«Μουσικοί συσχετισμοί» στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας
Άρης Γραικούσης
14 Σεπτεμβρίου 2016
/ 09:51
ΚΕΡΚΥΡΑ. Ο πιανίστας Άρης Γραικούσης μετά τη μεγάλη επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρουσιάζει το ρεσιτάλ «Μουσικοί Συσχετισμοί»
την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου στην Κέρκυρα στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας στις 21:15 με ελεύθερη είσοδο. Το ρεσιτάλ πραγματοποιείται με την υποστήριξη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κέρκυρας και την ευγενική χορηγία του πλαστικού χειρουργού Θανάση Χριστόπουλου και συμμετέχει η χορωδία Κοντοκαλίου Κέρκυρας.
Πρόκειται για ένα ρεσιτάλ αντιθέσεων και εναλλαγών, με διαχρονικά "κλασσικά" κομμάτια και τραγούδια, την επιλογή των οποίων έχει κάνει ο Άρης Γραικούσης, ο οποίος αναφέρει: «Τον περισσότερο καιρό στο μυαλό μου στριφογυρνάνε νότες, κάποιες φορές είναι περισσότερες και από τα λόγια. Είναι νότες όλων των ειδών, κλασικές, παλιές, νεότερες, γαλλικές, ελληνικές, ισπανικές… συχνά κάνουν περίεργους συνδυασμούς. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα αυτού του ρεσιτάλ. Σκέφτηκα λοιπόν να ξεδιαλύνω αυτό τον ακατάστατο συνδυασμό και να βάλω, όλες αυτές τις νότες στη σειρά, να τις «συσχετίσω». Δεν ήταν εύκολο και στην αρχή απογοητεύτηκα. Ένιωθα όμως ότι η μουσική είναι «μία» και με σωστό χειρισμό μπορεί να ταιριάξει».
Μερικοί από τους συνθέτες που θα ακουστούν στο πρόγραμμα, είναι οι E. Morricone, A. Piazzolla, S. Rachmaninoff, A. Khachaturian, F. Chopin, N. Rota, I. Albeniz, Y. Tiersen, Ε. Καραΐνδρου, C. Chaplin, A. Desplat κ.α. που όλοι μαζί συσχετίζονται μεταξύ τους και συνθέτουν ενότητες με θέματα από ταινίες, -Cinema paradiso, amarcord, modern times, Amelie, Frida, κ.α.- αργεντίνικα Tangos, μικρά αριστουργήματα της κλασσικής μουσικής -χορούς, Βαλς,- πρελούδια, καθώς και τραγούδια των δεκαετιών 1930 – 1960.
Ο Νίκος Βατόπουλος για το ρεσιτάλ στην «Καθημερινή»
«Αυτό που εισέπραξα ήταν ένας καταιωνισμός μελωδίας, από έναν κήπο προσωπικών επιλογών, από τον Αλμπένιθ, τον Σοπέν και τον Ραχμάνινοφ ως τον Χατσατουριάν και τον Ντεμπυσσύ, και ανάμεσα ένας οπωρώνας από ακούσματα χωνεμένα στις πιο βαθιές σπείρες μιας μουσικής μνήμης, σε μία δίνη βελούδινης απόλαυσης και σχεδόν επώδυνης ομορφιάς. Αν βάλει κανείς σε μία μουσική σήραγγα μελωδίες του Γαρδέλ, του Αττίκ, του Μορρικόνε, του Πιατσόλα, του Νίνο Ρότα, του Γιαν Τίρσεν και ανάμεσα εκείνα τα σπαρακτικά μιας διαρκούς νεότητας, δηλαδή το «Io che amo solo te» του Σέρτζο Εντρίγκο ή το αιώνιο «Les feuilles mortes», αισθάνεται στο τέλος παραδομένος σε αυτό που μόνο η μουσική μπορεί να επιτύχει. Στην πλήρη αναδιάταξη των αισθήσεων, στη λήθη και στον εγκεφαλικό αισθησιασμό.
Είναι μία πράξη αρχιτεκτονικής (ως προς τη σύνθεση του προγράμματος) αλλά και μία χειρονομία προσφοράς αυτό που προσφέρει ο Αρης Γραικούσης. Ως πιανίστας είναι εντυπωσιακά αυτάρκης, με τα σωστά ρήγματα, τις παύσεις, τις ανάσες και τη ζυγισμένη θεατρικότητα.
Καθώς έπαιζε έσκυβε σε ένα εσωτερικό τοπίο που εμείς δεν βλέπαμε αλλά εισπράτταμε ως θεαματικό. Και έπειτα, ήταν η φωνή. Δεν τον είχα ξανακούσει να τραγουδάει. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «El dia que me quieras» του Κάρλος Γαρδέλ από το 1935, και μετά, πάλι του Γαρδέλ του «Por una cabeza» από την ίδια εποχή, δύο τραγούδια που αποθεώνουν το τάνγκο του μεσοπολέμου. Αλλά η ερμηνεία του Αρη Γραικούση, με εκείνη τη βαθιά, δουλεμένη φωνή που σκάβει μέσα σου και ανοίγει αφανείς διαύλους, έδινε πίσω στο κοινό τα τραγούδια ως δώρα. Σε όποια γλώσσα τραγούδησε, προκάλεσε ρίγος. Ηταν το αίσθημα, ο στόχος και το μέσον. Στα ελληνικά είπε το κλασικό τραγούδι της Ελένης Καραϊνδρου «Το τραγούδι της λίμνης» αλλά και Αττίκ («Ζητάτε να σας πω», «Κι αν βγουν αλήθεια»). Στα αγγλικά, το σπαρακτικό «Smile» από την ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν «Modern Times», στα ιταλικά το «Io che amo solo te», στα γαλλικά το «Les feuilles mortes»…
Στο τέλος, ήμασταν όλοι μέσα σε ένα κουκούλι συγκίνησης και ομορφιάς. Σπάνια, βλέπει κανείς τέτοια αφοσίωση προς το κοινό αλλά και τέτοιον αυτοσεβασμό. Αυτό που επέτυχε ο Αρης Γραικούσης με τη συναυλία του ήταν να προσφέρει ένα μοντέλο συγκερασμού της υψηλής ποιότητας με τη βαθιά απόλαυση προς ένα γενικό κοινό που αγαπά τη μουσική. Οι επευφημίες που εισέπραξε ήταν απολύτως δίκαιες, ήταν μία έκφραση ευγνωμοσύνης. Για όση ώρα ήμασταν στη συναυλία, αναβαπτιστήκαμε σε κάτι ωραίο, έντιμο και ευγενές. Το πρόγραμμα που ετοίμασε ο Αρης Γραικούσης έχει μέλλον και θα έπρεπε να αναπαράγεται ακόμη και σε σχολεία ως ανάχωμα στον μουσικό εκβαρβαρισμό». (Νίκος Βατόπουλος, Καθημερινή, 28/2/2016)
Πρόκειται για ένα ρεσιτάλ αντιθέσεων και εναλλαγών, με διαχρονικά "κλασσικά" κομμάτια και τραγούδια, την επιλογή των οποίων έχει κάνει ο Άρης Γραικούσης, ο οποίος αναφέρει: «Τον περισσότερο καιρό στο μυαλό μου στριφογυρνάνε νότες, κάποιες φορές είναι περισσότερες και από τα λόγια. Είναι νότες όλων των ειδών, κλασικές, παλιές, νεότερες, γαλλικές, ελληνικές, ισπανικές… συχνά κάνουν περίεργους συνδυασμούς. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα αυτού του ρεσιτάλ. Σκέφτηκα λοιπόν να ξεδιαλύνω αυτό τον ακατάστατο συνδυασμό και να βάλω, όλες αυτές τις νότες στη σειρά, να τις «συσχετίσω». Δεν ήταν εύκολο και στην αρχή απογοητεύτηκα. Ένιωθα όμως ότι η μουσική είναι «μία» και με σωστό χειρισμό μπορεί να ταιριάξει».
Μερικοί από τους συνθέτες που θα ακουστούν στο πρόγραμμα, είναι οι E. Morricone, A. Piazzolla, S. Rachmaninoff, A. Khachaturian, F. Chopin, N. Rota, I. Albeniz, Y. Tiersen, Ε. Καραΐνδρου, C. Chaplin, A. Desplat κ.α. που όλοι μαζί συσχετίζονται μεταξύ τους και συνθέτουν ενότητες με θέματα από ταινίες, -Cinema paradiso, amarcord, modern times, Amelie, Frida, κ.α.- αργεντίνικα Tangos, μικρά αριστουργήματα της κλασσικής μουσικής -χορούς, Βαλς,- πρελούδια, καθώς και τραγούδια των δεκαετιών 1930 – 1960.
Ο Νίκος Βατόπουλος για το ρεσιτάλ στην «Καθημερινή»
«Αυτό που εισέπραξα ήταν ένας καταιωνισμός μελωδίας, από έναν κήπο προσωπικών επιλογών, από τον Αλμπένιθ, τον Σοπέν και τον Ραχμάνινοφ ως τον Χατσατουριάν και τον Ντεμπυσσύ, και ανάμεσα ένας οπωρώνας από ακούσματα χωνεμένα στις πιο βαθιές σπείρες μιας μουσικής μνήμης, σε μία δίνη βελούδινης απόλαυσης και σχεδόν επώδυνης ομορφιάς. Αν βάλει κανείς σε μία μουσική σήραγγα μελωδίες του Γαρδέλ, του Αττίκ, του Μορρικόνε, του Πιατσόλα, του Νίνο Ρότα, του Γιαν Τίρσεν και ανάμεσα εκείνα τα σπαρακτικά μιας διαρκούς νεότητας, δηλαδή το «Io che amo solo te» του Σέρτζο Εντρίγκο ή το αιώνιο «Les feuilles mortes», αισθάνεται στο τέλος παραδομένος σε αυτό που μόνο η μουσική μπορεί να επιτύχει. Στην πλήρη αναδιάταξη των αισθήσεων, στη λήθη και στον εγκεφαλικό αισθησιασμό.
Είναι μία πράξη αρχιτεκτονικής (ως προς τη σύνθεση του προγράμματος) αλλά και μία χειρονομία προσφοράς αυτό που προσφέρει ο Αρης Γραικούσης. Ως πιανίστας είναι εντυπωσιακά αυτάρκης, με τα σωστά ρήγματα, τις παύσεις, τις ανάσες και τη ζυγισμένη θεατρικότητα.
Καθώς έπαιζε έσκυβε σε ένα εσωτερικό τοπίο που εμείς δεν βλέπαμε αλλά εισπράτταμε ως θεαματικό. Και έπειτα, ήταν η φωνή. Δεν τον είχα ξανακούσει να τραγουδάει. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «El dia que me quieras» του Κάρλος Γαρδέλ από το 1935, και μετά, πάλι του Γαρδέλ του «Por una cabeza» από την ίδια εποχή, δύο τραγούδια που αποθεώνουν το τάνγκο του μεσοπολέμου. Αλλά η ερμηνεία του Αρη Γραικούση, με εκείνη τη βαθιά, δουλεμένη φωνή που σκάβει μέσα σου και ανοίγει αφανείς διαύλους, έδινε πίσω στο κοινό τα τραγούδια ως δώρα. Σε όποια γλώσσα τραγούδησε, προκάλεσε ρίγος. Ηταν το αίσθημα, ο στόχος και το μέσον. Στα ελληνικά είπε το κλασικό τραγούδι της Ελένης Καραϊνδρου «Το τραγούδι της λίμνης» αλλά και Αττίκ («Ζητάτε να σας πω», «Κι αν βγουν αλήθεια»). Στα αγγλικά, το σπαρακτικό «Smile» από την ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν «Modern Times», στα ιταλικά το «Io che amo solo te», στα γαλλικά το «Les feuilles mortes»…
Στο τέλος, ήμασταν όλοι μέσα σε ένα κουκούλι συγκίνησης και ομορφιάς. Σπάνια, βλέπει κανείς τέτοια αφοσίωση προς το κοινό αλλά και τέτοιον αυτοσεβασμό. Αυτό που επέτυχε ο Αρης Γραικούσης με τη συναυλία του ήταν να προσφέρει ένα μοντέλο συγκερασμού της υψηλής ποιότητας με τη βαθιά απόλαυση προς ένα γενικό κοινό που αγαπά τη μουσική. Οι επευφημίες που εισέπραξε ήταν απολύτως δίκαιες, ήταν μία έκφραση ευγνωμοσύνης. Για όση ώρα ήμασταν στη συναυλία, αναβαπτιστήκαμε σε κάτι ωραίο, έντιμο και ευγενές. Το πρόγραμμα που ετοίμασε ο Αρης Γραικούσης έχει μέλλον και θα έπρεπε να αναπαράγεται ακόμη και σε σχολεία ως ανάχωμα στον μουσικό εκβαρβαρισμό». (Νίκος Βατόπουλος, Καθημερινή, 28/2/2016)