Αγκαλιές
Με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας - Γράφει η Λένα Στρατούλη
Συναντηθήκαμε στο νοσοκομείο, όπου συνοδεύαμε εγώ τη μάνα μου κι αυτή τον πατέρα της, περιμένοντας στη «βραχεία» τ’ αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων. Ήταν φανερά αδυνατισμένη, και με τη μάσκα του κορωνοϊού να της καλύπτει τα χαρακτηριστικά δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω. Γνωστές και σχεδόν συνομήλικες, πιάσαμε την κουβέντα για να γεμίσουν οι ώρες της αναμονής.
Έτσι έμαθα ότι πέρασε πρόσφατα μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία της, που την άφησε αδύναμη και δέκα κιλά πιο αδύνατη. Την αρρώστια της τη χρέωσε στη στενοχώρια για τον θάνατο της μητέρας της, που έφυγε αναπάντεχα. Της κόστισε πολύ αυτή η απώλεια. Ήταν η δεύτερη φορά που στερήθηκε τη μάνα της. Την πρώτη, στα παιδικά της χρόνια, οταν την άφησε για να φύγει μετανάστρια στο εξωτερικό, ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα γυρίσει. Ετούτη όμως τη φορά, το ταξίδι ήταν χωρίς γυρισμό.
«Ένιωσα ξαφνικά ότι μεγάλωσα. Ότι γέρασα και θα πεθάνω κι εγώ. Μέχρι τότε ένιωθα ακόμα παιδί. “Τώρα σέρνω πρώτη το χορό” είπα στ’ αδέρφια μου. Για ένα χρόνο, μέχρι το μνημόσυνο, ξάπλωνα πάνω στο μνήμα της μάνας μου και το αγκάλιαζα, για ν’ αναπληρώσω τις χαμένες αγκαλιές. Ύστερα με χτύπησε η αρρώστια και γλύτωσα από θαύμα» μου εκμυστηρεύτηκε χαμηλόφωνα.
«Να με κρατεί η μανούλα μου κι ας με κρατεί στ’ αγκάθια» σκέφτηκα συγκινημένη.
Την επόμενη μέρα «έφυγε» κι η δική μου μάνα. Αλλά στην περίπτωσή μας συνέβη το αντίθετο. Δεν μου έλειψαν οι αγκαλιές της όσο ήμουν μικρή. Ύστερα μας χώρισε ο δικός μου ξενιτεμός. Η αγκαλιά της έμεινε αδειανή και γέμιζε μονάχα στις σύντομες επιστροφές μου από ανατολή και δύση. Μα όσο γερνούσε, ξαναγινόταν παιδί κι είχε ανάγκη την αγκαλιά περισσότερο από μένα.
Όταν θέλει, είναι δίκαιη η ζωή. Την κατάλληλη ώρα αντιστρέφει τους ρόλους, για να έχει ο γονιός την ευκαιρία να πάρει αυτό που έδωσε και το παιδί ν’ ανταποδώσει αυτό που πήρε. Αν μη τι άλλο, τις αγκαλιές.