώμα και «στη γης». Εντός. Στο λογισμό και στ’ όνειρο, που, σαν περάσει, διερωτάσαι: Στ’ αλήθεια, το ‘ζησα; Υπήρξε; Ε, αδελφέ... Συ, που διαβάζεις ετούτες τις γραμμές. Αν δε σου το ‘παν, ξέρε το˙ ευτυχισμένος άνθρωπος λογιέσαι, που έχεις να το λες: «Κάποτε, σ’ έναν τόπο λουσμένο μ’ ομορφιά, μ’ αξίωσε και μένα ο Θεός, μια φορά μου -μία, έστω- να το ζήσω...» Το θάμα και το φως. Το Πάσχα των Φαιάκων. Κι όλες εκείνες τις εικόνες, τις στιγμές, που συνθέτουνε το μύθο. Θέλεις μια; Παρασκευή απόβραδο ή Μέγα Σάββατο πρωί - διάλεξε μονός σου. Ακούς; Τα χάλκινα. Και το «ποτάμι», που πλησιάζει. Με βήμα επιβλητικό. Απρόσμενο. Διαυγές....

• Κι αν, ρε συ, Κώστα, η «πασχαλινή κάθοδος» των Φιλαρμονικών σκορπά στους άλλους δέος, ο άνθρωπος, που έχει συμβάλει στη δημιουργία της εικόνας, πώς μπορεί να νιώθει; 

(Η ματιά του χάνεται διαγώνια, στ’ αόριστο...) «Περιγράφεται, νομίζεις; Πώς να στο πω... Σαν παιδί, που του δίνουν γλειφιτζούρι! Ασύλληπτο συναίσθημα. Χαρά, συγκίνηση, ανατριχίλα, βούρκωμα στα μάτια˙ όλα μαζί. Και πόσα ακόμα...»

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι ο άνθρωπος, που «ντύνει» τις Φιλαρμονικές της Κέρκυρας - ή, όπως θα σου πουν οι ντόπιοι, «που φτιάχνει τις στολές». Όλων; «Ναι, με όλες συνεργάζομαι. Τις τρεις της πόλης, της υπαίθρου, αλλά και της Ζακύνθου, της Λευκάδας, της Κεφαλονιάς. Συν τα ένστολα σώματα (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό), συλλόγους και, φυσικά, τη “συμβατική” ένδυση. Δόξα τω Θεώ, τα πάντα κάνουμε...» Ο πρώτος πληθυντικός πηγαίνει για το team του, «τα κορίτσια. Λείπουν σήμερα»˙ λογικό, μεσημεράκι Κυριακής. «Γιατί από βδομάδας...»



ΑΠΟΤΕΛΕΙ μια πάγια συνθήκη στην ετήσια ατζέντα του. «Πάντα», εξηγεί, «τον Μάρτη, ενόψει Βαϊων και Μ. Εβδομάδας, οι παραγγελίες των Φιλαρμονικών αυξάνονται. Μια τότε και μια ενόψει 28ης Οκτωβρίου και Πρωτοκύριακου. Τότε, δηλαδή, που συνηθίζουν να κάνουν την πρώτη υπηρεσία τους οι νέοι μουσικοί...»

Παραδοσιακά, ποια Φιλαρμονική μετρά τις περισσότερες παραγγελίες;

«Η “Παλαιά”. Aν και παλαιότερα, αθροισματικά, την ξεπερνούσαν οι Φιλαρμονικές της υπαίθρου - μιλώντας συνολικά. Τρέχαμε και δε φτάναμε, ωράρια τρελά. Σε αριθμούς, με το δικό μας δυναμικό, μιλάμε για εφικτή παραγωγή 50 στολών / 1,5 μήνα. Με την κρίση, η κατάσταση “μαζεύτηκε”...»

ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ πρώτες, σκόρπιες. Συστάσεις, εν είδει εισαγωγής, καθώς το κόκκινο αμάξι πλησιάζει στην εστία του... καλού: ένα φωτεινό, ισόγειο ραφείο - εργαστήρι, κάπου στη Λευκίμμη. Η πληροφορία (αυτό το ενδιαφέρον out of town, το φαινομενικά «οξύμωρο» σε σχέση με το εύρος του έργου) έστεκε από νωρίς κυκλωμένη στο organizer. Σύντομα, θα την πλαισίωνε μια επιπλέον σημείωση: μια διακριτή, στο λόγο και την κινησιολογία του Χρυσικόπουλου, «αστική ευγένεια», πέρα απ’ το μέσο προσδοκώμενο της περήφανης υπαίθρου. Η υποψία πως εδώ υφήρπε ένα elegacy υπόβαθρο, ζήτησε (και πήρε) εξηγήσεις, αναμοχλεύοντας διακριτικά βιογραφίες...

Από πότε, ακριβώς, ασχολείσαι με την κατασκευή στολών των Φιλαρμονικών;

«Στην Κέρκυρα επέστρεψα το ’87, μετά από 12 χρόνια στην Αθήνα. Απόφοιτος του “Βελουδάκη” και με δικό μου ατελιέ στο Κολωνάκι...»

ΑΛΛΑ ας πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή...

«Από μικρός, στο Γυμνάσιο (εδώ, Λευκίμμη), επειδή μου άρεσε η ραπτική, μαθήτευσα δίπλα σε παλιούς, καλούς “μάστορες” του χωριού. Τον Κωνσταντίνο Κοττινά, τον Μάκη και τον Στέφανο Χρυσικόπουλο, τον μαστρο-Γιάννη... Και στα 17, δίχως να ρωτήσω κανέναν, έφυγα γι’ Αθήνα. Εκεί, έτοιμος ήδη στις βασικές γνώσεις, εργάστηκα σε βιοτεχνίες. Ήθελα, όμως, να εξελίξω και εξειδικεύσω τη δουλειά μου. Κι έτσι, παράλληλα με τη δουλειά, γράφτηκα στ’ απογευματινά της σχολής “Βελουδάκη”, με καθηγητή τον κ. Ιωαννίδη. Εκεί γνώρισα και τη μακαρίτισσα την πρώτη γυναίκα μου. Κι όταν τελείωσα από φαντάρος, μας προτάθηκε από συναδέλφους, που ήξεραν τη δουλειά μας, να πάρουμε ένα χώρο στη Βουκουρεστίου, στο Κολωνάκι, για να φτιάξουμε το δικό μας ατελιέ. Κι έτσι έγινε: η Ισμήνη, εξαιρετική σε βραδινή φορέματα - νυφικά κι εγώ, στα ανδρικά κουστούμια. Ώσπου λόγοι υγείας της συζύγου μου, επέβαλαν την επιστροφή μας στο νησί. Και το χωριό. Μολονότι η σκέψη μου ήταν η πόλη, όπου, κακά τα ψέματα, στη δική μας δουλειά, ήταν και είναι η “καρδιά” της όλης κίνησης...»

• Η «εισαγωγή» στο κομμάτι των Φιλαρμονικών;

«Ερχόμενος εδώ, με δεδομένο ότι αυτά που έφτιαχνα στην Αθήνα ήταν... για την Αθήνα, σκέφτηκα τι μπορώ να κάνω. Κι εκεί, ήρθε η ιδέα: Φιλαρμονικές και σώματα ενστόλων. Τότε υπήρχαν κάποιοι παλαιοί συνάδελφοι, που έχουν “φύγει” πια, όλοι στην πόλη, που έφτιαχναν τις στολές. Ο Μιχάλης Σέρβος, ο Γιώργος Κάντας, ο Μωραϊτης... Άνθρωποι της παλαιάς σχολής, που είχαν μοιράσει μεταξύ τους τις δουλειές: ο Σέρβος, π.χ, είχε την “Παλαιά”, ο Κάντας τον “Καποδίστρια”, ο Μωραϊτης το Σκριπερό... Τους βρήκα. Τους συστήθηκα. Τους εξήγησα...»

Η υποδοχή;

«Μ’ αγκάλιασαν, σαν να ήμουν παιδί τους! Είχαν ένα σπάνιο ήθος αυτοί οι άνθρωποι. Παράλληλα, δε, έβλεπαν έναν νέο άνθρωπο, που θα συνεχίσει το έργο τους, δεν θα τ’ αφήσει να χαθεί...»

ΟΠΩΣ θυμάται ο Χρυσικόπουλος, οι πρώτες... αναθέσεις, ήταν οι ραφές των παντελονιών, «με τις δυο, τσόχινες ρίγες, ραμμένες επιπρόσθετα στο πλάι. Παράλληλα, φρόντιζα να μαθαίνω μυστικά του επαγγέλματος - τα οποία δεν είχα ποτέ μάθει στη σχολή. Ένα βασικό; Πώς είναι η σωστή κοπή - ραφή σ’ ένα σακάκι μουσικού, ώστε να μην τον στενεύει ενώ παίζει στο δρόμο. Έτσι έμαθα πως, σε σχέση με την κλασική γραμμή ενός σακακιού, η μανικοκόλληση πρέπει να είναι όσο πιο “μικρή”, ώστε, όπως ο μουσικός σηκώνει το όργανο, να “φαρδαίνει” στην πλάτη και να είναι πιο άνετο. Να, δες... (παίρνει απ’ την άκρη ένα mainstream πατρόν. Και με το σαπουνάκι γραφής, “διορθώνει” το ύψος, περίπου 1,5 εκατ. “Kαλά είμαστε...”). Εντέλει, όλα αυτά τα μυστικά, μαζί με την προσωπική ματιά μου -παράδειγμα, τα δικά μου σακάκια είναι πιο μεσάτα σε σχέση με τα πιο μονοκόμματα παλιά- διαμόρφωσαν την προσωπική μου ταυτότητα...»

Και η οποία, σε επίπεδο δημιουργίας μιας πλήρους πια στολής, πρωτοεκφράστηκε...

«…στην “Μάντζαρος”. Η πρώτη ολοκληρωμένη στολή, που έφτιαξα ποτέ. Κι έπειτα, της Φιλαρμονικής του Δήμου Θιναλίου. Νέα τότε, επί Μαχειμάρη. Η πιο αγαπημένη μου, ωστόσο, ως “παιδί” που το δημιούργησα σχεδόν εξ αρχής, είναι η νυν στολή της “Kαποδίστριας” - είναι κι αυτό το κόκκινο, που “γράφει” εξαιρετικά». Στην ώρα του...

Σ’ όλη της τη διάρκεια, η κουβέντα συνοδεύεται από μικρές περιηγήσεις στο χώρο του εργαστηρίου. Δεκάδες πατρόν, ράφια με πολύχρωμες κλωστές, μεζούρες, τόπια, χάρακες, διαβήτες, το σχεδιαστήριο με το μεγάλο ψαλίδι της κοπής, κούκλες και ντουλάπες με δεκάδες δείγματα στολών, οι ραπτομηχανές˙ καθεμιά για άλλη χρήση και τη δική της ιστορία. Όπως η κατάμαυρη Durkopp, «γερμανικής κατασκευής, για τις οπές των κουμπιών. Ξέρεις από πότε είναι; Πριν τον Β’ Παγκόσμιο! Αλλά δουλεύει μια χαρά...».

Και η δίπλα;

«Αυτή, πλην άλλων, εξυπηρετεί στην κατασκευή των πηλικίων».

Τι εννοείς; Φτιάχνεις και (τα) πηλίκια;

«Και όχι μόνο... Ένα πλήρες πακέτο μας, περιλαμβάνει σακάκι, παντελόνι, πηλίκιο, κορδόνια (σιρίτια) και επωμίδες. Θέλεις tips;»

ΠΗΛΙΚΙΑ «Το πρώτο, που έφτιαξα ποτέ, ήταν της “Mάντζαρος”. Όχι παραγγελία, ως δείγμα δουλειάς. Τότε, Αρχιμουσικός ήταν ο αείμνηστος, Στέφανος Δολιανίτης.  “Μαέστρο, είμαι αυτός και στο ‘φερα να κρίνεις”. Το πήρε, το έστριψε και τ’ άφησε να δει, αν επανέρχεται! “Πολύ καλή δουλειά”, αλλά με μία παρατήρηση: πως τα πηλίκια της Κέρκυρας, είναι τα “αυστριακά”. Ενώ αυτό ήταν “γαλλικό” - στιλ “ντε Γκωλ”. Δηλαδή; Ενώ και τα δύο έχουν σχήμα τυμπανοειδές, τα “αυστριακά” είναι πιο χαμηλά από το πίσω μέρος τους. Δεν το ήξερα. Το έμαθα...»



Info Μοναδική εξαίρεση στα «τυμπανοειδή» πηλίκια των κερκυραϊκών Φιλαρμονικών, τα «μαλακά» της «Παλαιάς». Αν και πολλά, πάντα σε χρήση, φέρουν εσωτερικά την υπογραφή του παλαιού μάστορα, Γιώργου Κάντα, τα νέα δεν τα φτιάχνει ο Χρυσικόπουλος. «Παραγγελία στην Αθήνα...»

ΣΙΡΙΤΙΑ-ΕΠΩΜΙΔΕΣ «Όλα τα φτιάχνουμε εδώ, στο χέρι. Με υλικό (πολυεστέρας), που προμηθευόμαστε από Αθήνα, χρώματος λευκού ή εκρού, περνώντας τα, ανάλογα τη Φιλαρμονική, με την αντίστοιχη, ανεξίτηλη βαφή».



Βγάζει γνώση η λαλιά του Χρυσικόπουλου. Εμπειρία. Ασφάλεια. Αλλά και μια βαθιά σύνδεση γύρω απ’ τη λέξη - έννοια «Φιλαρμονική», που δεν εξαντλεί την αιτιολογία της στο επαγγελματικόν του πράγματος. «Οικογενειακώς», λέει, «το “μπουμπούλι”, όπως λέμε στο χωριό, με τις μουσικές, κρατάει από παλιά. Ο παππούς μου, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλαρμονικής Λευκίμμης (“πορτοκαλί”). Και μετά, ως μουσικοί, θητεύσαμε όλοι. Εγώ (απ’ τα 13 - αργότερα και στη διοίκηση), ο αδελφός μου, τα παιδιά μου, τα ανίψια μου - σόι πάμε! Πέρα απ’ το γεγονός ότι, ως μουσικός (αλτικόρνο), έχω βγει και με την “Καποδίστριας” και με τη “Μάντζαρος” - η “Παλιά” μου έχει ξεφύγει (γελάει). Υπάρχει, κατ’ επέκταση, ένα ισχυρό βιωματικό κομμάτι. Μια αγάπη, αλλά και μια πολύ καλή εκ των έσω γνώση των αναγκών και της αγωνίας των παιδιών και των γονιών τους, όταν πρόκειται να πρωτοβγούν»...


• Ένα βίωμα και... ένα όνειρο, σωστά; Ας κλείσουμε μ’ αυτό, που μου ‘λεγες πιο πριν...

«Ναι. Ένα μεγάλο όνειρο: να μεταφέρω ένα κομμάτι της επιχείρησης στην πόλη, ώστε να μπορώ να διαφημίσω καλύτερα τη δουλειά μου και, κυρίως, τις ίδιες τις Φιλαρμονικές μας. Αξίζει, Ηλία. Σ’ ένα νησί μουσικό, όπως η Κέρκυρα, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει μία έκθεση για τις Φιλαρμονικές. Δεν είναι δυνατόν -το ζω κι εγώ, ως μουσικός- να πηγαίνουμε μια φορά το χρόνο, των Βαϊων, στην πόλη και να μας ρωτάνε “από πού είστε;” Για μένα, το να το καταφέρω είναι ένα στοίχημα ζωής. Δρομολογημένο. Κι, ευελπιστώ, υλοποιήσιμο...»

ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

PHOTO CREDITS: IΩΑΝΝΑ ΣΑΡΛΗ

Από την έντυπη έκδοση του EN-The Magazine Απριλίου 2022