Από την απώθηση του τραυματικού παρελθόντος στην ένταξή του στη δημόσια σφαίρα
Η φράση Ποτέ Ξανά να μην περιοριστεί σε δράσεις επετειακού χαρακτήρα
Κέρκυρα, μέσα δεκαετίας του ’60: η μητέρα της γράφουσας βλέπει αποσβολωμένη ένα νούμερο χαραγμένο στο χέρι του Εβραίου γείτονά της, έναν από τους ελάχιστους επιζήσαντες από τα περίπου 2.000 μέλη της εβραϊκής κοινότητας του νησιού, οι οποίοι εκτοπίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου τον Ιούνιο του 1944. Διαισθάνεται ότι κάτι φοβερό έχει συμβεί αλλά δεν τολμάει να ρωτήσει τον ίδιο. Οι πληροφορίες που λαμβάνει από τους συγγενείς της είναι λακωνικές: «Τους Εβραίους τους μάζεψαν οι Γερμανοί και τους έστειλαν σε στρατόπεδα και τους σκότωσαν. Πολύ λίγοι γύρισαν πίσω».
Θεσσαλονίκη, μέσα δεκαετίας του ’90: η γράφουσα είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Στο διάστημα των προπτυχιακών σπουδών της είναι ζήτημα αν ακούει από 1-2 καθηγητές για την ιστορία της άλλοτε ακμάζουσας Εβραϊκής κοινότητας της πόλης(το 1940 αριθμούσε περίπου 50.000 ψυχές), της οποίας η συντριπτική πλειονότητα την άνοιξη του 1943 στάλθηκε και εξοντώθηκε στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Επέστρεψαν μόνο... 1950, για να βρουν σχεδόν τα πάντα ρημαγμένα. Πολύ μετά το τέλος των σπουδών της η φοιτήτρια συνειδητοποιεί ότι η Πανεπιστημιούπολη είναι στην ουσία χτισμένη δίπλα και πάνω στα κατεστραμμένα εβραϊκά μνήματα και ότι πολλές ταφόπλακες υπάρχουν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, αφού χρησιμοποιήθηκαν ως υλικό για την ανέγερση κτιρίων και την κατασκευή δρόμων και πεζοδρομίων...
Ιάσιο(Ρουμανία), Ιούνιος 2015: Η γράφουσα διαμένει και εργάζεται στη συγκεκριμένη πόλη ως αποσπασμένη εκπαιδευτικός και ερευνήτρια. Παρακολουθεί ένα επιστημονικό συνέδριο και μετέχει στις τελετές μνήμης για το «Πογκρόμ του Ιασίου», μια μεθοδευμένη προσπάθεια εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης(υπολογίζεται ότι ζούσαν στο προπολεμικό Ιάσιο περίπου 45.000 Εβραίοι) η οποία είχε λάβει χώρα στα τέλη Ιουνίου-αρχές Ιουλίου 1941. Στις φρικαλεότητες συμμετείχαν ενεργά, μαζί με τους Γερμανούς στρατιώτες, οι ρουμανικές αρχές αλλά και Ρουμάνοι πολίτες, κυρίως μέλη της φασιστικής οργάνωσης των Λεγεωναρίων. Όταν η εκπαιδευτικός και ερευνήτρια επιχειρεί να συζητήσει τα πορίσματα του επιστημονικού συνεδρίου και να μοιραστεί την εμπειρία της από τις εκδηλώσεις στους τόπους μνήμης και μαρτυρίου, αντιμετωπίζει την άρνηση μιας μερίδας Ρουμάνων φοιτητών να συζητήσουν αυτό το θέμα...
Το νήμα που συνδέει αυτές τις τρεις πόλεις είναι ο σχεδόν ολοκληρωτικός αφανισμός των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και οι ευθύνες των τοπικών κοινωνιών, όπως αυτές προκύπτουν από την αρχειακή έρευνα και τη συλλογή και καταγραφή των μαρτυριών των επιζώντων. Τα περιστατικά που εξιστορήθηκαν αντικατοπτρίζουν σαφώς τα διαφορετικά χωροχρονικά πλαίσια διαχείρισης των τραυματικών ιστορικών γεγονότων που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα. Πρόκειται για μία επώδυνη και καθόλου δεδομένη πορεία ανάδυσης μιας εξαιρετικά τραυματικής και άβολης μνήμης και ένταξής της στο συλλογικά μνημονικά και ιστορικά αφηγήματα των ευρωπαϊκών πόλεων: Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κυριαρχούσαν η απώθηση της μνήμης και οι εκκωφαντικές σιωπές. Ούτε οι ίδιοι οι επιζώντες επιθυμούσαν να εξιστορήσουν τις βιωμένες φρικαλεότητες ούτε οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν έτοιμες να αναμετρηθούν με το βιωμένο ένοχο παρελθόν τους. Ειδικότερα στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα η κατάσταση ήταν ακόμα πιο περίπλοκη: οι δωσίλογοι και οι τοπικοί παράγοντες που ήταν συνένοχοι στα εγκλήματα κατά του εβραϊκού πληθυσμού και είχαν συμμετάσχει στη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, όχι μόνο βρέθηκαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στο απυρόβλητο, αλλά ενσωματώθηκαν στον μετακατοχικό και μετεμφυλιακό κρατικό μηχανισμό ελέω της ανάγκης αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου»...Προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άρχισε σταδιακά να αλλάζει το σκηνικό στο πλαίσιο μάλιστα της «έκρηξης μνήμης» και της εμφάνισης του ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για το τραυματικό παρελθόν. Άρχισαν πλέον να δημοσιεύονται μαρτυρίες επιζώντων, να εκπονούνται επιστημονικές μελέτες και να αναδεικνύονται τοπόσημα και μνημεία που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα.
Το 2005 καθιερώθηκε με ομόφωνο ψήφισμα του ΟΗΕ η 27η Ιανουαρίου ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Η επίσημη πια ανάδειξη του οικουμενικού χαρακτήρα αυτής της τραυματικής μνήμης έχει σηματοδοτήσει μέχρι σήμερα αναρίθμητες εκδηλώσεις, πρωτοβουλίες και εκπαιδευτικές δράσεις, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως έχουν εξαλειφθεί φαινόμενα και περιπτώσεις άρνησης ή σχετικοποίησης του Ολοκαυτώματος. Στην Ελλάδα-και όχι μόνο-το μεγάλο ζητούμενο εντοπίζεται ακόμα στο πεδίο της ιστορικής εκπαίδευσης. Προκειμένου η φράση Ποτέ Ξανά να μην περιοριστεί σε δράσεις επετειακού χαρακτήρα, είναι απαραίτητος ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας συμπεριληπτικής εκπαιδευτικής πολιτικής που θα ευνοεί την καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης και συνείδησης, της ενσυναίσθησης και του κριτικού αναστοχασμού.
* Η Αγγελική Μουζακίτη είναι Δρ. Βαλκανικής Ιστορίας, Διδάσκουσα στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου
Περισσότερες πληροφορίες για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας μπορείτε να βρείτε εδω
ΦΩΤΟ@ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, Μνημείο Ολοκαυτώματος στην Κέρκυρα. Ανεγέρθηκε το 2001