Χριστουγεννιάτικες ιστορίες
Γι’ αυτό σου λέω φίλε. Αν, τούτες τις άγιες μέρες, νοιώθεις ένα κενό μέσα σου ψάξε να βρεις αλλού την αιτία.
Αυτές τις άγιες μέρες παρακολουθώ από απόσταση την καταναλωτική φρενίτιδα που έχει καταλάβει τους (ψιλό) έχοντες.
Mε νύχια και με δόντια, προσπαθούν να με σπρώξουν και εμένα σε αυτή την πρέζα τα κανάλια της τηλεόρασης, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι εφημερίδες και τα φέισμπουκ.
Ματαιοπονούν.
Δεν ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν.
Αν ακολουθούσαν όλοι το παράδειγμα μου θα είχε καταρρεύσει το (σάπιο) καπιταλιστικό σύστημα σε ένα μήνα.
Το καλάθι του νοικοκυριού δεν με αγγίζει. Άλλωστε, ουδέποτε πήρα καλάθι μπαίνοντας σε σούπερ μάρκετ. Δυο τρία πράματα στο χέρι και χωρίς σακούλα.
Δεν είναι που πάντοτε άνηκα στους μη έχοντες, το έχω θεωρητικοποιήσει κιόλας.
Είμαι της σχολής του μεγάλου ποιητή Fabrizio de Antre ο οποίος έλεγε:
«Quello che non ho e quel che non mi manca» .
Τουτέστιν: «Δεν (θέλω να) έχω ότι δεν μου λείπει».
Για παράδειγμα:
Η γαλοπούλα δεν μου άρεσε ποτέ ούτε την ήξερε κανείς από τους προγόνους μας.
Ανήκει στην αγγλοσαξονική κουζίνα που ούτε την γνωρίσαμε ούτε θέλουμε να έχουμε καμία σχέση μαζί της.
Αυτοί τρώνε και στρουθοκάμηλο.
Αγοράζω ένα κοτοπουλάκι νάνο με δυόμιση ευρώ που δεν το καταδέχεται κανείς. Το κάνω παστιτσάδο με χοντρό μακαρόνι και τρώμε καλά, φτηνά, περισσεύει για την Λουτσίντα* και αύριο βλέπουμε.
Το ρολόι μου το πήρα δώδεκα ευρώ από την Σούν Τσίν, δουλεύει τέλεια, είναι αδιάβροχο και η μπαταρία του δουλεύει ασταμάτητα εδώ και δύο χρόνια.
Εάν μου δώσεις δωρεάν ένα ρολόι με αισθητική golden boys, από αυτά που πουλάνε οι απαστράπτουσες βιτρίνες, θα το χαρίσω στον πρώτο περαστικό.
Πήρα μια κινέζικη ξυριστική μηχανή δεκατρία ευρώ, δουλεύει τέλεια και έχω ξεχάσει πότε την φόρτισα.
Συμβαίνουν, όμως, και ατυχείς αγορές.
Το παραδέχομαι.
Μια φορά, τέτοιες μέρες, αγόρασα από ένα καλάθι ενός σούπερ μάρκετ πυτζάμες με τρία ευρώ.
Νόμιζα ότι δεν είδα καλά την τιμή.
Η υπάλληλος μου είπε ότι τις βάλανε προσφορά διότι είχανε μείνει και επιπλέον ήταν άλλο χρώμα η κάτω και άλλο η πάνω.
Σκέφτηκα: «Ποιος θα με δει μέσα στο σπίτι;» και τις αγόρασα.
Το βράδυ που τις έβαλα διαπίστωσα ότι δεν ήταν απλώς άλλο χρώμα αλλά και …άλλο νούμερο.
Έτσι από την μέση και πάνω είμαι σαν το Μπάτμαν και από τη μέση και κάτω σαν τον Τσάρλυ Τσάπλιν.
Ένα άλλο ατύχημα που μου συνέβη ήταν αυτό με τις πατάτες.
Όπως πέρναγα από τις Αλυκές αγόρασα ένα σακί πατάτες από μια φαμίλια ρομά.
Φαινόταν φρέσκες και καλές.
Πάω να ανοίξω το σακί και στην μέση ήταν όλες τόσο μικρές τόσο που ήταν σχεδόν άχρηστες.
Έσπασα το κεφάλι μου πως κατάφεραν και βάλανε τις μεγάλες γύρω-γύρω και τις μικρές στην μέση.
Την απορία μου την έλυσε ένας φίλος μανάβης στην λαϊκή.
«Κόβουνε ένα χαρτόνι. Το κάνουνε ρολό, το κολλάνε με σελοτέϊπ και το βάζουνε μέσα στο άδειο σακί. Εν συνεχεία βάζουνε τις μεγάλες πατάτες γύρω- γύρω και τις μικρές στην μέση. Τέλος τραβάνε το χαρτόνι και ράβουνε το σακί.»
Μιλάμε, οι άνθρωποι είναι έτη φωτός μακριά.
Εκείνο, όμως, το ατύχημα μου ως καταναλωτή που μου άφησε ψυχικό τραύμα ήταν τα σλιπάκια.
Συνάντησα κάποτε έναν πλανόδιο μικροπωλητή που πούλαγε σώβρακα, φανέλες και κάλτσες.
Με διαβεβαίωσε ότι ήταν από μια βιοτεχνία που έκλεισε και τα πούλαγε όσο-όσο.
Πήρα δέκα σλιπάκια πέντε ευρώ.
Σκέφτηκα ότι και μια φορά το καθένα να τα φόραγα πάλι κερδισμένος θα ήμουν.
Το Σαββάτο το βράδυ μετά το μπάνιο φοράω το πρώτο, ντύνομαι και βγαίνω.
Όπως περπατούσα κάτι με τράβαγε.
Μέχρι να φτάσω στο Σαρόκο, το σώβρακο είχε πάει όλο από την μία μεριά.
Μπαίνω στο πρώτο καφενείο και πάω στην τουαλέτα.
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω διότι, καθώς έλεγε και ο Τζιόρτζιο Γκάμπερ, «Οι καμπινέδες είναι πάντα στο βάθος δεξιά».
Το βγάζω και γυρνάω σπίτι ξεβράκωτος.
Βάλθηκα με ένα μέτρο να λύσω το μυστήριο.
Τα σλιπάκια ήταν όλα στραβοκομμένα από την μηχανή και προφανώς ο κατασκευαστής τα πέταξε από όπου και τα πήρε ο μικροπωλητής.
Είπα τον πόνο μου στον γείτονα μου τον Κώστα που ήταν ναυτικός και είχανε δει πολλά τα μάτια του.
«Αυτό δεν είναι τίποτα» μου λέει.
«Εμείς μια φορά πηγαίναμε Περσικό. Στην διώρυγα του Σουέζ περιμέναμε στη σειρά και ως συνήθως ανέβηκαν στο καράβι διάφοροι ντόπιοι που πουλούσαν τα πάντα.
Πήρα σαράντα φανέλες σε σελοφάν για δέκα δολάρια.
Παρακάτω έκανε πολύ ζέστη και θέλαμε τρείς φανέλες την ημέρα.
Μόλις περάσαμε άνοιξα το πρώτο σελοφάν και τι να δώ;»
«Ήτανε στραβοκομμένες;» ρωτώ αφελώς εγώ.
«Χειρότερα» μου λέει σοβαρός.
«Μέσα ήτανε μόνο η μπροστινή μεριά της φανέλας.»
Γι’ αυτό σου λέω φίλε. Αν, τούτες τις άγιες μέρες, νοιώθεις ένα κενό μέσα σου ψάξε να βρεις αλλού την αιτία.
Μην ψωνίζεις άσκοπα και άχρηστα. Σε κάνα δυο μέρες θα περάσει η επίδραση, θα ξαναρθεί το κενό και θα σου έχει μείνει και απλήρωτος ο λογαριασμός του ρεύματος.
Εάν δεν μπορείς μόνος σου ζήτα βοήθεια από κάποιο ειδικό.
Εγώ, για παράδειγμα, έχω ιδρύσει θεραπευτική κοινότητα.
Καθόμαστε όλοι γύρω. Σηκώνεται ο πρώτος και λέει:
«Με λένε Θανάση και είμαι δύο μήνες καθαρός».
Και οι υπόλοιποι φωνάζουν:
«..και ο Θανάσης είναι εντάξει!»
Με καμιά πενηνταριά ευρώ την συνεδρία καθάρισες.
ΥΓ
*Η γάτα μου.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΦΩΤΟ@pixabay