Από μικρό κορίτσι ήθελα να παντρευτώ τον Άη Βασίλη. Ναι! Ναι! αυτό ήθελα!
Δεν με πείραζε η μεγάλη διαφορά ηλικίας. Όχι καθόλου. Σάμπως η κυρία Μαρία που μένει στον πρώτο όροφο δεν έχει μεγάλο άνδρα με άσπρα μαλλιά και μούσια;
Και αυτός δουλεύει κάπου μακριά και έρχεται κάθε Χριστούγεννα. Γεμάτος δώρα. Γούνες, χρυσαφικά, γλυκίσματα. Το πρώτο που ονειρευόμουνα ως γυναίκα του Αη Βασίλη ήταν που θα είχα τα ξωτικά παρέα.
Η γιαγιά μου με έλεγε αναράϊδα. Έτσι φανταζόμουνα να παίζω μαζί τους έστω μια φορά το χρόνο. Να γνωρίσω επιτέλους τους συγγενείς μου. Δεν ένιωθα καλά με τα παιδιά της ηλικίας μου. Ήμουν διαφορετική. Επιθυμούσα να μαγαρίσω τα φαγιά της κ. Μαρίας. Γιατί πολύ ζηλεύω τα κρέατα που ψήνονται στο φούρνο της. Η μάνα μου μαγειρεύει μόνο παστιτσάδο.
Να μαγαρίσω τους κουραμπιέδες που μοσκομυρίζουν στον φωταγωγό φρέσκο βούτυρο. Της μάνας μου δεν μοσκοβολούσαν τόσο όμορφα. Λες να έφταιγε το φτηνό βούτυρο;
Θα με πήγαινε και καμιά βόλτα με το έλκηθρο και τους τάρανδους σε εκείνα τα χιόνια που δύσκολα τα βρίσκεις στα μέρη μας. Ζήλευα και τα περίτεχνα κέρατα του ελαφιού.
Θα είχα πολλά στο μέλλον. Τότε δεν το ήξερα.
Θα τύλιγα όλα εκείνα τα δώρα με χρυσά και κόκκινα περιτυλίγματα. Και κορδέλες. Και θα έδινα χαρά σε όλα τα παιδάκια.
Και κάποιο θα έμενε και για μένα. Γιατί εγώ δεν βρήκα ποτέ κανένα δώρο. Ίσως γιατί δεν είχαμε τζάκι αλλά σόμπα πετρελαίου. Θα έτρωγα μαζί του όλα τα μπισκότα που άφηναν τα παιδάκια στο τζάκι το βράδυ της επίσκεψης του. Στην εφηβεία άρχισα να παραιτούμαι από αυτό το όνειρο. Μεγάλωνα σε μια κοινωνία που άλλαζε και η γυναίκα δεν εξαρτιόταν από τον άνδρα της. Ή τουλάχιστον είχε επιλογές.
Έτσι κατέληξα πολύ γρήγορα να γίνω μια ανεξάρτητη γυναίκα, πρωταγωνίστρια της ζωής μου. Αυτό που άξιζα και αξίζει κάθε γυναίκα. Άσε που έμαθα ότι δεν υπάρχει Αη Βασίλης
ΒΟΥΛΑ ΤΖΙΛΙΑΝΟΥ