Κυριακή 22.12.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Αννη Νούνεση - Ο Δαφνήλας 

ΔΑΦΝΗΛΑΣ
16 Αυγούστου 2024 / 10:52

«... είναι, λες, επίνειο του Μαντουκιού. Όλος ο συρφετός που κατεβαίνει να κατασκηνώσει εκεί, είναι από το Μαντούκι».

Για τον Δαφνήλα θα γράψω με τα μάτια κλειστά. Δεν θα θυμάμαι τίποτα αν τ’ ανοίξω και θέλω να κατεβώ το μονοπάτι προς την θάλασσα. 

«ΑΠΟ ‘ΔΩ, όχι στην άκρη! Η σούδα στα δεξιά είναι μεγάλη, μην κοιτάτε που έχει βράχλα. Η φτέρη φυτρώνει παντού, καλύπτει το χαντάκι και δεν μπορείς να υπολογίσεις το βάθος του γκρεμού. Να περπατάς στη μέση - και για τα φίδια, μην τα πατήσουμε. Εκεί που λιγοστεύουν οι πέτρες έχει διάβα. Μάθε να βαδίζεις!»

ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ συνεχίζεται. Κώστας, Χριστόφορος, Ελβίρα, Άννη, Μαλβίνα, Μαρί, Μορφούλα, Νίτσα, Άκης...

«ΠΡΟΣΕΧΕ, Άννη!», φωνάζει o Φειδίας και τονίζει το άλφα σα ν’ αποτελείται από τρία φωνήεντα .

«Πρόσεχε!»...

«ΘΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΕΙ και θα την πάρουνε στη χώρα κλαίγοντας», λέει η θεια μας. «Τι τραβάει, τ’ άχαρο, απ’ τη γριά με το μπαστούνι, όλο “τσου” και “τσώπα” την έχει και όλο “πρόσεχε”. Γι' αυτό όταν έρχεται στο Δαφνήλα κάνει σαν αγριοκάτσικο!»

ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ συνεχίζεται. Μια μικρή πεδιάδα μπροστά, στρωμένη με ξερά λιόφυλλα, γίνεται ο πρώτος σταθμός.  Όλοι κάθονται καταγής περιμένοντας τους υπόλοιπους να μαζευτούν, για να συνεχίσουν την κάθοδο. Καθισμένη κι εγώ, γυρίζω το μούτρο μου, που το κρατάω ανάμεσα στα δύο μου χέρια και καταγράφω το κατέβασμα.

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ είναι, τώρα, γιομάτο γουγιά. Γυναίκες που κρατάνε τσάντες μπλε και φοράνε φούστες τσίτινες και μπλούζες σιέλ, κατεβαίνουν τραγουδώντας. Άνδρες με σορτς και φανέλες λευκές και αγόρια με στήθη γυμνά, κουβαλάνε παλούκια ξύλινα για σκηνές στρατιωτικές που θα στηθούν αμέσως, πριν βραδιάσει. Μέσα θα στρωθούν τα λι ντε καν, πάνω σε κουρελούδες και πάνω τους, σε μια κουβέρτα μάλλινη, στρατιωτική, τα σεντόνια τα ριγέ για τον ύπνο. Οι γυναίκες θα κρεμάσουν στην ελιά μικρά ντεπόζιτα νερού, δυο - τρία για τους άνδρες να ξυρίζονται, για τις γυναίκες να βάζουν το απόγευμα κραγιόν τρίβοντας το κάτω χείλος με το δάχτυλο και για τα παιδιά να πλένουνε τα χέρια, με φωνή και «μη» και «σώνει, το σπαταλάς!»

ΕΝΑ μεγάλο τραπέζι κάτω από την ελιά, εκεί που τελειώνει το χαλίκι, στήνεται μαζί με τις καρέκλες του. Εκεί θα φάνε ριγανάτα για μαρέντα, εκεί και το μεσημεριανό, που ψήνεται συχνά στον φούρνο:  κοτόπουλο που μόλις σφάξανε, πατάτες σπαστές με ρίγανη και σκόρδο και γεμιστά, που κάμανε οι Μαντουκιώτισες όλες μαζί και στείλανε τα ταψιά στο λόφο αριστερά, στο σπίτι της Σταμάτως. 

Ο ΔΑΦΝΗΛΑΣ είναι, λες, επίνειο του Μαντουκιού. Όλος ο συρφετός που κατεβαίνει να κατασκηνώσει εκεί, είναι από το Μαντούκι.

ΡΙΧΝΟΝΤΑΙ με τα μούτρα στη δουλειά οι Μαντουκιώτες! Σκάβουνε αυλάκια για την προστασία από την φωτιά, στήνουν σκηνές, κάνουνε μονοπάτια, φτιάχνουνε στιές για το μαγείρεμα, εκτός της Σταμάτως, που την έχουν αμπονέ, γιατί ανάβει φούρνο για ψωμί και παίρνει και να ψήσει τα ταψιά. Από ‘κεί πάνω ο Άκης, ένα μεσημέρι κατεβαίνοντας, ελπίζοντας να γλυτώσει από το σκύλο της Σταμάτως που τονε φοβότανε, έσπειρε ένα ταψί πατάτες ως την παραλία!

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ στην άμμο, κοντά στο δέλτα του Στραβοπόταμου, έχει μουρμούρες χοντρές, που τις ψαρεύουνε ήσυχα, κρυφά λες, μες στο σκοτάδι και στη φυκιάδα, αν είσαι τυχερός, έχει τσιπούρες που γυαλίζουν!

ΑΝΟΙΧΤΑ, περνάνε τσου «Γάλλωνε του Μεντιτερανέ» γιομάτα τα καΐκια που πάνε στην Δασιά και ναι, συχνά πολύ συχνά έρχονται και κατά τον Δαφνήλα, δυο - δυο παρέα, δελφίνια πολλά μαζί με τα μιτσά τους.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ είναι γιομάτη αληθινές, πίνες και καβουρομάνες, κάτι καβούρια με κασκόλ τα κάνουνε μαζί βραστά, γιατί για παστιτσάδα έχουνε τους πετροκαβούρους, μια και είναι γεμάτο το Κομμένο!

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ των πετροκαβούρων γίνεται έτσι: μια λάτα με ξύλινο χερούλι χρησιμεύει για καλάθι. Στην άκρη ενός ξύλου δένουν ένα πιρούνι για καμάκι. Ψαρεύουν ένα ψάρι, συνήθως σπάρο -μα, και κανένα σαργοπούλι κάνει, μια και έχει πολλά-, του χώνουνε στο στόμα ένα ξύλο και το δένουνε πάνω του με σπάγκο. Έμαθα να το κάνω και εγώ κι εξαφανιζόμουνα μαζεύοντάς τους.  

ΒΛΕΠΕΙΣ ποιος βράχος κάνει στη ρίζα του κενό και κουνάς μπροστά του το ψάρι αργά, κρατώντας το από το ξύλο. Ο κάβουρας δε δύναται να αντισταθεί στη μυρωδιά, μα, και στην θέα του γυαλιστερού ψαριού, καθώς λικνίζεται και βγαίνει δειλά -μα, αποφασιστικά- από την υγρή φωλιά του να το φάει. Το αυτοσχέδιο καμάκι ορμά και τον σκοτώνει, χωρίς καμία ευαισθησία, εις το καύκαλο. Στο βωμό της παστιτσάδας και της μακαρονάδας, θυσιάζονται έτσι άπειροι πετροκαβούροι κι ας είναι γκαστρωμένοι.

ΕΚΕΙ, στην παραλία του Δαφνήλα, πριν τα δέκα χρόνια μου, πάνω που εδιάβαζα την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», άκουσα και την Μίρκα την Κολονιμό να ρωτάει έναν τουρίστα Γερμανό, που ήταν ξαπλωμένος ακριβώς πάνω στο κύμα, αν είχε ακούσει για το Άουσβιτς! Είχε παρέα αυτός μια φίλη και έκαμε την μετάφραση!

ΕΙΔΑ και να σηκώνουνε το ναυάγιο που ήταν εκεί, με δύτη και με σκάφανδρο και αυτός από την αρρώστια των δυτών να λιποθυμάει και να έρχεται καΐκι να τον πάρει στο νοσοκομείο, κατακίτρινο!

ΤΟ ΒΡΑΔΥ έβγαινα να κατουρήσω, μα, καθόμουνα δύο μέτρα από την σκηνή, γιατί  ήτανε στα πέντε μέτρα το τσακάλι. Το κερκυραϊκό τσακάλι, που κατέβαινε κάνοντάς «ου, ου, ου», να πιεί νερό από το Στραβοπόταμο.

ΑΠΟ το όμορφο ζώο έβλεπες μόνο τα μάτια του, να σε κοιτάνε κάρβουνα αναμμένα, ανάμεσα από τις φτέρες που ήταν πυκνές και φουντωτές και που εξαφανίζονται τώρα κι αυτές σιγά - σιγά με τη σειρά τους, ευαίσθητες σαν το τσακάλι στα ανθρώπινα καμώματα.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Σούδα: χαντάκι

Βράχλα: φτέρη

Γουγιά: χαλίκια

Τσίτινες: είδος υφάσματος, φτηνό λινό

Λι ντε καν: κρεβάτια εκστρατείας

Μαρέντα: κολατσιό 

• Δημοσιεύτηκε στο «ΕΝ-The Magazine», # 12, Ιούλιος 2022.

ΤΗΣ ΑΝΝΗΣ ΝΟΥΝΕΣΗ