Οι χελώνες του Αγγλικού Νεκροταφείου

Μόνο κάτι αλαφροΐσκιωτοι, πατώντας τα μάρμαρα από τα νέα μέγαρα, ακούν τους ψιθύρους των κεκοιμημένων.

Στον τόπο αυτόν επέρασαν πολλοί. Πολλοί κι αυτοί που κοιμήθηκαν αιώνια, υποκύπτοντας στην κοινή ανθρώπινη μοίρα, είτε από τέλος φυσικό, απαλά, στο κρεβάτι, στο τέλος μιας γεμάτης ζωής με παιδιά κι αγγόνια γύρω από το κρεβάτι να κρατάνε τα χέρια, να σφαλίζουν τα μάτια, είτε ξαφνικά, άκαιρα, θαρρείς χωρίς λόγο, όπως η φρέσκια παπαρούνα την ώρα του θερισμού αποκεφαλίζεται από το δρεπάνι μαζί με το στάχυ• κι άλλοι βίαια, από πράξεις σκληρότητας που ξεκληρίζουν τους ανθρώπους από την αυγή της Ιστορίας, από το πιστόλι, το μαχαίρι, τη μάνητα, την εκδίκηση. Κι από άλλες πράξεις ακόμη πιο σκοτεινές, ανομολόγητες, από αυτές που κλείνεις τα μάτια και φωνάζεις μόνος σου ξυπνώντας από όνειρο κακό τη νύχτα, ιδρωμένος, τρέμοντας, χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις κάτι τόσο άσκημο και σκοτεινό (που κι αυτό όμως, φορές – φορές συνοδεύει τη θνητή μας φύση).
Κι όλοι αυτοί κοιμούνται κάτω από την πόλη, την πόλη την αδηφάγα, που στο διάβα της γκρέμισε τις παλιές της νεκροπόλεις και από πάνω έχτισε τους σκελετούς της νέας ζωής.
Μόνο κάτι αλαφροΐσκιωτοι, πατώντας τα μάρμαρα από τα νέα μέγαρα, ακούν τους ψιθύρους των κεκοιμημένων. Μόνο αυτοί ακούν την κρυφή ιστορία της πόλης που οι πιότεροι αποφεύγουν. Αυτοί ξέρουν κι αφουγκράζονται τις ιστορίες που θρηνούνε οι παλιοί τοίχοι. Αφήνουν ένα μικρό λουλουδάκι γιασεμιού στο σοκάκι που σκότωσαν βίαια ένα μικρό κορίτσι• αποστρέφουν το βλέμμα ή κάνουν το σημείο του σταυρού σε ένα σταυροδρόμι που μόνο αυτοί γνωρίζουν ότι εκεί κάποιος πέθανε αβοήθητος μετά από πράξεις πρωτοφανούς βιαιότητας.
Και την ώρα του δειλινού είναι πάντα λίγο ανήσυχοι, όχι όπως θλίβεται η πλειοψηφία που συλλογιέται συχνά το θάνατο την ώρα του σούρουπου, αλλά επειδή περιμένουν ότι όλο και κάποιος νέος επισκέπτης από τη χώρα των σκιών θα τους επισκεφθεί εκείνο το βράδυ για να τους διηγηθεί την δική του ιστορία.
Στο Αγγλικό Κοιμητήριο της πόλης εκείνη την ώρα βολτάρουν οι χελώνες. Οι χελώνες είναι πιο παλιές από την νεκρόπολη. Η μητέρα – χελώνα θυμάται ακόμη μέσα από τα γλαυκά της μάτια τον πρώτο λάκκο που έσκαψαν οι άνθρωποι ξεριζώνοντας το θάμνο κάτω από τον οποίο κοιμόταν. Δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα, απλά μετακινήθηκε κάτω από τον επόμενο θάμνο αφήνοντάς τους να τελειώσουν το έργο τους.
Οι άνθρωποι χάρηκαν αντικρίζοντας αυτόν το συμβολισμό μακροζωίας μέσα στο νεκροταφείο, ευχόμενοι οι νέοι νεκροί να είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον έναν πλήρη κύκλο στον κόσμο τούτο. Και τα χελωνάκια που έκτοτε πολλαπλασιάστηκαν παρακολουθούσαν συχνά τις κηδείες πάνω στις γειτονικές ταφόπλακες περιμένοντα να τελειώσουν οι τελετές και να συνεχίσουν την ράθυμη ζωή τους.
Την ώρα λοιπόν του δειλινού βολτάρουν οι χελώνες ανάμεσα στα μνήματα. Τα καβούκια τους γυαλίζουν από την βραδινή υγρασία. Τα μικρά τους βήματα ορίζουν το χώρο. Έχουν να πουν τόσο πολλές ιστορίες αλλά πιστεύω ότι η σταθερή τους, άχρονη παρουσία μετράει πιο πολύ από κάθε άλλη πληροφορία.
Τατιάνα Ζερβοπούλου
ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ