Πάσχα - Έθιμα σε πόλη και σε ύπαιθρο - Παλαιές και σύγχρονες, γνωστές και λιγότερο εθιμικές πτυχές της κορφιάτικης Λαμπρής

Ε, συ... Που διαβάζεις ετούτες τις αράδες. Ντόπιε ή ταξιδευτή... Αν δε στο είπαν, ξέρε το: Ευτυχισμένος άνθρωπος, μετριέσαι... Που μπορείς και είσαι εδώ... Έτοιμος να δεις. Ν’ ακούσεις. Να το νιώσεις... Το πανηγύρι των αισθήσεων.

Το Άγιο, το απρόσμενο. Ετούτο... Το παθιασμένο, το διαυγές. Το αξιόμισθο. Το εκλεπτισμένο, τ’ απόκοσμο κι απρόσμενο... Τις μυρωδιές της πασχαλιάς... Της Παναγιάς το μοιρολόι... Την πρώτη, βαριά νότα απ’ το κρύο μέταλλο του χάλκινου... Τη λύτρωση στον χτύπο των ενδέκατο... Το φως... Κι άλλο φως... Ίσαμε το θάμα... Και σαν τελειώσουνε οι μέρες και φύγεις πάλι για τα μέρη σου, να έχεις να το λες: «Κάπου... κάποτε, σ’ έναν τόπο ευλογημένο, ζωσμένο από ήλιο κι ομορφάδα, μ’ αξίωσε και μένα ο Θεός... Μια φορά μου, έστω μία, να το ζήσω. Το Πάσχα˙ των Φαιάκων, Πάσχα. Με το δικό του, διαχρονικά, εθιμικό. Κάποιες πτυχές δεν επιβίωσαν στο χρόνο. Άλλες, το κατάφεραν. Κάποιες, προέκυψαν μεσόδιαβα. Γνωστές τους όλες; Όχι. Όπως και να ‘χει, πλην όσων αναφέρονται αλλού (καταόλι, ταχυσφαγή κ.λπ.), το εθιμικό γαϊτανάκι της κερκυραϊκής Λαμπρής είχε ανέκαθεν τη δική του ιδιαιτερότητα. Το «κάδρο» της, ΕΝ... τάχει!
ΛΑΖΑΡΙΤΣΕΣ-ΚΑΛΑΝΤΑ
Σ’ εξέλιξη πανάρχαιου, βλαστικού εθίμου, σχετικού με την αναγέννηση της φύσης... Σάββατο Λαζάρου, κάποιος με κόκκινη μπλούζα, κορδέλες και βαστώντας κοντάρι με δεμένα μαντήλια, κούκλες, φυλακτά κ.λπ. (και, στην κορφή, σκαλιστό «το Λάζαρο») γύριζε τα σπίτια, έλεγε «τα κάλαντα» (< αρχ. αγερμοί < βυζ. παινέματα), μαζί με δυο oργανοπαίκτες και οι νοικοκύρηδες «αγόραζαν» ένα πραματσούλι - φυλακτό, δίνοντας όβολο ή κέρασμα. Στην Επίσκεψη τα έλεγαν το βράδυ («Καλησπέρα σας, καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα Βαϊα...»). Ενώ αργότερα, εμφανίστηκαν παιδιά - καλαντιστές (τα κορίτσια, «Λαζαρίτσες»), με καλαθάκι και στολισμένα με κλάρες και λουλούδια (αναβίωση σε Αγ. Ματθαίο, πόλη).
ΜΑΣΤΕΛΑ
Το έθιμο των πινιατόρων (αχθοφόρων) της Πίνιας. Ξύλινο βαρέλι, στολισμένο με μυρτιές και δάφνες και νερό έως τη μέση (συμβολικά προς την πορεία του Ιησού προς Ιερουσαλήμ / Ανάσταση Λαζάρου), όπου μετά την πρώτη Ανάσταση (Μ. Σάββατο) οι παλαιοί φακίνοι έριχναν κάποιον περαστικό (τα τελευταία χρόνια πίπτει είς, «ο Σπύρος»), που κατέβρεχε το λαό κι έπαιρνε τα κέρματα που έριχνε ο κόσμος, «για το καλό», όλο το Μεγαλοβδόμαδο. Το νερό, σε σχέση, κατ’ εκδοχή, με το «νίπτω τας χείρας» του Π. Πιλάτου – σχετικό και το σχόλιο Κλήμη πως το πρωί τα γυναικόπαιδα νίβονταν μόνο μετά την πρώτη Ανάσταση (παλαιότερα, στη θάλασσα), μένοντας ασκούπιστα στο υπόλοιπο της μέρας.
ΙΕΡΟΣ ΝΙΠΤΗΡ
Επί Ενετοκρατίας, η (βυζαντινής προέλευσης) τελετή του Ι. Νιπτήρος (αναπαράσταση νίψης ποδιών Μαθητών απ’ τον Ιησού), μαρτυρείται, ως διακριτό μέρος της ακολουθίας, και απ’ τον ορθόδοξο κλήρο. Tip: με στοιχεία «θεατρικού δρωμένου», στο «κέντρο της αγοράς» (έναντι Annunziata), παρουσία των ενετικών αρχών (Νικηφόρου). Συμμετείχαν ο Μ. Πρωτοπαπάς (επικεφαλής, ως Ιησούς), η Ιερή Πεντάς / Ι. Τάγμα (Σακελλάριος, Αρχιμανδρίτης κ.λπ.) και, ως τη συμπλήρωση των 12 (μαθητών), λοιπά μέλη του Ι. Τάγματος ή ιερείς εκτός αυτού (στο Λατινικό εθιμικό, τους μαθητές παρίσταναν πτωχοί, τους οποίους κατόπιν ελεημονούσαν). Σύνηθες «αγκάθι»; Ο ρόλος του Ιούδα˙ γιατί ο λαός τους... ταύτιζε!
ΤΡΙΖΟΝΙΑ
Ή «ροκάνες». Απόγευμα Μ. Πέμπτης, στους Αγ. Δέκα... Με πάντα συνοδευτικά υφέρπουσα την, κατά παράδοση, συμβολιστική σημασία του θορύβου ως εξαγνιστικό μέσο του κακού, κατά μία εκδοχή (ανεπιβεβαίωτη), καθιερώθηκε τον 18ο αι. (Ενετοκρατία), όταν οι -θρησκευτικά κρατούντες- καθολικοί «χήρεψαν τις (ορθόδοξες) καμπάνες». Έτσι, λέει, τα χωριατόπαιδα, με ξύλινα, αυτοσχέδια χτυπητήρια στα χέρια, στέκονταν στο κοίλωμα του -γνωστού στους ντόπιους- βράχου Σκαφιδούλι (με την κάποτε ζωγραφιστή εικόνα «Μητρός και Υιού», δια χειρός Αλ. «Φραγκούλη» Σαββάτη ) και ψέλνοντας μαζί το «Αι γενεαί πάσαι», αναλάμβαναν να «ξυπνήσουν» του ορθόδοξους ντόπιους, να πάν’ στην εκκλησιά.
ΓΑΪΤΑΝΙ
Μ. Πέμπτη, βράδυ, κατά τη συρτή, καρτερική ανάγνωση των Ευαγγελίων, καθισμένες στο στασίδι, οι γυναίκες στα χωριά έπλεκαν με το κροσσοβέλονο κορδόνι με κλωστές, το γαϊτάνι: για κάθε Ευαγγέλιο (όταν ακουγόταν, έπαυαν), ένας κόμπος - το όλον, 12. Ως φτιάξη εντός της εκκλησιάς, αυτή τη μέρα κι ώρα, το θεωρούσαν θεραπευτικό - προστατευτικό: από αρρώστιες, βασκανία κ.λπ. Ειδικά, δε, το (ένα) γαϊτάνι με μαύρη κλωστή, το φορούσαν κατόπιν στον χειροκαρπό των μωρών - παιδιών, «για να μην τα βαραίνει ο καταραμένος ο “ίσκιος”» (> πνιγαλίων, αρχαίο κακοποιό πνεύμα, που, όπως πίστευαν, την ώρα του ύπνου, καθόταν στο στήθος και το λαιμό των μικρών, για να τα πνίξει). Δοξασίες...
ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Σώσμα, μέσω Χυτήρη, του Α. Arnault («Απομνημονεύματα ενός εξηντάρη»), συμβούλου του στρατηγού, A. Gentili, επί Δημοκρατικών Γάλλων (1797-’99)... Βράδυ, γράφει, Μ. Πέμπτης, μαζεύονταν στις γειτονιές κορίτσια με τ’ όνομα «Μαρία» (και σε μονό, απαραιτήτως, αριθμό) και μόλις η καμπάνα του Αγίου σήμαινε μεσάνυχτα, έπιαναν να κόψουν, ράψουν, πλύνουν, στεγνώσουν, σιδερώσουν ένα ανδρικό πουκάμισο. Ως τη φέξη (Μ. Παρασκευή) έπρεπε να είναι έτοιμο. Για να το δώσει δώρο, έπειτα, η, κάθε φορά, πρωτοστάτης της συγκέντρωσης, στ’ αγαπημένο της πρόσωπο, καθόσον, λέει, το... μαγικό τούτο πουκάμισο τον έκανε γενναίο κι άτρωτο «στη σφαίρα και το σίδερο». Οι ρίζες, άγνωστες...
ΜΠΟΜΠΟΛΙΑ
Μ. Παρασκευή, Βαρυπατάδες... Κατά μήκος της διαδρομής του Επιταφίου του χωριού (Αγ. Στεφάνου_, οι ντόπιοι τοποθετούν εκατοντάδες (εγκαταλελειμμένα ή αδειασμένα) κελύφη σαλιγκαριών (άφθονα στην εξοχή, τη «νωπή» άνοιξη), τα οποία, πριν, έχουν μαζέψει, πλύνει και διαμορφώσει εσωτερικά σε καντηλάκια, με λάδι και βαμβάκι (καντηλίθρα, φιτίλι). Θέαμα μοναδικό, κατανυκτικό, που αναβίωσε αισθητά τα τελευταία χρόνια. Tip: η λέξη μπόμπολος (κερκ. σαλιγκάρι) προέρχεται απ’ το αρχαιοελ. μολγός (σακί / τσάντα από κατεργασμένο δέρμα, που κουβαλούσαν στην πλάτη) > Κ. Ιταλ. μπόλγια > μπόλγος > μπόλος (αλλά και μπόγος) > μπόμπολος (πληθ. μπομπόλοι ή μπομπόλια).
ΣΕΙΣΜΟΣ-ΑΥΓΙΝΟ
Αχάραγα, Μ. Σάββατο (06.00). Στον Ι.Ν. Παναγίας των Ξένων (Πλακάδα), μετά «τους Αποστόλους», αναπαρίσταται ο -περιγραφόμενος στις Γραφές- σεισμός στον Πανάγιο Τάφο, κατά την Ανάσταση, με τεχνητό, δια χειρός - ποδιών, θόρυβο, κούνημα εικόνων, καντηλιών, στασιδίων (βλ. και σε Άγ. Ιάκωβο Παξών / Φοντάνα). Plus: στην ύπαιθρο, κατά την πρωϊνή, αναστάσιμη λειτουργία, στο «Άρατε πύλες… ελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» (κγ’ Ψαλμ. Δαυίδ), ο νεωκόρος φωνάζει από μέσα «δεν ανοίγω» ή «τις εστίν ο βασιλεύς της δόξης;». Ο (εκτός ναού) ιερέας, κλωτσά τη θύρα και ο νεωκόρος, ψάλλοντας «εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου», ανοίγει τις πύλες για να εισέλθει πανηγυρικά το εκκλησίασμα.
ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ
Άνω Πλατεία, μεσάνυχτα Μ. Σαββάτου, «Χριστός Ανέστη» και... η φαντασμαγορία των πυροτεχνημάτων! Εξέλιξη της, απ’ τον 17ο αι., γνωστής χρήσης, κατά τις θρησκευτικές - δημόσιες τελετές, εκρηκτικών μηχανισμών - βεγγαλικών˙ «φωτιαίς με την πούλβεριν», αναφέρει τεκμήριο του 1725. Συν τα «μάσκουλα» της υπαίθρου (μεταλλικοί σωλήνες, που γωμόνονταν με πυρίτιδα και στο στόμιο τους έχωναν μια «κουτσούνα» / καλαμπόκι, η οποία, με την πυροδότηση, έσκαγε με κρότο). Κι εδώ, η έννοια του, δια του θορύβου, εξαγνισμού του κακού, ευκρινής. PLUS: Άτυπα, ως το έμπα του 20ού αι., απαντάται το, δια πυροβολισμών, «βάρβαρον συνήθειον καταδιώξεως των κυνών». Ειδικά της Πορταριάλας...
ΤΑΜΕΝΟΙ
ΦΩΤΟ@ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Στέκι τους, παλαιά, ο «Ζήσιμος». Αργότερα, δεξιότερα - τρίστρατο Λιστόν. Κυριακή πρωί, παρόντες άπαντες στις αναστάσιμες περιφορές της πόλης, τότε, λέει, που η βουή του «κοσμοπολίτικου» Πάσχα έχει κοπάσει και ήταν, πια, η ώρα για τη Λαμπρή των... Κερκυραίων. Ντόπιοι ή Κερκυραίοι της... ξενιτιάς, «ανώνυμοι» ή «επώνυμοι» (βλ. τον μουσικοσυνθέτη, Γ. Κατσαρός), η μάζωξή τους, με τα χρόνια, έγινε άτυπο συνήθιο. Ώσπου παγιώθηκε, εθιμικά. Σαν «τάμα στον Άγιο». Εξ ου και «οι Ταμμένοι». Τα τελευταία χρόνια, ως κανονικός σύλλογος, με Δ.Σ. Με extra ίδιον «την κερκυραϊκή ευθυμία μας, την πρακτική των κερκυραϊκών παρόλων, των αστειευμάτων, της ουσιαστικής επαφής...»
Κυρίαρχο στοιχείο του... μενού, οι πένθιμες μάρτσιες των Φιλαρμονικών, στην περιφορά των επιταφίων (Μ. Παρασκευή - Μ. Σάββατο). Η Φ.Ε.Κ. (Παλαιά), άρρηκτα δεμένη με το «Adagio» του Τ. Αlbinoni (1671-1751) και τον «Amleto» του F. Faccio (1840-1891). Συν, την τελευταία τριετία, τη σύνθεση του νυν Αρχιμουσικού της, Σπ. Προσωπάρη, «Εις Άδου Κάθοδος». Η «Μάντζαρος», με τα... κλασικά «Marcia Funebre» (G. Verdi, 1813-1901), «Calde Lacrimae» (Ch. De Michelis) και «Βασίλειο του Πλούτωνα» (Δ. Ανδρώνη, 1866-1918) plus τα... νεώτερα (2016 κ.ε.) «La Madruga» (A. Moreno Gomez, 1944) και «Aranjuez» (J Rodrigo, 1901-1999). Η, δε, «Καποδίστριας», με τα «Sventura» (G. Mariani, 1840-1904), «Elegia Funebre» (Γ. Περούλη, 1921-2001) και «Το Πεπρωμένο» (Μ. Μιχαλόπουλου).
Η ΘΡΑΥΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΤΗΔΩΝ
Το πιο «τουριστικό» icon του κερκυραϊκού Πάσχα˙ το έθιμο των μπότηδων, μετά την πρώτη Ανάσταση. Με πυρήνα τον, δια του θορύβου, ‘ξορκισμό των κακών πνευμάτων - εξευμενισμό της αναγέννησης, η πρωτογενής του ρίζα χάνεται μεταξύ του αρχαίου ταφικού συνήθειου της θραύσης πήλινων κατά την έξοδο της σορού από το σπίτι και του παγανιστικού (αρχές βλαστικής περιόδου) πετάγματος των παλαιών κανατιών. Πέρασε, μεθοδολογικά, Βυζάντιο. Ρωμαίους. Δύση. Συνάντησε -ή προκάλεσε- το ενετικό χούι να πετούν, Πρωτοχρονιά, τα παλιοπράγματα απ’ τα σπίτια, για να φέρει νέα, ο «φρέσκος» χρόνος. Κι όταν προέκυψε η ανάγκη ενσωμάτωσης στ’ ορθόδοξο (πασχαλινό) εθιμικό, βρήκε απανέμι στα κιτάπια των «Ψαλμών Β’ - Αι Μεγάλαι Ώραι»...
«Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς...»
Πρώτη Ανάσταση. Έθιμο παλαιό, εντυπωσιακό, ενίοτε φοβιστικό [«εστραβοστόμησαν με το να μην τους είδαν ειδοποιήσει» (1)], κάποτε ατυχές (με «μια ξέστα, του άνοιξαν το κεφάλι»), τακτικά μετ’ απαγορεύσεων («ειδοποίησις δια σάλπιγγος... απαγορεύεται το ρίψιμον αντικειμένων»), αλλά και μ’ έναν λιγότερο γνωστό συμβολισμό: «Από των παραθύρων έπιπτον συντριβόμενα αγγεία εις εμπαιγμόν του Ιούδα του Ισκαριώτου και ως σύμβολον του λιθοβολισμού των Εβραίων» (2 / πρβλ. και «Καύση Ιούδα»). Ίσχυε: παλαιά, η ρίψη συνδεόταν με τους Ιουδαίους. Με κατάρες, πετροβολισμούς ή... πιστολιές, γεγονός, που, οδηγούσε σε... απαγόρευση εξόδου τους απ’ την Οβραϊκή, ακόμη και όλη τη Μ. Εβδομάδα˙ σίγουρα Μ. Παρασκευή και Σάββατο, όταν «οι χριστιανοί αγυιόπαιδες εθεώρουν καθήκον των να τους σπάσουν το κεφάλι ή, τουλάχιστον, να ανταποδώσουν το ράπισμα, όπερ έλαβεν ο Ιησούς εν τη αυλή του Αρχιερέως» (3).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: (1) Π. Σαμαρτζής, «Καθημερούσιαι ειδήσεις, ΕΛΙΑ, 2000 • (2) Γ. Σιέττος, «Έθιμα στις γιορτές», Πειραιάς, 1975 • (3) N.Δ. Mάμαλος, «Η αδελφότητα των μπότηδων», εφ. «Ενημέρωση», 27/4/2019.
CREDITS (ΒΑΣΙΚΗΣ ΦΩΤΟ): AΛEΞΑΝΔΡΟΣ ΜΕΛΙΔΗΣ
Εικόνα - τοτέμ των ημερών, πλην του «Σταυρού» στην κορυφή του Παλ. Φρουρίου, τα φωτισμένα, μωβ, φανάρια της πόλης. Και δη εκείνων του Λιστόν...
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1978. Πτυχιούχος Φιλολογίας (Φιλοσοφική Σχ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2001) και δημοσιογραφίας (New York College, 2002), θήτευσε επί 12ετία στην Αθήνα, με κύριες αναφορές τις εφημερίδες Αθλητική Ηχώ (2001-’08) και Εξέδρα / Δ.Ο.Λ. (2008-‘11) συν σειρά συνεργασιών με ιστοσελίδες και περιοδικά. Επιστρέφοντας Κέρκυρα, διετέλεσε υπεύθυνος Γραφείου Τύπου στις ΠΑΕ ΑΟ Κέρκυρα και ΑΟ Κασσιώπης (Super League). Συνδημιουργός και αρχισυντάκτης των ιστοσελίδων Corfusports (2011) και Corfustories (2020), της εφημερίδας Corfupress / Corfusports (2016) και των free press mag. Corfu Magazine (2017) και Corfu Stories (2018), μετά τη συνεργασία του με την Καθημερινή Ενημέρωση (2019-’20), επέστρεψε στον όμιλο Ενημέρωση το ’21, λόγω… ΕΝ-The Magazine. Eίναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ (βραβείο «Χρ. Σβολόπουλος», 2010).