Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Ο π. Δήμαρχος Ι. Κούρκουλος για τη βίλα Μιμπέλη

Το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» την περίοδο λειτουργίας του
Ι. ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ
08 Φεβρουαρίου 2024 / 14:31

"Ομολογώ, ότι αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί ο έγκριτος ιστορικός ερευνητής κλείνει την περιγραφή του μ’ ένα τόσο αναιτιολόγητο και άδικο καταγγελικό λόγο. Και δηλώνω ότι αυτός που φέρεται να ζήτησε έμμεση συγγνώμη από μέλος της οικογένειας Μπούα, είμαι εγώ"

"Ο συμπολίτης ιστορικός ερευνητής κ. Γιώργος Σουρτζίνος, με τρία άρθρα του στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» (της 3ης , 4ης και 5ης Ιανουαρίου 2024), και τίτλο  «Βίλα Μιμπέλη (Ξενοδοχείο Καστέλλο): Σαράντα χρόνια κλειστό. Ιστορίες και αλήθειες», αναφέρεται στη Βίλα Μιμπέλη και την οικογένεια Μπούα.

 Γράφει για τη δημιουργία της βίλας κατά το έτος 1900, από τον Ιταλό Βαρώνο Λουκά Μιμπέλη, την εξαιρετική αρχιτεκτονική της μορφή, τα πολύτιμα έπιπλά της, καθώς επίσης το πάρκο των 72 στρεμμάτων με τα 830 δένδρα, τα πιο σπάνια φυτά και το ζωολογικό της κήπο. Μας πληροφορεί στη συνέχεια για τις διασημότητες που φιλοξενήθηκαν στη Βίλα, την περιέλευσή της στο Ελληνικό Δημόσιο, ως εχθρικής περιουσίας (1940), τη λεηλασία της από τον Ιταλικό στρατό Κατοχής και τη στέγαση σ’ αυτήν το 1944 μεγάλου αριθμού προσφύγων από την Ήπειρο. Έτσι, λέγει, όπως ήταν λεηλατημένη και με μεγάλες φθορές άρχισε να ερημώνει. Ήλθαν το 1953 στην Κέρκυρα οι Γάλλοι και δημιούργησαν τις θερινές κατασκηνώσεις του Κλάμπ Μεντιτερανέ (Μεσογειακής Λέσχης) στην ίδια περιοχή της Δασιάς και η Γαλλική  αυτή Επιχείρηση νοίκιασε τη Βίλα από το Υπουργείο Οικονομικών για μία πενταετία.

Μετά τη λήξη της ως άνω μίσθωσης το έτος 1957, περιέρχεται, γράφει, η Βίλα στον Κερκυραίο Τουριστικό Επιχειρηματία Σπύρο Μπούα, ο οποίος ανακαινίζοντάς την και χρησιμοποιώντας αυτήν ως Ξενοδοχείο Πολυτελείας με την ονομασία «ΚΑΣΤΕΛΛΟ», παραμένει, με συνεχείς ανανεώσεις της μίσθωσης, μέχρι το έτος 1983.

Μετά την προαναφερθείσα εξιστόρηση, ο συντάκτης των άρθρων, κάνει λόγο για τον εξαναγκασμό του μισθωτή Σπύρου Μπούα να εγκαταλείψει το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ». Στο τρίτο δε και τελευταίο άρθρο του, και κλείνοντας την όλη εξιστόρηση της υπόθεσης, γράφει επί λέξει τα εξής: «Το παρουσιαζόμενο δημοσίευμα γράφτηκε αυτή τη στιγμή για τρεις λόγους. Επ’ ευκαιρία συμπλήρωσης 40 χρόνων απ’ όταν έκλεισε το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ». Να γίνει γνωστή η αλήθεια και μόνο γύρω από το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» και την οικογένεια Μπούα, διότι στο παρελθόν έχουν γραφεί και συζητηθεί πολλά σχετικά με το θέμα αυτό.

Μερικά από αυτά είναι ανεύθυνα, επιπόλαια άλλα και αναληθή … Και συνεχίζει: «Τελειώνοντας θα παρακαλούσαμε αν υπάρχει κάποιος από αυτούς τους αρμόδιους πολιτικούς άρχοντες του τόπου μας εκείνης της εποχής, ν’ απαντήσει σ’ ένα απλό ερώτημα. Τι κέρδισε το Δημόσιο στα 40 χρόνια που το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» έμεινε κλειστό. Απάντηση δεν θα δοθεί ποτέ γιατί δεν υπάρχει, δόθηκε όμως πριν 25 χρόνια περίπου ΕΜΜΕΣΗ συγγνώμη, από πολιτικό, πρόσωπο που πρωτοστατούσε τότε για να εξαναγκάσει τον ενοικιαστή να εγκαταλείψει το ξενοδοχείο, ο οποίος απευθυνόμενος σε μέλος της οικογενείας Μπούα, είχε πει: «Είχατε δίκιο, κάναμε λάθος, ήταν όμως άλλοι πολιτικοί καιροί τότε». «Ο καθένας μας καταλαβαίνει γιατί το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» έμεινε 40 χρόνια κλειστό».

Ομολογώ, ότι αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί ο έγκριτος ιστορικός ερευνητής κλείνει την περιγραφή του μ’ ένα τόσο αναιτιολόγητο και άδικο καταγγελικό λόγο. Και δηλώνω ότι αυτός που φέρεται να ζήτησε έμμεση συγγνώμη από μέλος της οικογένειας Μπούα, είμαι εγώ. Ας μου επιτραπεί, κατόπιν τούτου, να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

Πρώτα – πρώτα, συμφωνώ με τον συντάκτη των άρθρων ότι η οικογένεια Μπούα υπήρξε “πρωτοπόρος” του Κερκυραϊκού Τουρισμού. Για τις δραστηριότητές της στις  Επιχειρήσεις που δημιούργησε και την αδιαμφισβήτητη αγάπη της για τον τόπο. Της αξίζει κάθε έπαινος. Ο Σπύρος Μπούας όμως δεν εκδιώχθηκε από το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ», αλλά έφυγε μόνος του, όταν η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, όπως αναφέρει το δημοσίευμά  αύξησε το μίσθωμα από το ποσό των 840.000 δρχ., που είχε ορίσει το Εφετείο Κερκύρας, στο υπέρογκο ποσό των 8.400.000 δρχ.. Επρόκειτο για εξωφρενική  αύξηση. Πότε όμως έγινε; Την 1η Σεπτεμβρίου 1981, γράφει ο κ. Σουρτζίνος. Επί Κυβερνήσεως δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας, του Κόμματος του οποίου ο Σπύρος Μπούας αποτελούσε εξέχον μέλος.

Η δική μου ενασχόληση με την υπόθεση «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» ήταν δημοσιογραφική. Και μάλιστα τρία χρόνια νωρίτερα, όταν εξέδιδα την Εφημερίδα (Περιοδική Έκδοση) «ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» (1974-1978), η οποία, σε αντίθεση με την προηγούμενη εφημερίδα μου «ΝΕΑ ΚΕΡΚΥΡΑ» που ήταν ανεξάρτητη (1961-1962), υπεστήριζε, και το έγραφε καθαρά, τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ.

Και συνίσταται (η ενασχόλησή μου) στη δημοσίευση τεσσάρων άρθρων. Στο πρώτο (Φυλ. 7-9-1977) έγραφα ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ζήτησε από το Δικαστήριο την αναπροσαρμογή του μισθώματος των 100.000 δρχ. ετησίως  στο ποσό των 1.500.000 δρχ. και εξέθετα το ιστορικό της μίσθωσης. Στο δεύτερο (της 5-3-1978), μιλούσα για την έφεση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά της 345/1977 απόφασης του Μον. Πρωτοδικείου Κέρκυρας η οποία  όρισε το μίσθωμα στις 130.000 δρχ. (από 100.000 δρχ. που ήτο). Και τί υποστηρίζει το Δημόσιο. Στο τρίτο (15-7-1978) καταχωρούσα απλώς, και δίχως σχόλια, το κείμενο επερώτησης στη Βουλή του Βουλευτή Κερκύρας Σπυρ. Ράλλη και άλλων Βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Κι επίσης, ολόκληρη τη μακροσκελή επιστολή του Σπύρου Μπούα προς την εφημερίδα «ΚΕΡΚΥΡΑΊΚΟ ΒΗΜΑ», που είχε ασχοληθεί με το θέμα στις 4-7-1978. Διέθεσα για τη δημοσίευση αυτής της επιστολής μία ολόκληρη σελίδα (την 3ην) της 4 σελίδας εφημερίδας μου. Το έπραξα δε χωρίς να μου ζητηθεί.

Και στο τέταρτο δημοσίευμά μου (της 8-8-1978) καταχωρούσα δήλωση Κερκυραίου Επιχειρηματία απευθυνόμενη προς το Υπουργείο Οικονομικών για προσφορά ετήσιου μισθώματος 1.200,000 δρχ., έναντι 100.000 δρχ. που πλήρωνε ο Σπύρος Μπούας.

Η θέση η δική μου, του Βουλευτού του ΠΑΣΟΚ Σπύρου Ράλλη και του Κόμματός μας, ήταν ότι πρέπει να υπάρξει αύξηση του μισθώματος, χωρίς να προσδιορίζομεν σε ποιο ύψος. Κι επίσης να γίνει δημόσιος διαγωνισμός που ουδέποτε είχε διεξαχθεί.

Τι κακό συνεπώς πράξαμε; Και γιατί είμαστε «πρωταγωνιστές». Σε τι; Σε μία διαφορά ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και μία ιδιωτική Επιχείρηση;

Το καλοκαίρι του 1997 είπα πράγματι, απευθυνόμενος στον μακαρίτη Δημήτρη Μπούα, υιό του Σπύρου, ότι: «είχατε δίκιο, κάναμε λάθος». Αυτό του το είπα δημόσια. Στο Συνέδριο της Άνω Κορακιάνας στην πλατεία του χωριού. Τι όμως εννοούσα;

Ότι δεν είχαμε προβλέψει πως ένα τέτοιο εξωφρενικό μίσθωμα ήτο δυνατόν να υπάρξει από το Ελληνικό Δημόσιο, που επί σειρά ετών ανεχόνταν ένα πάρα πολύ μικρό χρηματικό ποσό να του πληρώνει ο Σπύρος Μπούας. Κι επίσης ότι δεν είχαμε δώσει βάση στον ισχυρισμό του Μπούα ότι τα έξοδα της σημαντικής βελτίωσης την οποία είχε πραγματοποιήσει στο ακίνητο, επιβάλλεται να συνεκτιμηθούν κατά τον καθορισμό του μισθώματος.

Ποτέ δεν ζητήσαμε την έξωση του Σπύρου Μπούα. Για το απαράδεκτα ελάχιστο μίσθωμα μιλούσαμε (οι Βουλευτές) και γράφαμε (οι δημοσιογράφοι).

Και μόνον, μιλούσαμε και γράφαμε.Τίποτε δεν πράτταμε για να αποκαλούμεθα «πρωταγωνιστές». Εγώ «πολιτικό πρόσωπο που πρωτοστατούσε τότε για να εξαναγκάσει τον ενοικιαστή να εγκαταλείψει το ξενοδοχείο»!

Προσθέτω ότι από 1-1-1979, που ανέλαβα Δήμαρχος Κερκυραίων, δεν ασχολήθηκα καθόλου με την «Βίλα Μιμπέλλη» και το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ».

Αυτά! Με τη δήλωση ότι ευχαρίστως δέχομαι αντίκρουση των γραφομένων μου και συνέχιση της συζήτησης του θέματος.

Στο σημείο αυτό είχα τελειώσει το άρθρο μου και ήμουνα έτοιμος να στείλω το κείμενο στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» με την παράκληση της δημοσίευσης  του.

Ελάτε όμως που κάτι μου έλεγε ότι καλό θα ήταν να κάμω μία έρευνα της υπόθεσης, μη αρκούμενος στα όσα γνώριζα το 1997. Αναζήτησα και βρήκα κάποια στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι:

  1. Η με αριθμ. 1026/1983 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε το ίδιο έτος της αποχώρησης του Σπύρου Μπούα από τη Βίλα Μιμπέλη και τα άλλα κτίσματα του συγκροτήματος  (10-8-1983),  αναίρεσε, (εξαφάνισε)  τη  με αριθμ. 6/1980 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας, η οποία είχε ορίσει το μίσθωμα σε δραχ. 840.000 ετησίως, «δεχθείσα ό,τι δεν ήταν σύννομη η αναπροσαρμογή ολόκληρου του ετήσιου μισθώματος… Επειδή τα 16/26 τούτου είχαν προκαταβληθεί από τον εναγόμενο με τη διενέργεια δαπανών βελτιώσεως των μισθίων ακινήτων σε εκπλήρωση συμβατικής του υποχρεώσεως…» Και τελικά με την υπ’ αριθ. 1574/1985 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Α.Π. «έγινε δεκτή η έφεση του Δημοσίου και αναπροσαρμόσθη το εκ δρχ. 100.000 καταβαλλόμενο μίσθωμα του πιο πάνω ξενοδοχείου σε δρχ. τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ετησίως διά το από της επιδόσεως της αγωγής (Μάιος 1977) και εφεξής χρονικό διάστημα».
  2. Στην αρχική βίλα «Μιμπέλη»  προστέθηκαν από τον Σπύρο Μπούα: α) Το “Καστελίνο”,  «του οποίου η δημιουργία σε καμμία από τις εν τω μεταξύ υπογραφείσες συμβάσεις αναφέρεται»  β) Το «ΚΑΣΤΕΛΛΟ» για το οποίο υπάρχουν «λεπτομερή αρχιτεκτονικά σχέδια». και γ) Το «Καστελλέτο» (Πρωτόκολο Παραλαβής και Παράδοσεις , 10-8-1983). Προστίθεται ότι το «Καστελίνο» με 40 κλίνες «δεν ευρίσκεται εντός του μισθίου χώρου των 72 στρεμμάτων» (απόφ. Δ΄Τμ. Α.Π. 1574/1985), είναι στη θέση των παλαιών στάυλων και αποτελείται από δύο επί μέρους τμήματα  σε επαφή μαζί τους εκ των οποίων το ένα είναι τετραόροφο και με παρουσιαστικό Πύργου. Αρχιτεκτονικά σχέδια γι’ αυτό δεν υπάρχουν (Πρωτ. Παραλαβής και Παράδοσης 1-8-1983)
  3. Δεν βρήκα κανένα στοιχείο για την φερόμενη ως ζητηθείσα, όχι όμως και καταβληθείσα, αύξηση του μισθώματος στο υπερβολικό ποσό των 8.500.000 δρχ. την 1-9-1981. Αφού όμως το γράφει ο κ. Σουρτζίνος δεν το αμφισβητώ.

Με άλλα λόγια, οι δαπάνες βελτιώσεως των ακινήτων αναγνωρίσθηκαν δικαστικώς στο Σπύρο Μπούα και υπολογίσθησαν στο ετήσιο μίσθωμα, το οποίο όμως αύξησε το δικαστήριο τον Α.Π. από τις δρχ. 100.000 στις 300.000 δρχ. αναδρομικώς από το Μάιο του 1977. Το πραγματικό όμως μίσθωμα, δηλαδή το δίχως τον υπολογισμό των βελτιώσεων, ορίσθηκε στις 780.000 δρχ. για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Συνεπώς η δική μου παραδοχή το 1997 ό,τι ο Σπύρος Μπούας είχε δίκιο, φαίνεται κάπως υπερβολική, με βάσει τα στοιχεία που τώρα έμαθα και τότε αγνοούσα.

Και να πω και κάτι ακόμη, κλείνοντας. Στο Συνέδριο Κορακιάνας τις 1, 2 και 3 Αυγούστου του 1997, συζητήθηκε θέμα σχετικό με την τουριστική προοπτική του χωριού, με εισηγήτρια τη συγχωριανή μας κ. Μάγδα Δημούδη – Θύμη, ζωγράφο και στέλεχος του ΕΟΤ. Ήταν παρών και ο Δημήτρης Μπούας. Την εποχή εκείνη ζητούσε την κοινωνική συναίνεση των κατοίκων της περιοχής, μέσω της τότε Κοινότητος Άνω Κορακιάνας, για την κρατική επιχορήγηση της Επιχείρησης - Εργοστασίου  που είχε δημιουργήσει στην περιοχή Φέλικα με την επωνυμία «ΣΕΡΑΚΟ», το οποίο κατασκεύαζε πορσελάνες και βρισκόταν μέσα στα διοικητικά όρια της Άνω Κορακιάνας. Η περίσταση καλούσε να πω και δύο λόγια παραπάνω.

Να βοηθήσω θέλησα!"

ΦΩΤΟ@ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΡΤΖΙΝΟΣ