Πέμπτη 28.03.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Από Ρωμιός, ραγιάς και από ραγιάς, Έλληνας

Μαριλένα Σούκερα
24 Μαρτίου 2021 / 15:26

Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς, ραγιάδες. Raya σημαίνει ποίμνιο στην τουρκική γλώσσα. Στο πλαίσιο της ανάδειξης από τους Οθωμανούς της κατωτερότητας της θέσης των ορθοδόξων στην οθωμανική διοίκηση και κοινωνία, οι τελευταίοι υφίσταντο και κάποιους περιορισμούς.

Μετά το 1453, οι Οθωμανοί εδραίωσαν σταδιακά την κυριαρχία τους στις εναπομείνασες περιοχές του ελληνικού χώρου, που δεν είχαν ακόμη κατακτήσει. Η τελευταία κατάκτηση εδάφους με ελληνικό πληθυσμό συντελέστηκε με την κατάληψη της Κρήτης, το 1669. Παρόλο που αποπειράθηκαν να κατακτήσουν τα Επτάνησα, κατάφεραν να υποδουλώσουν μόνο τη Λευκάδα. Τη δε Κέρκυρα, το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων, δεν κατάφεραν ποτέ να την προσαρτήσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι κατάγονταν από Ασιάτες νομάδες πολεμιστές είχαν να διοικήσουν μία αυτοκρατορία, η οποία κατοικούνταν από ένα συνονθύλευμα λαών και θρησκευτικών ομάδων. Το κατόρθωσαν χωρίζοντας τους πληθυσμούς σε millets, ήτοι ενότητες, περισσότερο με βάση το θρήσκευμα παρά την εθνοτική τους προέλευση. Το μεγαλύτερο μετά το μουσουλμανικό millet ήταν το ελληνικό, το οποίο αποτελούνταν ως επί το πλείστον από ελληνόφωνους πληθυσμούς, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμιοί, ήτοι Ρωμαίοι, δηλαδή ως νόμιμοι κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν τους ορθόδοξους πληθυσμούς millet - i Rum ή ελληνικό millet. Αν και το ορθόδοξο millet συγκροτούνταν και από τους λοιπούς ορθόδοξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οικουμενικός πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν ο πρεσβύτερος πατριάρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο αρχηγός της θρησκευτικής κοινότητας, καθώς και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ήταν πάντοτε Έλληνες.

Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς, ραγιάδες. Raya σημαίνει ποίμνιο στην τουρκική γλώσσα. Στο πλαίσιο της ανάδειξης από τους Οθωμανούς της κατωτερότητας της θέσης των ορθοδόξων στην οθωμανική διοίκηση και κοινωνία, οι τελευταίοι υφίσταντο και κάποιους περιορισμούς. Για παράδειγμα, η μαρτυρία ενός χριστιανού δεν λαμβανόταν υπόψη από το δικαστήριο, αν ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία ενός μουσουλμάνου. Ο χριστιανός δεν επιτρεπόταν να οπλοφορεί και αντί να υπηρετεί στον στρατό, όφειλε να πληρώνει έναν ειδικό φόρο, το λεγόμενο χαράτσι. Το πιο δυσβάσταχτο και ταπεινωτικό μέτρο ήταν η υποχρέωση που επιβαλλόταν ανά ακανόνιστες χρονικές περιόδους στις χριστιανικές οικογένειες των Βαλκανίων να παραδίδουν τα ωραιότερα και εξυπνότερα παιδιά τους, προκειμένου να υπηρετήσουν το οθωμανικό κράτος ως επίλεκτα μέλη του στρατού ή ως ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι. Μάλιστα, ιδιαίτερο φόβο προκαλούσε η υποχρέωση των νεοσυλλέκτων να ασπαστούν την ισλαμική πίστη. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρούνταν αποστάτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.

Κατά τον 18ο αιώνα συντελέστηκαν μερικές ιδιαιτέρως σημαντικές αλλαγές στη φύση της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες ενθάρρυναν κάποιους Έλληνες να σχεδιάσουν έναν απελευθερωτικό αγώνα κατά των Οθωμανών. Η εξέλιξη του απελευθερωτικού αυτού κινήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς δεν ήταν μόνο το πρώτο εθνικό κίνημα που εμφανίστηκε σε ένα μη χριστιανικό περιβάλλον, αλλά και το πρώτο εθνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και η επιρροή των Ελλήνων εμπόρων. Ήταν επιχειρηματίες, οι οποίοι κυριαρχούσαν στο εμπόριο της αυτοκρατορίας και εισήγαγαν διάφορα προϊόντα από την Ευρώπη. Στους εμπόρους οφείλεται η πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων, διότι μεταλαμπάδευσαν στους υπόδουλους 'Ελληνες τις ιδέες του Διαφωτισμού. Κάτω από την επιρροή του ουμανισμού οι πρώτοι Έλληνες διανοούμενοι συνειδητοποίησαν ότι είχαν κληρονομήσει κάτι το σεβαστό σε όλον τον δυτικό κόσμο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι Έλληνες άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους με τα ονόματα Αρχαίων Ελλήνων παρά με ονόματα Χριστιανών Αγίων. Μάλιστα, μερικοί μετέτρεψαν και τα δικά τους ονόματα σε αρχαιοελληνικά.

Επίσης, τα κληροδοτήματα των εμπόρων έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς Έλληνες να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης. Εκεί, ήρθαν σε επαφή με τις θεμελιώδεις ιδέες του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και του ρομαντικού εθνικισμού. Ακόμη, συνειδητοποίησαν την εξαιρετική επίδραση που ασκούσε η γλώσσα και ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας στη σκέψη των μορφωμένων Ευρωπαίων της εποχής. Το κίνημα του Διαφωτισμού πυροδότησε τη δημιουργία της έννοιας του έθνους και των πρώτων εθνικών κρατών. Η εθνοτική αντίληψη υπαγορευόταν από ένα σημαντικό ρεύμα του Διαφωτισμού. Ως έθνος θεωρούνταν ο ομόγλωσσος, ομόδοξος και ομόαιμος λαός. Εντός των πνευματικών αυτών ζυμώσεων, οι ορθόδοξοι χριστιανοί συσπειρώθηκαν, αυτοπροσδιορίστηκαν ως Έλληνες και επαναστάτησαν, με σκοπό την απελευθέρωσή τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.