Σεπτέμβρης 1943: Ο βομβαρδισμός μιας άμαχης πολιτείας
Ένα κείμενο του αξέχαστου Παναγιώτη Περιστέρη για την αποφράδα μέρα του 1943 (αν και όπως περιγράφεται, δεν πρόκειται για μια μόνο μέρα βομβαρδισμών)!
Η Κέρκυρα μια «ανοχύρωτη πόλη» σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, κατά τη διάρκεια του Β' Π.Π. βομβαρδίστηκε όσο καμιά άλλη πόλη της Ελλάδας. Πολεμικές αποζημιώσεις από τους Ιταλογερμανούς δεν υπήρξαν και δυστυχώς παρότι πέρασαν τόσες δεκαετίες καμία δημοτική αρχή δεν ενδιαφέρθηκε να υψώσει ένα μνημείο για τις χιλιάδες των νεκρών Κερκυραίων, και την καταστροφή της ιστορικής μνήμης της πόλης.
Πριν λοιπόν φθάσουμε στο σημείο να εξισώνουμε τους θήτες με τα θύματα και τους κατακτητές με τους σκλαβωμένους, καλό θα ήταν να κρατάμε ζωντανή την ιστορική μνήμη του τόπου. (για να μη μας πάρουν με τις πέτρες οι επόμενες γενιές)
Το χρονικό
Συνοπτικά, το χρονικό του γερμανικού βομβαρδισμού της πόλης έχει ως εξής:
- Ιταλία 25 Ιουλίου 1943: Σχηματίζεται η κυβέρνηση του στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο. Οι εξελίξεις όμως στα πολεμικά μέτωπα ήταν ραγδαίες αποκλείοντας κάθε περιθώριο αντίδρασης των Ιταλών φασιστών. Λίγες μέρες μετά οι Αγγλοαμερικανοί καταλαμβάνουν τη Σικελία.
- Στις 12 Αυγούστου, είχαν βομβαρδίσει και πολυβολήσει το ιταλικό αεροδρόμιο στα Γουβιά. Οι επιθέσεις αυτές συνεχίστηκαν έως και τις 7 Σεπτεμβρίου, σε μια από αυτές μάλιστα, αχρηστεύθηκε και ο κεντρικός αγωγός ύδρευσης της πόλης, με τραγικές συνέπειες όπως θα αποδειχθεί αργότερα.
- Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Ιταλία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει ζητώντας από τις δυνάμεις της, οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν, να σταματήσουν τις εχθροπραξίες με τους Συμμάχους και παράλληλα «να αντισταθούν εναντίον οιασδήποτε επιθέσεως οθενδήποτε προερχόμενης». Η τελευταία παράγραφος του ανακοινωθέντος του Μπαντόλιο προοιώνιζε την επί ελληνικού εδάφους Ιταλογερμανική σύγκρουση που θα επακολουθούσε.
Οι Γερμανοί βομβαρδίζουν την Κέρκυρα
Από τις 10 έως τις 12 Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί μάταια προσπαθούσαν να πείσουν τους Γερμανούς ότι δεν επιθυμούσαν μια αναμέτρηση μαζί τους. Ζητούσαν τόσο για την Κέρκυρα όσα και για την Κεφαλονιά, καθεστώς ουδετερότητας, Πράγμα όμως που δεν γινόταν αποδεκτό από τους Γερμανούς οι οποίοι εκτιμούσαν ότι τα δύο νησιά θα μπορούσαν να γίνουν ορμητήρια των Συμμάχων για αποβατικές ενέργειες στην Στερεά Ελλάδα.
Το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, ένα σμήνος πέντε βομβαρδιστικών πολυβόλησε πυροβολαρχίες που βρίσκονταν στα Μελίκια της Λευκίμμης ενώ στη συνέχεια βομβάρδισε το αεροδρόμιο και το λιμάνι. Αργότερα το ένα από αυτά χτυπήθηκε από τα αντιαεροπορικά και κατέπεσε στο ναό της Παναγίας Ελεούσης του Ποταμού, καταστρέφοντάς τον.
Οι επιδρομές συνεχίστηκαν με στόχο τις ιταλικές θέσεις στις ανατολικές ακτές προκειμένου να καλύψουν έναν στολίσκο 12 πλοιαρίων που ετοιμαζόταν να αποβιβάσει στην περιοχή του Περάματος περί τους 500 στρατιώτες της 1ης Ορεινής Μεραρχίας. Όμως, συνδυασμένα πυρά πυροβολικού διέλυσαν την προσπάθεια των Γερμανών οι οποίοι έχασαν πολλούς άντρες πριν επιστρέψουν στην Ηγουμενίτσα.
Το μεσημέρι βομβαρδίστηκε το αεροδρόμιο και το χωριό Σταυρός, ενώ το βράδυ ο Ανεμόμυλος, η Πάνω Πλατεία και το λιμάνι. Η Αντιαεροπορική Πυροβολαρχία 333 είχε δημιουργήσει ένα ικανό αντιαεροπορικό πλέγμα με βολές από το Παλαιό Φρούριο, την Πάνω Πλατεία, τον Λόφο Αβράμη, το Κεφαλομάντουκο, το Βίδο, το Μαντούκι, την Γαρίτσα, την Ανάληψη κ. α. Ταυτόχρονα οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επιθέσεις σε όλα τα φυλάκια που ήταν επανδρωμένα από Γερμανούς στρατιώτες, συλλαμβάνοντας τους.
Τώρα πια, ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης αλλά και των γύρω περιοχών ένιωθε ότι θα πλήρωνε πολύ ακριβά την ιταλική "αντίσταση". Τις ίδιες στιγμές ο βασιλικός πρόξενος και επίτροπος πολιτικών υποθέσεων των Ιονίων Νήσων, συνταγματάρχης Luigi Baratieri ανακοίνωνε στον κερκυραϊκό λαό ότι: «Από τριών ημερών εκάμαμεν ό,τι ήτο δυνατόν δια να αποφύγωμεν σύγκρουσιν μετά των Γερμανών με τον κύριον σκοπόν να αποφευχθεί αιματοχυσία του κερκυραϊκού λαού και καταστροφή οικιών. Πράττοντες τούτο εγνωρίζομεν ότι διεκινδυνεύαμεν την ζωή 6.000 Ιταλών στρατιωτών, οι οποίοι σήμερον την πρωίαν έγιναν 10.000, διότι ελάβομεν ενισχύσεις από την Αλβανίαν (...)».
Παρόμοια ανακοίνωση εξέδωσε και ο Ιταλός Στρατιωτικός Διοικητής του 17ου Συντάγματος της Μεραρχίας "Άκουι", συνταγματάρχης Luigi Lusignani: «Κατά τας πρωινάς ώρας Γερμανικά αεροπλάνα μας επολυβόλησαν και μας εβομβάρδισαν. Ως εκ τούτου υποχρεούμεθα να αντισταθώμεν εναντίον πάσης αποπείρας των Γερμανών».
Το βράδυ, από τις 8 και 10' έως τις 9.30 βομβαρδίστηκαν ξανά, η Πάνω Πλατεία, το Λιμάνι και ο Ανεμόμυλος. Με τη λήξη του συναγερμού πολλοί κάτοικοι της πόλης επέστρεψαν στα σπίτια τους για να δουν αν υπήρξαν ζημιές, ενώ κυρίως τα γυναικόπαιδα παρέμειναν στα καταφύγια. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά με την ελπίδα ότι σι Γερμανοί θα ακολουθούσαν την πρακτική των Ιταλών, δηλαδή δεν θα βομβάρδιζαν τις νυκτερινές ώρες.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν με παράλληλη ρίψη προκηρύξεων μέσω των οποίων καλούνταν οι Ιταλοί να παραδοθούν και «ο γερμανικός στρατός θα σας επαναπέμψει σώους και υγιείς στην Πατρίδα σας».
Στις 15 Σεπτεμβρίου σι βομβαρδισμοί άρχισαν από το ξημέρωμα, όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε διάφορα χωριά. Το βράδυ της ημέρας εκείνης κάηκε όλο το κτιριακό συγκρότημα της Ιόνιας Ακαδημίας που στέγαζε το Α' Γυμνάσιο, το Πρακτικό Λύκειο και τη Βιβλιοθήκη.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν σε καθημερινή βάση έως τις 25 Σεπτεμβρίου, ημέρα που η πόλη κατελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα.
Από τις 9 Οκτωβρίου, όταν στην Ιταλία είχε ξεκινήσει η υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων, άρχισαν οι αγγλοαμερικανικοί βομβαρδισμοί από τους οποίους σκοτώθηκαν πολλές εκατοντάδες Ιταλών αιχμαλώτων. Έληξαν στις 12 Ιουλίου 1944 αποτελειώνοντας την ιστορική πόλη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ