Παρασκευή 18.10.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Βούλα Τζιλιάνου - Ο Ριζικάρης εχάθηκε

ΡΙΖΙΚΑΡΗΣ
12 Σεπτεμβρίου 2023 / 18:07

Βάζω αυτό το κείμενό μου γιατί είναι η δική μου "καταστροφή" στην νεαρή ζωή μου. Βίωσα κι εγώ έναν ξεριζωμό. Κουμπώνει στην σημερινή καταστροφή της Μαγνησίας.

Πόσο σπαραχτικά δύσκολο, σε σημαδεύει για πάντα όταν χάνεις το σπίτι σου. Κουράγιο στους ανθρώπους, κουράγιο Ελλάδα...

Ο Ριζικάρης, το παγιό αρχοντικό, εχάθηκε. Μαζί του σα να εχαθήκανε και τα παιδικά μου χρόνια. Δεν έχω παιδικό κρεβάτι, ξεχαρβαλωμένες πάνινες κούκλες, παγιά σκουτιά και ρομπαβέκιες. Δεν έχω τίποτις.

Δεν μοσκοβολάει πάστρα, ξύλο, παστιτσάδο. Οι φωνές του πατέρα, η σκάλα που τρίζει, ετσωπάσανε για πάντα. Εριπιστήκανε οι άδειες κάμαρες στο απάνου πάτωμα, με τσι πατάτες, τσι χειμωνιάτικες νέσπολες, τα ροζόλια που ρουμάζανε παραταγμένα στο πάτωμα,  στη σειρά με το σανό για στρωματάκι.

Στη θέση του  είναι ο λόγγος. Τα καλοσκαμένα τζαρδίνια με τσι ντάλιες, τσι φρέζιες και η αλέα με τσου Λέαντρους έχουνε γιομίσει βατσουνιές. Οι περγουλιές με το γλυκό αετονύχι και τη Ζαμπέλα αγιέψανε κι ούτες χωρίς κορφολόημα και χάδι αθρώπου.

Το πηγάδι όμως θα υπάρχει λέω, σιωπηλό σκοτεινό δίχως το χυ σεμωνικό και  το γάλα που εκρέμουνε ο πατέρας για φρεσκαμέντο. Και η μοσκιά στέκει ακόμα, άγρια, ακλάδευτη σα γριά αναγκεμένη, που εμακρύνανε τα μαγιά της και δεν έχει καένα να τηνε κουρέψει, να τηνε  συγυρίσει. Και η γκόγκλα είναι εκεί. Εκείνη η γκόγκλα που είναι σα φουρκετέλα. Όταν τηνε προβατούσα άκρη –άκρη για τ’  αυτοκίνητα, εσκεφτόμουνα τότες ότι όταν θα πεθάνει η μάνα θα ήθελα να πεθάνω κι εγώ, κι όμως έχω ζήσει, σχεδόν 20 χρόνια χωρίς τη μάνα.

Το κόνισμα τσι Αγίας Παρασκευής το κλέψανε κι αυτό.  Χάσκει το χτιστό κονοστάσι σα άδειο στόμα, χωρίς τη θωρία τση Αγίας, χωρίς λιβάνι, χωρίς τα φιόρια του φθινόπωρου. Αχ! Εκείνοι οι ρόζοι κρίνοι με την πρικιά μοσκοβόλια!!

Το σιδερένιο πορτόνι με τα περίτεχνα κάγκελα από τσου παλαιούς μαστόρους, πεσημένο στη σούδα, δεν μάφηκε ο Σπύρος να το πάρω. Το πήρανε οι γύφτοι για παλιοσίδερα ή στολίζει κάποια ιδιωτική βίλα.

Μόνο φωτογραφίες. Παγιές, ξεθωριασμένες.  Απεικονίζουνε το αρχοντικό κομμάτι-κομμάτι, όχι ολάκερο, γιατί τότες δεν υπήρχανε οι ευρυγώνιοι φακοί. Απεικονίζουνε τη σκαλινάδα, τσι  καπάσες με τσι πιπεράτες γαρουφαλιές, μία φανέστρα, τη μετζαλούνα, το μπατιδούρο, τη γραέλα και τσου γονείς. Τσου γονείς με την αγριάδα που έδωκε η φύση στι μορφές τους. Ο αγέρας, ο ήγιος, ο μόχτος το λιγοστό φαί αποτυπωμένα στα πρόσωπά τους. Πρόσωπα που φύγανε για πάντα.

Στέκω απ΄όξω, κλειώ τα μάτια και ανοίγω την ψυχή. Ακούω την παιδική μου φωνή, τσι πρώτες κουβέντες, τα πρώτα παιχνίδια, τσου λάκκους με τσου καρλάκους, που τσου αδειάζαμε και τσου μετακομίζαμε σε άλλους. Έβανα τ αυτί μου στο τηλεγραφόξυλο και άκουα το ζζζζ του ηλεχτρικού που έτριζε στα σωθικά του.

Όταν φούσκωνε η άσφαλτος μέσα στην απόλυτη αποχαύνωση του μεσημεριού, κατακαλόκαιρο,  έσκαγα μία-μία τσι φουσκαλίθρες. Παιχνίδι κι αυτό.

Η βροχή που κυλούσε στη σούδα με τα κάρδαμα και τον άγριο αγιασμό. Ο σκύλος που βαριότανε κι αυτός και κυνηγούσε την ουρά του σε ένα ατέρμονο κύκλο.

Ο Άγιος Μόδεστος που εκρεμότουνε στο στάβλο. Εγιόρταζε τσι 18 Δεκέμβρη μετά του Αγίου Σπυριδώνου, τότες που ρουμάζανε τα πρώτα ξινόμηλα και τα χειμωνιάτικα απίδια.   Φυλάει τα ζα. Τσι γίδες, τσι μαρτίνες, την αγελάδα μας.  Τσι θεραπεύει  από τσι αρρώστιες. Προστατεύει τσι γέννες τους. Ήτονε ένας γέροντας με άσπρα μαγιά, χρυσά άμφια,  υψωμένο το χέρι σε ευλογία, αντάμα με τα ζα,  ολοτρόγυρά του,  κρεμασμένος σε ένα πέρονα πάνω από τσι μπάλλες με το σανό και, τα σακιά με τα γιόφυλλα και τα φύκια.

Οι τουρίστες με τα κοντοβράκια, τσι φωτογραφικές μηχανές περασμένες με πέτσινα λουριά τσου ώμους. Τσου Βασιλιάδες και τσι πριγκίπισσες με τα καπέλα, τα άσπρα χειρόκτια.  Ή και πιο χαλαροί με σορτσάκια και άσπρα ποκάμισα στα ανοιχτά τζιπάκια. Μασεχεραιτούσανε. Μασεγνωρίζανε.

Οι διψασμένοι διαβάτες, εχορταίνανε  φρέσκο νερό από την πηγή μας,  αρωματισμένο με το φύλλο τσι λεμονιάς.

Τα δέντρα συγυρισμένα με τσου γλυκούς καρπούς. Οι λιανογιές πανύψηλες ενώνανε τσι κορφές τους μοροζιάρικα.

Ο Ριζικάρης εχάθηκε μονολογώ και δακρύζω. Εχαθήκανε τα βενετσιάνικα έπιπλα, οι σπάνιες μπρουτσουλάνες, τα κρύσταλλα τα βάζα με τα όμορφα σκέδια, τα εκλεκτά κεντήματα με τη χρυσοκλωστή, τα μπροκαρ υφάσματα τσι πολυθρόνες και τσου καναπέδες, τα ζωγραφιστά κουάδρα,  χειρόγραφα εκκλησιαστικά βιβλία, τα ασημικά. Ακόμη και τα ταπεινά συμπληρώματα από το φτωχικό τση νόνας, που  όταν επέθανε,  ήφερε ο πατέρας για ρικόρντο. Ένα μπαγκούλι, ένα στράϊστο, μία λαδοφωτιά μια μισοτεγειομένη νταντέλα με το κροσοβέλονο μπιγμένονε στο τελευταίο πόντο.

Ο Ριζικάρης εχάθηκε και μαζί του οι πάνινες κουτσούνες που τσι΄χα σα παιδιά μου και ονειρευόμουνα τα δικά μου παιδιά που δεν ήρθανε όμως ποτέ.

Νιώθω βλέμματα απάνου μου, ήχους στ αυτιά μου, μυρωδιές παλαιές. Φίδια, σκούτζικες και μοστερίτσες τώρα είναι οι καινούργιοι παρτσινέβελοι.

Κι αν όλα εχαθήκανε, δεν εχάθηκε η θύμηση, η αίσθηση, η σπαραχτική νοσταλγία, στην άκρη των ματιώνε που στάζει  δάκρυ, στο λαιμό που τραγουδάει ένα λυγμό. Αυτά είναι δικά μου, μόνο δικά μου και για πάντα.

12.9.19

Ιδίωμα: ρομπαβέκιες=παλιά πράγματα, τζαρδίνια=παρτέρια,  λέαντρους=πικροδάφνες, αετονύχι, ζαμπέλα=είδος σταφυλιού, χυμωνικό=καρπούζι, μοσκιά= άγρια τριανταφυλλιά, γκόγκλα=στροφή, φουρκατέλα=φουρκέτα, καπάσες=γλάστρες, μετζαλούνα=φεγγίτης, μπατιδούρο=ρόπτρο, γραέλα=σιδερένια σχάρα για τις λάσπες, μαρτίνες=προβατίνες, ρικόρντο=ενθύνιο, κουτσούνες=κούκλες, παρτσινέβελοι=αφεντικά.

ΦΩΤΟ@Βούλα Τζιλιάνου