Αννη Νούνεση - "Αγιε μου... "
«Όποιος δεν αγαπάει την Κέρκυρα και τηνε βλάφτει να τονε καταραστείς να μη συφτάκει να βρει από ‘δώ και ομπρός παπούτσι εις το νούμερο του και να του πλέουνε οι τσαβάτες, σα βαρκαρόλα στη Γαρίτσα».
ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ, πριν πέσει ο ήλιος, την ώρα που οι αχτίδες του περνάνε μέσα από τα τζάμια, μπαίνει στην εκκλησιά, από την πίσω πόρτα, να δει το φως, που αντανακλάται στα ασημένια τάματα. Πληρωμένα όλα τα «Άγιε μου, Σπυρίδωνα μου, σώσε μας» καράβια ασημένια, φωτίζουνε τα θαύματα. ΥΣΤΕΡΑ, προχωράει εκεί, που είναι πάντα ξαπλωμένος. Μόνος του.
ΧΩΡΟΣ παγωμένος.
ΚΟΙΤΑΕΙ τις εικόνες. Ανεβαίνει ένα σκαλί και ακουμπάει στ’ ασήμι.
ΚΑΙΕΙ η ανθρώπινη ανάγκη.
ΖΕΣΤΑΣΙΑ βουβή...
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, Σπυρίδωνά μου, φωτιά...
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, πόλεμος.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, τα παιδιά.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, όχι ναυάγιο πάλε. Πες μου, ψυχή μου, τι γένεται εκεί κάτου;
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, Σπυρίδωνά μου, βόμβες. Σεισμός. Τρομοκρατία.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, Σπυρίδωνα, να ζήσει και θα σου φέρω τάμα το μπαγκούλι, που τονε γκρέμισε. Κάμε ν’ ασκωθεί από το κρεβάτι και θα σου φέρω το ποδάρι του ασημένιο και κερί στο μπόι της, που τονε κάνει και αρεντέβει τσι πλατείες να την έβρει.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, μα τον Άγιο. Τον είδα η ίδια να τηνε χαλεύει κι αυτή να κρύβεται, σα μάσκαρα εις τα πορτόνια.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ, Σπυρίδωνά μου, διόρισέ τονε να πάει να φύγει, να γλυτώσει... και τονε ματαφέρνεις με την ησυχία σου.
ΘΑ ΣΟΥ φέρω και κερί. Σαν εκείνο που άναψα, όταν ο Σπύρος στεφανώθηκε τη Λένη μου, που ήτανε γκαστρωμένη. Το ίδιο που έφερα, όταν επέρασε η Νικολίνα μου τσι Πανελλήνιες, όταν εδώκανε την άδεια να χτίσω το διώροφο, όταν μας έφερε πιόμπο από την Αθήνα αεροπορικώς μ’ εκείνον τον παλιόκαιρο, τότες που βρήκαμε τα νούμπουλα στην Κρήτη.
ΕΓΩ, Άγιε μου, Σπυρίδωνα μου, δεν παραπατάω τσι εκκλησιές, μα, εσένανε σου κάνω όλες τσι γιορτές και τα μπακαγιαράκια και τσι τηγανίτες και δεν ξεχνάω που τότες, που ελύθηκε το χαλασμένο το χειρόφρενο και έφυγε το αμάξι μπριβάδο για την Εθνική, με το «Άγιε μου, Σπυρίδωνα μου», που εφώναξα, γύρισε το αμάξι και επάρκαρε στου γείτονα τον κήπο.
ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΩ, που επροβίβασες τα παιδιά, που έκαμες τον άντρα μου καθηγητή, που ήρθε ο Σπύρος στην ώρα του από τη δουλειά και δεν εγίνηκα ρεντίκολο τσου πελάτες, τότες που τσου ‘χαμε τραπέζι, που εγύρισε ο γάτος, που δεν είχε λύσσα το σκυλί. Που χώρισε η θυγατέρα μου εκείνο το κλομπόκιο, γιατί... οπωπώ... φαντάζεσαι να κάνανε παιδί;
ΟΛΕΣ τσι χάρες μου τσι έκαμες, Άγιε μου και το Σπύρο στο αεροπλάνο τον ανέβασες, τότες που είχε δει στον ύπνο του απάσβεστα και είχε δυστροπήσει και τα γλυκά μου πιτυχαίνουνε και τσι αρρώστιες καταφέρνεις και περνάνε και πάντα μια βοήθεια μου στέλνεις, όταν σου την χαλέψω και μου προσέχεις και τα παιδιά και τσου γερόντους και τα μαγαζιά και βρέχει, όταν στο ζητήσω και παύει η βροχή για χάρη σου και έρχεται το φως και φεύγει το νερό, για να σκάσει η Τασία.
ΜΑ, ΤΩΡΑ θα μου κάμεις μια ακόμα. Βλέπεις που τόσα χρόνια, Άγιε μου, δε μας εδίνουνε, ούτε εσέ, ούτε εμάς, καμία σημασία. Μια χάρη θέλω και θα μου τηνε κάμεις.
ΟΠΟΙΟΣ δεν αγαπάει την Κέρκυρα και τηνε βλάφτει να τονε καταραστείς να μη συφτάκει να βρει από ‘δώ και ομπρός παπούτσι εις το νούμερο του και να του πλέουνε οι τσαβάτες, σα βαρκαρόλα στη Γαρίτσα.
EN THE MAGAZINE τ. 29 ΔΕΚ.΄23