Για την δημιουργία ενός δικτύου οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών*
Η εισαγωγική παρουσίαση του πολιτιστικού συλλόγου ΄Σαν Τζιάκομο΄ στην συνάντηση της Βενετίας στις 13/04/2018
Αποτελεί πιστεύουμε ιδιαίτερο γεγονός η σημερινή συνάντηση πολιτών από διαφορετικές ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις αφού σπάνια ανοίγονται δρόμοι ή προσφέρονται ευκαιρίες για να συνομιλήσουμε με αυτήν την ιδιότητα, ως μέλη δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών, για θέματα που μας απασχολούν, πολύ περισσότερο δε επειδή πρόκειται για ένα σημαντικό θέμα όπως αυτό το σημερινό που αφορά στις πόλεις μας και στον πολιτισμό μας.
Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να χαρακτηρίσει αυτή καθεαυτή τη συνάντηση ένα πολιτιστιτικό τόλμημα, αφού υπερβαίνει τα στενά και συνήθως αυτάρκη όρια μίας πόλης ή μίας χώρας και ανοίγεται ευρύτερα προς έναν κοινό προβληματισμό μία κοινή ανησυχία αλλά και προς την αναζήτηση κοινών στόχων και δράσεων.
Ο κοινός αυτός προβληματισμός και η ανησυχία αφορούν στο παρόν και το μέλλον των πόλεων και των τόπων που ζούμε.
Για το παρελθόν αυτών των πόλεων αναγνωρίζεται ευρύτερα πλέον σήμερα ότι τα παλαιότερα αστικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου αντιπροσωπεύουν την πιο ζωντανή μορφή μνήμης της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στη διάρκεια μίας μακρόχρονης ιστορίας , στις πόλεις αυτές άνθισαν οι τέχνες, τα γράμματα , οι επιστήμες, η ίδια η κοινωνία και αναπτύχθηκε μία οικονομία η οποία επέτρεψε την επίτευξη υψηλής ποιότητας υλικών και άυλων αγαθών.
Στον παρόντα χρόνο, τα ίδια αυτά αγαθά που κληρονομήθηκαν χρησιμοποιούνται ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης. Το να θεωρείται σήμερα η πολιτιστική κληρονομιά ένας οικονομικός, πλουτοπαραγωγικός πόρος και συντελεστής της πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να μην είναι βέβαια κάτι το αρνητικό. Όμως αυτό εξαρτάται τελικά από τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που γεννιέται ο προβληματισμός και η ανησυχία μας.
Με ποιόν τρόπο αλήθεια αξιοποιείται σήμερα το πολιτιστικό κεφάλαιο στις πόλεις μας?
Με ποιόν τρόπο κυβερνώνται οι πόλεις που αποτελούν την ζωντανή μνήμη του πολιτισμού μας?
Τι αποκομίζεται από την μέχρι σήμερα εμπειρία της αναπτυξιακής πορείας αυτών των πόλεων?
Αξιολογείται μία ανάπτυξη που προοπτικά κρίνεται βιώσιμη ή όχι? Και αν όχι, πως οι διάφοροι θεσμοί, οι κεντρικές ή οι τοπικές διοικήσεις αντιμετωπίζουν το ζήτημα της βιωσιμότητας?
Προνοώντας ?, προγραμματίζοντας ? ή προσπαθώντας εκ των υστέρων ,εάν και εφόσον αυτό συμβαίνει, να θεραπεύσουν τις ζημιές?
Αλλά και όσον αφορά τους ίδιους τους πολίτες, ποια είναι η στάση τους? Με ποιόν τρόπο συμμετέχουν ή αντιδρούν στα μεγάλα ή μικρά ζητήματα που κάθε φορά προκύπτουν?
Είναι γνωστό ότι ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα οι περισσότερες κυβερνήσεις είχαν αρχίσει να νομοθετούν υπέρ της προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα αυτών των πόλεων ενώ διεθνείς Οργανισμοί προκειμένου να αναδειχθεί η οικουμενική πολιτιστική τους αξία ενθάρρυναν τις κατά τόπους Αρχές να σχεδιάζουν και να προωθούν πολιτικές για τη διάσωση και την προβολή τους.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τις πόλεις και τους τόπους των οποίων τα ιστορικά κέντρα, το περιαστικό ή φυσικό τοπίο περιλαμβάνονται στον Κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO ή σε άλλους Καταλόγους όπως αυτόν του Δικτύου ΝATURA. Οι αναφορές αυτές γίνονται είτε με ένα θετικό πρόσημο, για την αισθητική και πολιτιστική τους ελκυστικότητα είτε με αρνητικό προκειμένου να επισημανθεί ο κίνδυνος που διατρέχουν να μην μπορέσουν να επιβιώσουν σε μία σύγχρονη οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα όπου «επιβάλλεται» μία άκριτη οικονομική τους εκμετάλλευση εις βάρος της βιωσιμότητας της ανάπτυξής τους.
Μελέτες για την βιωσιμότητα της ανάπτυξης αυτών των πόλεων δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν και αν υπάρχουν αν έχουν υιοθετηθεί.
Χαρακτηριστικά όμως παραδείγματα μη βιωσιμότητας και απορρύθμισης της ζωής αυτών των ιστορικών πόλεων αποτελούν φαινόμενα όπως η σταθερή τάση μείωσης του πληθυσμού που έχει ως συνέπεια και την αλλοίωση του κοινωνικού τους ιστού. Εξίσου απειλητικά φαινόμενα αποτελούν ο υπερτουρισμός, η μηδαμινή επιστροφή του παραγόμενου πλούτου, το υψηλό κόστος ζωής , η καθημερινή αστική δυσλειτουργία, το σύνθετο φαινόμενο της μη ελεγχόμενης επιχειρηματικότητας, η υποχώρηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, η οπτική και ακουστική ρύπανση κ.ο.κ.
Βεβαίως το καθένα από αυτά τα κοινά προβλήματα μπορεί να παρουσιάζεται στην κάθε πόλη με διαφορετικό τρόπο ή βαθμό έντασης. Με διαφορετικό τρόπο επίσης μπορεί να παρουσιάζεται η πρόοδος που η κάθε πόλη ή κάθε τόπος έχει σημειώσει στην προώθηση μέτρων διάσωσης και προστασίας γιατί αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει μόνο με την ένταξη στους Καταλόγους αλλά και με τοπικούς παράγοντες. Επίσης κάποια πόλη μπορεί σε πολλούς τομείς να έχει προχωρήσει εξαιρετικά όμως να αποτελεί σήμερα μνημείο σε κίνδυνο εξαιτίας ενός και μόνο απειλητικού παράγοντα. Συνολικά όμως απέναντι στο ζήτημα μίας βιώσιμης προοπτικής το γενικό συμπέρασμα είναι ένα: Πόλεις αιώνιες και “καλά οχυρωμένες” αποδεικνύονται εντελώς ανοχύρωτες και εκτεθειμένες στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.
Τα παραπάνω φαινόμενα θα μπορούσε να τα αποδώσει κανείς, τουλάχιστον εν μέρει, σε κάποιες αρχικές αναπτυξιακές επιλογές που εξελίχθησαν στην διάρκεια του χρόνου χωρίς να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις πορείας ή χωρίς να έχει γίνει μία σωστή πρόβλεψη για τις συνέπειες τους. Σήμερα όμως κρίνεται επιβεβλημένη μία ριζική αλλαγή της αναπτυξιακής πορείας και αυτή κατά τη γνώμη μας ξεκινάει κατ΄αρχήν με την αναγνώριση και την συνειδητοποίηση της σημερινής προβληματικής κατάστασης πραγμάτων. Κυρίως όμως απαιτείται μία ολοκληρωμένη προσέγγιση αλλά και γενναίες αποφάσεις ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις ομάδων που συνειδητά ή μη, απολαμβάνουν προνόμια από το υφιστάμενο statusquo και αποτελούν ένα σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα των αλλαγών.
Από την μέχρι σήμερα εμπειρία είναι φανερό ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από τις Αρχές για την διακυβέρνηση αλλά και την προστασία αυτών των πόλεων, συνήθως αποσπασματικά και καθυστερημένα δεν είναι και δεν θα μπορούν να είναι αποτελεσματικά εάν δεν προνοηθεί ο σχεδιασμός ενός μοντέλου ανάπτυξης στην βάση των Αρχών της βιωσιμότητας. Ένας τέτοιος σχεδιασμός βέβαια πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικές σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Διαπιστώνοντας ως πολίτες ότι είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος συρρίκνωσης του κοινωνικού και πολιτιστικού κεφαλαίου αλλά και αλλοίωσης της πολιτισμικής μας ταυτότητας, θεωρούμε καθήκον μας να ενεργοποιηθούμε ώστε να συμβάλλουμε και με τις δικές μας ιδέες, πρωτοβουλίες και δράσεις, στον οραματικό αλλά και ρεαλιστικό στόχο της μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο αειφορίας που θα στηρίζεται σε μία εναρμονισμένη κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική και πολιτιστική ισορροπία.
Η βιωσιμότητα, ως έννοια, αφορά μία σύγχρονη αντίληψη για την ανάπτυξη γενικότερα. Όμως για τις ιστορικές πόλεις και το προστατευόμενο φυσικό περιβάλλον αυτό το μοντέλο ανάπτυξης αποτελεί μία επιτακτική αναγκαιότητα δεδομένου ότι πρόκειται για τόπους αστικού και φυσικού βίου με ιδιαίτερα ευαίσθητες και ευάλωτες ισορροπίες. Και αυτό όχι μόνο εξαιτίας των χαρακτηριστικών της ρυμοτομίας, των συνθηκών κατοίκησης και των δυνατοτήτων πρόσβασης αλλά και εξαιτίας της μονοθεματικής και υπερκαθορισμένης οικονομικής τους δραστηριότητας, της τουριστικής .
Στην επιδίωξη αυτών των στόχων που προϋποθέτουν την επιστράτευση μίας γενικότερης κοινωνικής ευαισθησίας και αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος των κατοίκων δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ως αρνητικό πολιτιστικό στοιχείο της εποχής μας την μετατόπιση από το συλλογικό στο ατομικό, την παρακμή της συμμετοχικότητας και του συμμετοχικού μας πολιτισμού. Και αυτό γιατί όπως γνωρίζουμε από το πρότυπο της κλασικής αθηναϊκής πόλης ο πολιτισμός συνδέεται με την κοινωνική συμμετοχή ενώ η κοινωνική αδράνεια με την παρακμή.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα του σήμερα τα τελευταία αυτά χρόνια παραμένει ζωντανή μία συζήτηση και ένας προβληματισμός σχετικά με την πολυδιάστατη κρίση που διανύει η χώρα μας. Αυτό όμως που παρατηρείται σήμερα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την παγκοσμιοποιημένη Ευρώπη είναι ότι οι γρήγοροι ρυθμοί αλλαγών και ανατροπών συμπαρασύρουν τις όποιες βεβαιότητες αξίες και δεσμούς και ότι το κράτος δικαίου υποχωρεί εν ονόματι του ατόμου και της ελευθερίας του. Σωστά για αυτό υποστηρίζεται από πολλούς σήμερα ότι ζούμε σε μία εποχή ναρκισιστικού πολιτισμού. Αυτή η επικράτηση του ατομικισμού ως κοινωνικό φαινόμενοαλληλοκαθορίζεταιβεβαίως και από άλλα φαινόμενα όπως αυτό της παρακμής των πολιτικών κομμάτων, τις πελατειοκρατίας, της διαφθοράς που σε μία αδιαχώριστη μεταξύ τους σχέση αίτιου – αιτιατού δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο που ενισχύει την απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών για τα κοινά.
Για αυτό η διάσωση των συλλογικών πλαισίων, η αναγέννηση του συμμετοχικού μας πολιτισμού και η αναγέννηση εν τέλει των πόλεων μας ως εστιών υπεύθυνης συμμετοχής των πολιτών στα κοινά θα πρέπει να υποστηρίζεται στην πράξη με πρωτοβουλίες ικανές να αναζωογονούν θεσμούς, δεσμούς και ταυτότητες στη βάση ουσιαστικών συνεργιών και συνεργασιών σε ένα τοπικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η παρούσα ιστορική περίοδος μπορεί πράγματι να γεννά πολλές απορίες και αμφιβολίες. Είμαστε όμως υπέρ της αισιόδοξης άποψης ότι οι μεγάλοι θεσμοί του πολιτισμού όπως ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (UNESCO) θα συνεχίσει να είναι σε θέση να υπερασπίζεται τους σκοπούς του γιατί αυτοί ανταποκρίνονται στην βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να υπάρχει όχι μόνο ως φύση αλλά και ως πνεύμα και να οργανώνεται ως κοινωνία.
Για αυτό είμαστε επίσης υπέρ της αισιόδοξης άποψης ότι η Παιδεία ως θεσμική και πολιτισμική έννοια θα συνεχίσει να παράγει πολιτισμό οδηγώντας στην αναβάθμιση του συστήματος των αξιών μίας κοινωνίας και ότι θα προσφέρει την δυνατότητα μίας εκπαίδευσης που θα βοηθά τους πολίτες να διακρίνουν τα όρια μεταξύ ατομικού οφέλους και κοινωνικού συμφέροντος.
Δυστυχώς η ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένει ακόμα στο επίπεδο του συλλογικού φαντασιακού ως ένα ζητούμενο. Η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο αναγνώρισε θεσμικά τον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με την συμμετοχική δημοκρατία και αποφάσεις όπως αυτή είναι ελπιδοφόρες τόσο για το μέλλον της ίδιας της Ένωσης όσο και των πολιτών της.
Η συμπληρωματικότητα μεταξύ αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας αναγνωρίζεται και ορίζεται στην Συνθήκη της Λισαβόνας του 2009. Άλλο όμως θεσμική αναγνώριση και άλλο θεσμική καθιέρωση. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά στην αρχή της προσπάθειας ανάδειξης ενός νέου θεσμού και εμείς ακριβώς αυτή την ευκαιρία θέλουμε να αξιοποιήσουμε μέσω της συνεργασίας των ιστορικών πόλεων. Υπάρχουν όμως αρκετές δυσκολίες και η αλήθεια είναι ότι τα εμπόδια για την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας δεν προέρχονται μόνο από τις κυβερνήσεις ή τα πολιτικά κόμματα αλλά και από τον τρόπο που λειτουργούν οι ίδιες οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Συχνά αυτές δεν λειτουργούν με δημοκρατικό τρόπο αλλά ως ελίτ μένοντας αδιάφορες στην συμμετοχή ή στην συνεργασία με άλλες κινήσεις πολιτών.
Η δική μας ιδέα για την λειτουργία των Οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και για την μεταξύ τους συνεργασία στηρίζεται στον πολιτισμό του ισότιμου και δημοκρατικού διαλόγου. Στη βάση κοινών αναγκών, αιτημάτων και στόχων αποφασίζουμε για αυτό να συνεργαστούμε προσδοκώντας στην βελτιστοποίηση και μεγιστοποίηση των δράσεων μας.
Θεωρούμε ότι το Δίκτυο των ιστορικών πόλεων νοείται ως μία συγκεκριμένη οργανωτική δομή της κοινωνίας των πολιτών η οποία θα προτάξει μία δική της πολιτιστική ταυτότητα για να καταφέρει μέσω μίας επιστημονικής προσέγγισης της πραγματικότητας και της ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών να λειτουργεί καταλυτικά προκειμένου να αντιμετωπίζονται τα χρονίζοντα σοβαρά ζητήματα αυτών των πόλεων και να δίνεται σε αυτές μία προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης.
Δεν επιθυμούμε να συγκροτήσουμε ένα ακόμα κίνημα που θα εστιάζει μόνο στην διαμαρτυρία και στην διεκδίκηση.
Φιλοδοξούμε σε ένα ρόλο πιο σύνθετο και διεισδυτικό έτσι ώστε να αποτελούμε έναν αξιόπιστο συνομιλητή και “ενδιαφερόμενο φορέα” ( Stakeholder) στον επίσημο διάλογο ανάμεσα στους πολίτες και τους διεθνείς Οργανισμούς, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις κεντρικές και τοπικές Αρχές.
Η επίλυση των θεμάτων που έδωσαν το ερέθισμα για την σημερινή συνάντηση απαιτεί αφ'ενός μία Οργάνωση αξιακά ακέραιη και μη διαχειρίσιμηαφ'έτερου συμμαχίες ισχυρές και σταθερές προκειμένου να υπερβούμε την επικρατούσα στατική νοοτροπία και να καταφέρουμε να αναδείξουμε την αναγκαιότητα επεξεργασίας πολιτικών βιώσιμης ανάπτυξης για τις ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις και τους προστατευόμενους τόπους.
Εν τέλει οι σημερινές συνθήκες απειλής της βιωσιμότητας των πόλεων μας και ο οραματικός στόχος της αειφόρου ανάπτυξης αποτελούν τα σημεία αφετηρίας και στόχευσης για την ιδέα της ίδρυσης του Δικτύου και δείχνουν την κατεύθυνση της δραστηριοποίησής του.
Εάν αυτά είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την ταυτότητα του Δικτύου πιστεύουμε ότι η βάση αυτής της ταυτότητας θεμελιώνεται στην μήτρα της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και στις κοινές ιστορικές και πολιτιστικές διαδρομές των μελών του μέσα στο χρόνο.
Ευελπιστούμε και το δικό μας Δίκτυο των Οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών να διανύσει μία δική του διαδρομή μέσα στο χρόνο καταφέρνοντας να μετουσιώνει την πολιτιστική κληρονομιά του παρελθόντος σε ένα σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι που με τη σειρά του θα μεταδοθεί στις μελλοντικές γενιές.
Ανδρέας Κατσαρός
* Το παρόν κείμενο είναι η εισαγωγική παρουσίαση του πολιτιστικού συλλόγου “Σαν Τζιάκομο” στην συνάντηση της Βενετίας στις 13/04/2018.
Ας αναφερθεί με την ευκαιρία ότι η ιδέα ίδρυσης του Δικτύου και η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε με την πρωτοβουλία του δικού μας συλλόγου μετά από σχετική πρόταση που αποστείλαμε προς τα συμμετέχοντα μέλη.