Στην Κούλα, ένα στέκι που το χρώμα του στην σάλτσα και την καρδιά είναι το ίδιο
Καφενείο «ΤΟ ΚΛΑΣΣΙΚΟ» της Κυρίας Κούλας. Μιλήσαμε με τον Αλέκο που μας άνοιξε την καρδιά του
Μια βόλτα στην παλιά πόλη και τα διαμάντια που κρύβει από μια άλλη εποχή.
Ο παλιός είναι αλλιώς...
Καφές και σάντουιτς για τους μικρούς, πατσάς και ρετσίνα για τους μεγάλους! Έτσι ξεκίνησε το 1978 το Καφενείο «ΤΟ ΚΛΑΣΣΙΚΟ» της Κυρίας Κούλας, επί της οδού Σαμαρά, πλησίον του Δημοτικού Θεάτρου! Επισκεφθήκαμε, λοιπόν, το μαγαζί και αφού ήπιαμε και φάγαμε από τα περιβόητα σάντουιτς, μιλήσαμε με τον γιο της κυρίας Κούλας και πλέον ιδιοκτήτη του καφενείου, κύριο Αλέκο.
Μπουγάτσα, στο τραπέζι του καφενείου της κυρίας Κούλας
Από τις διηγήσεις του είδαμε την εξέλιξη της Κέρκυρας μέσα από τα μάτια του μαγαζιού, γνωρίσαμε την κυρία Κούλα και τις σπεσιαλιτέ της και είδαμε πως υπάρχουν ακόμα μέρη που τηρούν το θεσμό της ελληνικής φιλοξενίας με την πλήρη έννοια του όρου!
Η κυρά Κούλα
Να λίγα πράγματα από αυτά που συζητήσαμε με τον κύριο Αλέκο:
- Πείτε μας, λοιπόν, πώς ήταν τα πράγματα στο ξεκίνημα του μαγαζιού;
Εμείς ήμασταν και είμαστε γνωστοί για τα σάντουιτς! Να εδώ κοντά ήταν το σχολείο και τα παιδιά πηδούσαν από τα κάγκελα κάθε πρωί για να έρθουν από δω να πάρουν κολατσιό. Το κλασσικό, το αρχικό σάντουιτς ήταν ψωμί, με κερκυραϊκή σάλτσα και πατάτες. Και παίρνανε όλοι αυτό. Είχαμε φτιάξει και για το πρωί, σαν πρωινό για τους μεγάλους 3-4 σούπες: είχαμε πατσά, πόδι, μοσχαροκεφαλή, γίδα βραστή, μαγειρίτσα – αυτή που κάνουμε εδώ – και επειδή τότε ήταν η άνθιση της οικοδομής στο νησί, υπήρχαν πάρα πολλοί Έλληνες και Ηπειρώτες που είχαν έρθει να δουλέψουνε στην Κέρκυρα που φτιάχνονταν ξενοδοχεία κλπ… αυτό ήταν από το ’78 μέχρι το ’90… Τότε, με την πρώτη βροχή δεν πηγαίνανε για δουλειά, ερχόνταν εδώ, ξεκινάγανε από το πρωί και μέχρι τις 10 η ώρα είχε τελειώσει αυτή η ιστορία! Ρετσίνα…! πρωί πρωί… ναι ναι… ρετσίνα και τέτοια πράγματα… φαντάσου τώρα να πίνουν ρετσίνα από τις 9 η ώρα, έτσι; Αλλά ήταν έτσι οι ανθρώποι φτιαγμένοι, σκληροτράχηλοι!
Και παντού μα παντού, όπου και να ρωτήσεις μας ξέρουν όλοι με το όνομα «Κούλας», που ήταν το όνομα της μητέρας μου! Δούλευε μέχρι που πέθανε πριν 12 χρόνια. Ήταν εδώ, δεν ήθελε να φύγει με τίποτα. Αλλά τότε είχε πάρα πολύ πέραση αυτό, δεν ήταν όπως τώρα, που τα παιδιά θα προτιμήσουνε τα διαφορετικά σνακ, τα πρωινά, τα brunch και αυτά. Τώρα δουλεύουνε πολύ αυτά. Εμείς το κρατήσαμε. Προσπαθούμε να προσθέσουμε κάτι καινούργιο χωρίς να αφαιρέσουμε το παλιό. Έρχονται και το ζητάνε και ταυτόχρονα πρέπει να μπει και κάτι το καινούργιο μέσα. Υπάρχει πάντα η εξέλιξη.
Αυτά είχα να σας πω!
Από τα πρατήριο βενζίνης στα ονομαστά σάντουιτς με τη σάρτσα!
- Η μητέρα σας πώς ξεκίνησε και άνοιξε αυτό το μαγαζί;
Αυτό το μαγαζί ήταν πρατήριο βενζίνης, το οποίο το είχε η μητέρα μου. Από εκεί και πέρα, όλος ο δρόμος είχε πρατήρια βενζίνης… τα αυτοκίνητα ήταν μόνο στην πόλη. Δεν υπήρχε να πας έξω για μπάνιο. Τα παιδιά πηγαίναμε στον ΝΑΟΚ. Μετά όμως, απαγορεύτηκαν τα πρατήρια στην πόλη και για λόγους ασφαλείας κλείσαν τα πρατήρια και κλείσαμε και μείς. Έψαξε η μητέρα μου τι μπορεί να κάνει. Δεν μπορούσε να γίνει τουριστικό, δεν ήτανε ο δρόμος αυτός για τουρίστες. Οι τουρίστες ήταν στο λιμάνι και στην πόλη. Και μετά είπε να κάνει καφενείο. Στο καφενείο αρχίσανε και της ζητάγανε οι ίδιοι οι πελάτες να βάλει κάποια σάντουιτς. Είχε και το μυαλό της… ήξερε. Έτσι αυτό που ζητούσε ο κόσμος, επήγαινε. Πρόσθετε κάτι, τους άρεσε. Κι έτσι εξελίχθηκε σε πάρα πολύ καλή ιδέα που λειτούργησε μέχρι το ’90 με τις σούπες, και μετά συνεχίστηκε με τα σάντουιτς και αυτά.
Ήταν πάντα χαρούμενη η μητέρα μου και καλή με όλους. Το 90% της Κέρκυρας την ήξερε και αυτή και το μαγαζί. Το έκανε σημείο συνάντησης. Ένα από τα πιο διάσημα. Και σκεφτόταν τους πάντες. Παράδειγμα, θυμάμαι ήταν ένα παιδί, ο Γιώργος, που είχε έρθει με την παρέα του απ’ το σχολείο για να πάρουνε να φάνε, αλλά αυτό δεν είχε λεφτά. Και του λέει η μητέρα μου «Εσύ Γιωργάκη περιμένεις τόση ώρα ενώ με έχεις πληρώσει και δε στο ‘δωκα παιδί μου το σάντουιτς να φας»! Ήταν πάντα καλή η μητέρα μου!
Το μέλλον του μαγαζιού, τώρα με τον τουρισμό...
- Πώς βλέπετε το μαγαζί τώρα, μετά από τόσα χρόνια, που έχει διαμεσολαβήσει και αυτή η αύξηση του τουρισμού;
Απ’ ό,τι βλέπεις, έχουμε πάρα πολλούς Έλληνες θαμώνες. Δουλεύουμε με τους καθημερινούς πελάτες, που είναι αρκετοί, και όποιος έρχεται πιστεύω θα ξανάρθει. Τι από τον καφέ, που φτιάχνουμε στο μπρίκι, τον Ελληνικό. Τι από τους άλλους καφέδες, που ο γιος μου ανακατεύεται περισσότερο με τα εσπρέσο, με τα φρέντο και αυτά. Τι από τα σάντουιτς.
Και το κυριότερο για μας: έχεις νεύρα, τσακώθηκες με την γυναίκα σου, τσακώθηκες με το παιδί σου, ας’ το στην άκρη… ας’ το στην άκρη και όταν έρχονται τα παιδιά… να σαι ωραίος, να γελάσεις και να το ευχαριστηθείς. Να νιώσει όμορφα ο άλλος. Τώρα τα μαγαζιά είναι απρόσωπα, δηλαδή έχουνε τους σερβιτόρους, γίνεται η παραγγελία, τελειώσαμε. Εγώ θέλω ένα μαγαζί που θα κάτσεις στον πάγκο και θα μου πεις καλησπέρα/καλημέρα και θα πιάσουμε μια κουβέντα, αν είσαι μόνος σου. Αν είσαι με παρέα σε κάποιο μαγαζί είναι όλα ωραία. Θα κουβεντιάσετε παρέα. Αλλά όταν είσαι μόνος σου να μην νιώσεις κρύα, να μην νιώσεις ότι είσαι ξένος. Ακόμα, ήρθανε κάτι κορίτσια απ΄τη Γαλλία, άσχετα ρε παιδί μου, και μας κάνανε ένα σχόλιο στο Google, παιδιά… νιώσανε αυτό… νιώσανε αυτό. Αυτό θέλουμε. Από κει και πέρα μπορεί να μη σ’ αρέσει ο καφές ο δικός μου, να σ’ αρέσει ο καφές του αλλουνού, ή μπορεί να μην σ΄αρέσει το σάντουιτς… αυτό δεν έχει καμία σχέση. Το θέμα είναι να νιώσεις όμορφα.
Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μη μας ξέρει
- Άρα θα λέγατε ότι η σπεσιαλιτέ της μητέρας σας ήταν τα σάντουιτς;
Ναι ναι, αυτά με την κόκκινη σάλτσα, την κερκυραϊκή! Και γενικά, δηλαδή, ακόμα, όλοι από ηλικία 25-30 χρονών και πάνω, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γνώριζε αυτό το μαγαζί. Πώς μπορεί να γνωρίζαν ας πούμε κάποιο συγκεκριμένο μαγαζί, όπως τα Goody’s και τα McDonald’s που υπήρχαν έξω; Αυτά ανοίξαν εδώ, δεν δουλεύανε και δουλεύαμε εμείς. Γιατί οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει σε αυτό το πράγμα.
Η θύρα νο36 του γηπέδου «Γ. Καραϊσκάκης»
Είναι αδύνατον, αναφερόμενοι στην «Κούλα» και τον Αλέκο, να παραλείψει κανείς την ατμόσφαιρα που επικρατεί όταν παίζει ο Ολυμπιακός, ποδοσφαιρκός και μπασκετικός. Εάν μάλιστα συμπίπτουν χρονικά οι αναμετρήσεις, μπαίνουν δυο τηλεοράσεις, σχεδόν δίπλα, δίπλα. Και 'κεί που σηκώνεται ο Γουόκαπ για σουτ τριών πόντων, μπορεί ν' ακούσεις μακρόσυρτο τον πανηγυρισμό γκοοοοοολ για την επιτυχία του Γ. Μασούρα και αντιστρόφως, αναλόγως. Πανζουρλισμός, που εκδηλώνεται σε κάθε νίκη του «Θρύλου» και κατήφεια στις στραβές. Το μαγαζί δικαίως διεκδικεί να αναφέρεται σαν την 36η θύρα του γηπέδου Γ. Καραϊσκάκης. (Γιά την ιστορία το γήπεδο έχει 34 θύρες εφόσον δεν υπάρχει θύρα 13!).
Γ.Κ.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΟΓΙΟΥ