Η ιστορική μέρα των Ιωαννίνων και της Ελλάδας
Μαριλένα Σούκερα
24 Φεβρουαρίου 2021
/ 17:34
Γράφει η Μαριλένα Σούκερα
Μεγάλη ιστορική ημέρα για την Ελλάδα και ειδικότερα για τους Γιαννιώτες η 21η Φεβρουαρίου 1913. Είναι η επέτειος της απελευθερώσεως της πρωτεύουσας της Ηπείρου, των Ιωαννίνων, μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς.
Το γρανιτένιο οχυρό των Τούρκων στο Μπιζάνι λυγίζει. Ο κατακτητής υποχρεώνεται σε παράδοση «άνευ όρων». Τα πολύπαθα, θρυλικά Γιάννενα, «τα πρώτα στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα», όπως τα ονόμασε ο ελληνικός λαός, υποδέχονται τους ηρωικούς νικητές Έλληνες στρατιώτες με συγκλονιστικές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και παραλήρημα χαράς. Τους αγκαλιάζουν, τους φιλούν, γονατίζουν στο πέρασμά τους, κλαίνε ευτυχισμένοι, ζητωκραυγάζουν.
Οι Γιαννιώτες, οι Ηπειρώτες γενικά, και όλοι οι Έλληνες, τραγουδούν συγκινημένοι: «Τα πήραμε τα Γιάννενα μάτια πολλά το λένε/μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε./ Το λένε οι χτύποι κι οι βροντές το λένε και οι καμπάνες/το λένε κι οι χαρούμενες και οι μαυροφόρες μάνες.»
Όμως, χρειάστηκαν σκληροί αγώνες, τρομακτικές θυσίες και άφθονο αίμα, για να ξημερώσει αυτή η μεγάλη ευτυχισμένη ώρα. Τα Γιάννενα, αλλά και όλη η Ήπειρος, παρόλο που είχαν τόσο πλούσια συνεισφορά στην καθολική ανάσταση του γένους, καθυστέρησαν να γευθούν το πολύτιμο αγαθό της λευτεριάς. Δοκίμασαν, μέχρι να’ ρθει η άγια μέρα, πολλές πίκρες και απογοητεύσεις. Όταν το 1881 οι Μεγάλες Δυνάμεις χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, μόνο ένα κομμάτι της Ηπείρου αναγνώρισαν σαν ελληνικό, την Άρτα ως τον ποταμό Άραχθο. Τα Γιάννενα έμεναν υποδουλωμένα.
Η απόφαση αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων έφερε πόνο και σπαραγμό στους Γιαννιώτες. Τη μεγάλη πίκρα των Ηπειρωτών την περιγράφει στο διήγημά του «Χωρισμός» ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης. Η ελεύθερη Ελλάδα βέβαια δεν ξεχνάει τα σκλαβωμένα παιδιά της, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Στο μεταξύ εξέχοντες Ηπειρώτες ιδρύουν στην Αθήνα, την 25η Μαρτίου 1906, την «Ηπειρωτική Εταιρεία», που οργανώνει μυστική απελευθερωτική προετοιμασία με έδρα τα ελληνικά προξενεία στα Γιάννενα, στην Πρέβεζα και στο Αργυρόκαστρο.
Με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων την 4η Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα μπαίνει στον απελευθερωτικό πόλεμο κατά του Τούρκου κατακτητή με δύο μέτωπα: στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού στρέφεται προς τη Μακεδονία με αφετηρία την Ελασσόνα, ενώ μικρότερες δυνάμεις προχωρούν προς την Ήπειρο με ορμητήριο την Άρτα.
Οι δυνάμεις που είχαν διατεθεί αρχικά στον στρατό της Ηπείρου ήταν περιορισμένες. Περιλάμβαναν τρία τάγματα πεζικού, ένα τάγμα εθνοφρουράς, τέσσερα τάγματα ευζώνων, μια ίλη ιππικού, μια ορειβατική μοίρα, μια πεδινή και μια τοπομαχική. Με τη σύνθεση αυτή ο ρόλος του ελληνικού στρατού Ηπείρου στην αρχική φάση του πολέμου ήταν καθαρά αμυντικός.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, τις τουρκικές δυνάμεις, υπό τον Εσάτ Πασά στα Γιάννενα, αποτελούσαν: μια μεραρχία πεζικού, μια ύλη ιππικού, ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού, μια ορειβατική μοίρα και μια ακόμη μεραρχία στρατού που είχε συγκροτηθεί από εφέδρους.
Οι συσχετισμοί δυνάμεων και τα αμυντικά πλεονεκτήματα που διέθετε ο κατακτητής στη φυσική, ορεινή αμυντική γραμμή του και κυρίως στο Μπιζάνι, που είχε οργανωθεί από γερμανική στρατιωτική αποστολή, δεν συνηγορούσαν ακόμη σε ελληνική επιθετική ενέργεια.
Οι αγώνες, όμως, για τη λευτεριά δε συμβαδίζουν πάντα με τους συσχετισμούς δυνάμεων και κατά τα έτη 1912-1913 η φιλελεύθερη ορμή του Ελληνισμού είναι ασυγκράτητη. Το πηδάλιο του Έθνους βρίσκεται σε χέρια εμπνευσμένης και περήφανης πολιτικής ηγεσίας. Ο ελληνικός στρατός ρίχνεται αμέσως στον αγώνα.
Ο ελληνικός στρατός προχωρεί προς τα Γιάννενα, που είναι ο αντικειμενικός του σκοπός και δίνει ηρωικές μάχες στο Γρίμποβο, στα Πέντε Πηγάδια, στα Πεστά. Τέλη Νοεμβρίου του 1912 οι ελληνικές δυνάμεις φτάνουν κοντά στο ισχυρό μέτωπο άμυνας του κατακτητή, μπροστά στο Μπιζάνι. Από την 2η Δεκεμβρίου και μετά εξαπολύουν εναντίον των Τούρκων πολλές επιθέσεις. Το ελληνικό πυροβολικό από την Κανέτα σπέρνει φωτιά και σίδερο στο Μπιζάνι, ενώ γίνονται σφοδρές μάχες μέρα και νύχτα στην Αετοράχη και στη Μανωλιάσα.
Στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου τα πολεμικά πράγματα εξελίσσονται ευνοϊκά για τους Έλληνες. Την 24η Νοεμβρίου απελευθερώνεται το Συρράκο και την 31η Δεκεμβρίου, καθώς ξεψυχάει το 1912, ο στρατός μας μετά από σφοδρές μάχες μπαίνει στο Μέτσοβο. Στην περιοχή της Λάκκας Σουλίου οι επιχειρήσεις του στρατού κατά του εχθρού ενισχύονται από τις ανταρτικές δυνάμεις εθελοντών Ηπειρωτών, που αρχηγός τους είναι ο Δημ. Τ. Νότης Μπότσαρης.
Όμως, το Μπιζάνι, το οποίο δεν είναι ο μοναδικός αντίπαλος του ελληνικού στρατού, αντέχει. Επιπλέον, ο φοβερός, αδυσώπητος χειμώνας, το ανυπόφορο κρύο, ο παγερός άνεμος, οι χιονοθύελλες, οι βροχές και τα κρυσταλλιασμένα χιόνια κάνουν μαρτυρική τη ζωή των στρατιωτών πάνω στον Ολύτσικα, στη Μανωλιάσα, στα Πεστά, στην Αετοράχη. Γίνονται όλοι μαζί ένα τρεμάμενο κουβάρι τις άγριες παγερές νύχτες, ακουμπώντας πλάτη με πλάτη και προσμένοντας με ατέλειωτη ανυπόφορη αγωνία να ξημερώσει. Παροιμιώδης έχει μείνει από τότε η φράση: «Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, μάνα μου τι κρύο κάνει.»
Ένας περήφανος, πατριδολάτρης Έλληνας, στα 52 του χρόνια κατατάσσεται εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, για να πολεμήσει υπέρ της ελευθερίας των Ιωαννίνων. Είναι ο ποιητής και βουλευτής από την Κέρκυρα, Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος πολεμάει ανδρειωμένα με το βαθμό του λοχαγού στο Δρίσκο. Εκεί, τέλη Νοεμβρίου του 1912, τον βρίσκει το φονικό βόλι. Ο γενναίος εθελοντής ξεψυχώντας ψιθυρίζει. «Δεν την έλπιζα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου δια την Ελλάδα.»
Ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου, στις πέντε το πρωί, οι σάλπιγγες του εχθρού σημαίνουν συνθηκολόγηση. Ένας απεσταλμένος των Τούρκων προχωρεί στις ελληνικές γραμμές και παραδίδει σε έναν Έλληνα αξιωματικό το έγγραφο της παράδοσης του οχυρού, που έλεγε: «Ἐξοχώτατον Διοικητὴν τῶν πρὸ Μπιζανίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Ἐξοχώτατε, μὴ δυνηθεὶς να συναποθάνω ἐν μέσω τῶν γραμμῶν τῶν στρατιωτῶν μου καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου μου Εσὰτ, παραδίδω ὑμῖν τὰ φρούρια Μπιζανίου. Πέποιθα ὄτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ὅταν οἵαν ἐπεδείξατο εὐγένειαν καὶ συμπεριφορὰν εἰς τοὺς ἀνδρείους ὑπερασπιστᾶς τῆς Θεσσαλονίκης, θέλει ἐπιδείξει τοιαύτην καὶ εἰς τοῦ ἔτι ὰνδρειωτέρους στρατιώτας μου. Μετὰ τιμῆς, Αλὴ Φουὰτ Βέης».
Ο μέραρχος Δημ. Ιωάννου απευθύνει αμέσως στον στρατό χαρμόσυνο μήνυμα για το νικηφόρο τέλος του αγώνος και δίνει απάντηση στο έγγραφο του Τούρκου διοικητού οχυρών του Μπιζανίου, στο οποίο με λεπτότητα τονίζει: «Ἡ τύχη τῶν ὅπλων ὑπὲρ ἑνὸς κλίνει, αὕτη ηὐνόησε τὰ ἡμέτερα ὅπλα. Εἰς τοὺς ὰνδρείους ὑπερασπιστᾶς τῶν ὀχυρῶν Μπιζανίου, πάσαν τιμὴν καὶ δόξαν ὀφείλεται».
Το Μπιζάνι έχει παραδοθεί χωρίς όρους. Σιγή νεκρική επικρατεί πλέον στο οχυρό που άστραφτε και βρόνταγε τόσο καιρό. Τους πρώτους Έλληνες αξιωματικούς που πατούν στο φρούριο, τους πλησιάζουν Τούρκοι και Τουρκαλβανοί αξιωματικοί. Ένας από αυτούς τους λέγει σε άπταιστα ελληνικά: «Αχ! Κανέτα…Κανέτα!» Με τις λέξεις αυτές εννοούσε την καταστροφή που τους προκάλεσε το βαρύ πυροβολικό του ελληνικού στρατού από την Κανέτα, καθώς τους σφυροκοπούσε συνεχώς επί μέρες. Οι Έλληνες αξιωματικοί είδαν ότι στο στόμιο ενός από τα πυροβόλα των Τούρκων ήταν σφηνωμένη οβίδα του ελληνικού πυροβολικού!
Μετά την υπογραφή της παράδοσης του Μπιζανίου, ο Εσάτ Πασάς παραδίδει τα Γιάννενα και στην πόλη μπαίνει θριαμβευτής ο ελληνικός στρατός. Οι καμπάνες της πόλης ηχούν χαρμόσυνα. Ελληνικές σημαίες κυματίζουν στο Διοικητήριο, στο Κάστρο, στα σπίτια. Στις εκκλησίες ψέλνονται ευχαριστίες στον Θεό. Οι δρόμοι είναι σκεπασμένοι από ένα κατακόκκινο χαλί που σχηματίζεται από τα σχισμένα και πεταμένα φέσια των πρώην σκλαβωμένων. Η πόλη ξύπνησε ελληνική και χριστιανική.
Στίχοι τραγουδιών της δοξασμένης αυτής εποχής καθρεφτίζουν τον ενθουσιασμό της νίκης:
«Ξύπνα καημένε Αλή Πασά
Να δεις τα Γιάννενά σου
Τα πήραμε οι Έλληνες
Δεν είναι πια δικά σου.»
Η άνοιξη του 1913 που γλυκοανατέλλει, είναι η πρώτη ελεύθερη άνοιξη για τα μαρτυρικά Γιάννενα.
Το γρανιτένιο οχυρό των Τούρκων στο Μπιζάνι λυγίζει. Ο κατακτητής υποχρεώνεται σε παράδοση «άνευ όρων». Τα πολύπαθα, θρυλικά Γιάννενα, «τα πρώτα στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα», όπως τα ονόμασε ο ελληνικός λαός, υποδέχονται τους ηρωικούς νικητές Έλληνες στρατιώτες με συγκλονιστικές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και παραλήρημα χαράς. Τους αγκαλιάζουν, τους φιλούν, γονατίζουν στο πέρασμά τους, κλαίνε ευτυχισμένοι, ζητωκραυγάζουν.
Οι Γιαννιώτες, οι Ηπειρώτες γενικά, και όλοι οι Έλληνες, τραγουδούν συγκινημένοι: «Τα πήραμε τα Γιάννενα μάτια πολλά το λένε/μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε./ Το λένε οι χτύποι κι οι βροντές το λένε και οι καμπάνες/το λένε κι οι χαρούμενες και οι μαυροφόρες μάνες.»
Όμως, χρειάστηκαν σκληροί αγώνες, τρομακτικές θυσίες και άφθονο αίμα, για να ξημερώσει αυτή η μεγάλη ευτυχισμένη ώρα. Τα Γιάννενα, αλλά και όλη η Ήπειρος, παρόλο που είχαν τόσο πλούσια συνεισφορά στην καθολική ανάσταση του γένους, καθυστέρησαν να γευθούν το πολύτιμο αγαθό της λευτεριάς. Δοκίμασαν, μέχρι να’ ρθει η άγια μέρα, πολλές πίκρες και απογοητεύσεις. Όταν το 1881 οι Μεγάλες Δυνάμεις χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, μόνο ένα κομμάτι της Ηπείρου αναγνώρισαν σαν ελληνικό, την Άρτα ως τον ποταμό Άραχθο. Τα Γιάννενα έμεναν υποδουλωμένα.
Η απόφαση αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων έφερε πόνο και σπαραγμό στους Γιαννιώτες. Τη μεγάλη πίκρα των Ηπειρωτών την περιγράφει στο διήγημά του «Χωρισμός» ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης. Η ελεύθερη Ελλάδα βέβαια δεν ξεχνάει τα σκλαβωμένα παιδιά της, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Στο μεταξύ εξέχοντες Ηπειρώτες ιδρύουν στην Αθήνα, την 25η Μαρτίου 1906, την «Ηπειρωτική Εταιρεία», που οργανώνει μυστική απελευθερωτική προετοιμασία με έδρα τα ελληνικά προξενεία στα Γιάννενα, στην Πρέβεζα και στο Αργυρόκαστρο.
Με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων την 4η Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα μπαίνει στον απελευθερωτικό πόλεμο κατά του Τούρκου κατακτητή με δύο μέτωπα: στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού στρέφεται προς τη Μακεδονία με αφετηρία την Ελασσόνα, ενώ μικρότερες δυνάμεις προχωρούν προς την Ήπειρο με ορμητήριο την Άρτα.
Οι δυνάμεις που είχαν διατεθεί αρχικά στον στρατό της Ηπείρου ήταν περιορισμένες. Περιλάμβαναν τρία τάγματα πεζικού, ένα τάγμα εθνοφρουράς, τέσσερα τάγματα ευζώνων, μια ίλη ιππικού, μια ορειβατική μοίρα, μια πεδινή και μια τοπομαχική. Με τη σύνθεση αυτή ο ρόλος του ελληνικού στρατού Ηπείρου στην αρχική φάση του πολέμου ήταν καθαρά αμυντικός.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, τις τουρκικές δυνάμεις, υπό τον Εσάτ Πασά στα Γιάννενα, αποτελούσαν: μια μεραρχία πεζικού, μια ύλη ιππικού, ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού, μια ορειβατική μοίρα και μια ακόμη μεραρχία στρατού που είχε συγκροτηθεί από εφέδρους.
Οι συσχετισμοί δυνάμεων και τα αμυντικά πλεονεκτήματα που διέθετε ο κατακτητής στη φυσική, ορεινή αμυντική γραμμή του και κυρίως στο Μπιζάνι, που είχε οργανωθεί από γερμανική στρατιωτική αποστολή, δεν συνηγορούσαν ακόμη σε ελληνική επιθετική ενέργεια.
Οι αγώνες, όμως, για τη λευτεριά δε συμβαδίζουν πάντα με τους συσχετισμούς δυνάμεων και κατά τα έτη 1912-1913 η φιλελεύθερη ορμή του Ελληνισμού είναι ασυγκράτητη. Το πηδάλιο του Έθνους βρίσκεται σε χέρια εμπνευσμένης και περήφανης πολιτικής ηγεσίας. Ο ελληνικός στρατός ρίχνεται αμέσως στον αγώνα.
Ο ελληνικός στρατός προχωρεί προς τα Γιάννενα, που είναι ο αντικειμενικός του σκοπός και δίνει ηρωικές μάχες στο Γρίμποβο, στα Πέντε Πηγάδια, στα Πεστά. Τέλη Νοεμβρίου του 1912 οι ελληνικές δυνάμεις φτάνουν κοντά στο ισχυρό μέτωπο άμυνας του κατακτητή, μπροστά στο Μπιζάνι. Από την 2η Δεκεμβρίου και μετά εξαπολύουν εναντίον των Τούρκων πολλές επιθέσεις. Το ελληνικό πυροβολικό από την Κανέτα σπέρνει φωτιά και σίδερο στο Μπιζάνι, ενώ γίνονται σφοδρές μάχες μέρα και νύχτα στην Αετοράχη και στη Μανωλιάσα.
Στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου τα πολεμικά πράγματα εξελίσσονται ευνοϊκά για τους Έλληνες. Την 24η Νοεμβρίου απελευθερώνεται το Συρράκο και την 31η Δεκεμβρίου, καθώς ξεψυχάει το 1912, ο στρατός μας μετά από σφοδρές μάχες μπαίνει στο Μέτσοβο. Στην περιοχή της Λάκκας Σουλίου οι επιχειρήσεις του στρατού κατά του εχθρού ενισχύονται από τις ανταρτικές δυνάμεις εθελοντών Ηπειρωτών, που αρχηγός τους είναι ο Δημ. Τ. Νότης Μπότσαρης.
Όμως, το Μπιζάνι, το οποίο δεν είναι ο μοναδικός αντίπαλος του ελληνικού στρατού, αντέχει. Επιπλέον, ο φοβερός, αδυσώπητος χειμώνας, το ανυπόφορο κρύο, ο παγερός άνεμος, οι χιονοθύελλες, οι βροχές και τα κρυσταλλιασμένα χιόνια κάνουν μαρτυρική τη ζωή των στρατιωτών πάνω στον Ολύτσικα, στη Μανωλιάσα, στα Πεστά, στην Αετοράχη. Γίνονται όλοι μαζί ένα τρεμάμενο κουβάρι τις άγριες παγερές νύχτες, ακουμπώντας πλάτη με πλάτη και προσμένοντας με ατέλειωτη ανυπόφορη αγωνία να ξημερώσει. Παροιμιώδης έχει μείνει από τότε η φράση: «Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, μάνα μου τι κρύο κάνει.»
Ένας περήφανος, πατριδολάτρης Έλληνας, στα 52 του χρόνια κατατάσσεται εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, για να πολεμήσει υπέρ της ελευθερίας των Ιωαννίνων. Είναι ο ποιητής και βουλευτής από την Κέρκυρα, Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος πολεμάει ανδρειωμένα με το βαθμό του λοχαγού στο Δρίσκο. Εκεί, τέλη Νοεμβρίου του 1912, τον βρίσκει το φονικό βόλι. Ο γενναίος εθελοντής ξεψυχώντας ψιθυρίζει. «Δεν την έλπιζα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου δια την Ελλάδα.»
Ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου, στις πέντε το πρωί, οι σάλπιγγες του εχθρού σημαίνουν συνθηκολόγηση. Ένας απεσταλμένος των Τούρκων προχωρεί στις ελληνικές γραμμές και παραδίδει σε έναν Έλληνα αξιωματικό το έγγραφο της παράδοσης του οχυρού, που έλεγε: «Ἐξοχώτατον Διοικητὴν τῶν πρὸ Μπιζανίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Ἐξοχώτατε, μὴ δυνηθεὶς να συναποθάνω ἐν μέσω τῶν γραμμῶν τῶν στρατιωτῶν μου καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου μου Εσὰτ, παραδίδω ὑμῖν τὰ φρούρια Μπιζανίου. Πέποιθα ὄτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ὅταν οἵαν ἐπεδείξατο εὐγένειαν καὶ συμπεριφορὰν εἰς τοὺς ἀνδρείους ὑπερασπιστᾶς τῆς Θεσσαλονίκης, θέλει ἐπιδείξει τοιαύτην καὶ εἰς τοῦ ἔτι ὰνδρειωτέρους στρατιώτας μου. Μετὰ τιμῆς, Αλὴ Φουὰτ Βέης».
Ο μέραρχος Δημ. Ιωάννου απευθύνει αμέσως στον στρατό χαρμόσυνο μήνυμα για το νικηφόρο τέλος του αγώνος και δίνει απάντηση στο έγγραφο του Τούρκου διοικητού οχυρών του Μπιζανίου, στο οποίο με λεπτότητα τονίζει: «Ἡ τύχη τῶν ὅπλων ὑπὲρ ἑνὸς κλίνει, αὕτη ηὐνόησε τὰ ἡμέτερα ὅπλα. Εἰς τοὺς ὰνδρείους ὑπερασπιστᾶς τῶν ὀχυρῶν Μπιζανίου, πάσαν τιμὴν καὶ δόξαν ὀφείλεται».
Το Μπιζάνι έχει παραδοθεί χωρίς όρους. Σιγή νεκρική επικρατεί πλέον στο οχυρό που άστραφτε και βρόνταγε τόσο καιρό. Τους πρώτους Έλληνες αξιωματικούς που πατούν στο φρούριο, τους πλησιάζουν Τούρκοι και Τουρκαλβανοί αξιωματικοί. Ένας από αυτούς τους λέγει σε άπταιστα ελληνικά: «Αχ! Κανέτα…Κανέτα!» Με τις λέξεις αυτές εννοούσε την καταστροφή που τους προκάλεσε το βαρύ πυροβολικό του ελληνικού στρατού από την Κανέτα, καθώς τους σφυροκοπούσε συνεχώς επί μέρες. Οι Έλληνες αξιωματικοί είδαν ότι στο στόμιο ενός από τα πυροβόλα των Τούρκων ήταν σφηνωμένη οβίδα του ελληνικού πυροβολικού!
Μετά την υπογραφή της παράδοσης του Μπιζανίου, ο Εσάτ Πασάς παραδίδει τα Γιάννενα και στην πόλη μπαίνει θριαμβευτής ο ελληνικός στρατός. Οι καμπάνες της πόλης ηχούν χαρμόσυνα. Ελληνικές σημαίες κυματίζουν στο Διοικητήριο, στο Κάστρο, στα σπίτια. Στις εκκλησίες ψέλνονται ευχαριστίες στον Θεό. Οι δρόμοι είναι σκεπασμένοι από ένα κατακόκκινο χαλί που σχηματίζεται από τα σχισμένα και πεταμένα φέσια των πρώην σκλαβωμένων. Η πόλη ξύπνησε ελληνική και χριστιανική.
Στίχοι τραγουδιών της δοξασμένης αυτής εποχής καθρεφτίζουν τον ενθουσιασμό της νίκης:
«Ξύπνα καημένε Αλή Πασά
Να δεις τα Γιάννενά σου
Τα πήραμε οι Έλληνες
Δεν είναι πια δικά σου.»
Η άνοιξη του 1913 που γλυκοανατέλλει, είναι η πρώτη ελεύθερη άνοιξη για τα μαρτυρικά Γιάννενα.