Τετάρτη 15.10.2025 ΚΕΡΚΥΡΑ

Σταμάτης Ασπιώτης – Μεγαλώνοντας στην Ταβέρνα του «Παπίρη»

ΕΝ THE MAGAZINE
17 Σεπτεμβρίου 2025 / 17:03
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Είκοσι πέντε χρόνια μετά το τέλος εποχής της αυθεντικής μορφή της θρυλικής ταβέρνας - αναφοράς του Καμπιέλου το «ΕΝ» ανασυνθέτει όσα θέριεψαν το μύθο, μέσα απ’ τα λόγια του γιου του αλησμόνητου, Κώστα Ασπιώτη

 «Ήταν η μοναδική, ίσως, ταβέρνα που τη διαφήμιζε δωρεάν ο ΕΟΤ, στα παλιά του ημερολόγια ή έβρισκες καταχώρηση στους τηλεφωνικούς καταλόγους, δίχως ποτέ να ζητήσουμε διαφήμιση! Έκριναν, μόνοι τους, πως “δεν γίνεται” να μην είναι πάντα μέσα...».

Ο ΧΩΡΟΣ και οι άνθρωποι. Τούτα ορίζουν το τοπόσημο. Χώροι με διακριτά χαρακτηριστικά. Επίδραση. Μοναδικότητα. Και άνθρωποι αυθεντικοί. Που άφησαν το ίχνος τους. Το στίγμα τους. Συνεχίζοντας, μέσ’ τους αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς των εποχών, να μεταφέρουν -ωσεί παρόντες- τον παλμό μιας εποχής, που πλέον δεν υπάρχει. Αβίαστα. Αξεθώριαστα. Ανεπαίσθητα. Σαν θρόισμα. Αχός... Καμπιέλο. Πέτρες παλιές, στενά, ανήλιαγα καντούνια, σπίτια ψηλά, κήποι ολάνθιστοι, μπουγάδες απλωμένες στο σχοινί. Και κάπου, ανάμεσα, η θρυλική ταβέρνα του «Παπίρη», με τη φιγούρα - αναφορά του Κώστα Ασπιώτη. Ακμαίο, χρόνια, κύτταρο, του όλου (κινηματογραφικού, περίπου) σκηνικού. Είκοσι πέντε χρόνια πριν, το κλειδί στην κλειδωνιά της παλιάς, αυθεντικής μορφής της, γύριζε για τελευταία του φορά. Είκοσι πέντε χρόνια έπειτα, με συνοδοιπόρο τον γιο του Κώστα, τον Σταμάτη, το «ΕΝ» περπάτησε εκεί που ήκμασε ο μύθος. Ανασυνθέτοντας, μέσα απ’ τα δικά του λόγια, όλα εκείνα που τον θέριεψαν. Σε πρώτο ΕΝ_ικό...

 

 

• «Το μαγαζί υπήρξε ήδη προπολεμικά. Παπίρης λεγόταν ο τότε ιδιοκτήτης του. Δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν. Ο πατέρας μου, o Κώστας Ασπιώτης, το πήρε (ίσως στα 50s) απ’ τον μπάρμπα του, με τον οποίο δούλευαν μαζί στο μαγαζί, διατηρώντας πάντοτε τη φίρμα. Η οποία ταυτίστηκε τόσο με την επιχείρηση, ώστε πολλοί νόμιζαν ότι Παπίρη λέγαν’ τον πατέρα μου - δεν το ‘ξεραν το Ασπιώτης. Mάλιστα, η αρχική ταμπέλα (εκείνες οι παλιές, μεταλλικές, οι ζωγραφισμένες στο χέρι) διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. Με τις απαραίτητες, κάθε δυο - τρία χρόνια, εργασίες συντήρησης, λόγω παλαιότητας... 

 

 

• Αν και όλοι τη γνώριζαν ως ταβέρνα, η άδεια λειτουργίας ήταν, εξ αρχής, ως οινομαγειρείο - έτσι αναφερόταν και στους καταλόγους. Δεν άλλαξε ποτέ, έως και το 2000, όταν κι ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε. Αφ’ ενός, μετά το ’81 και το άνοιγμα των τιμών, επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., δεν υπήρχε λόγος (με την απελευθέρωση, τότε, των τιμών στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, το κέρδος αυξήθηκε), αφ’ ετέρου, ο πατέρας μου ήθελε να διατηρήσει ό,τι το παλιό. Σε κάθε επίπεδο. Αισθητικά, παράδειγμα, γύρω - γύρω, το μαγαζί κράτησε πάντα την παλιά ψάθα, την οποία επίσης συντηρούσε...

• Οι δικές μου μνήμες αρχίζουν από 12 ετών. Κάθε καλοκαίρι, με το που τελείωνα το σχολείο, δούλευα εκεί - αργότερα και η μικρότερη αδελφή μου – μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Η εικόνα, αναλλοίωτη: ένα μικρό μαγαζί, με δύο εισόδους (μια βορινή και μια που “έβλεπε” στον Παντοκράτορα) και δέκα τραπέζια: ένα διπλό, στο κέντρο και περιφερειακά τα μονά με τις καρέκλες τους. Ξύλινα, όλα. Στη θέση παλαιότερων ξύλινων, μοναστηριακών μπάγκων, που, κατά τα λεγόμενα του πατέρα μου (εγώ δεν τους πρόλαβα) υπήρχαν παλαιότερα, κληρονομιά του μπάρμπα του.

 

 

• Μικρή ήταν και η κουζίνα. Με τα παλιά, τσίγκινα σκεύη, απ’ τα λατονιέρικα της Εβραϊκής - άλλη μια πτυχή του παραδοσιακού, που προείπα. Ο πατέρας μου, μάλιστα, είχε το... κουσούρι να ζητάει απ’ τον πελάτη να μπαίνει μέσα και να βλέπει τα φαγητά την ώρα που γίνονταν, είτε όταν ήταν έτοιμα! Δημιουργώντας ένα σκηνικό, που άρεσε, πολύ. Κι έμεινε...

• Ποιος ήταν ο πατέρας μου; Ένας τύπος μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο. Δεν τον θυμάμαι ποτέ κακόκεφο ή να γκρινιάζει. Φυσικά, μαγείρευε ο ίδιος - τα τελευταία χρόνια και η μητέρα μου. Το μεσημέρι μαγειρευτά, το βράδυ (και) ψητά. Φορώντας πάντα τη γαλάζια, κοντομάνικη ποδιά του, ραμμένη απ’ τον Δένδια, τον ράφτη, στην Εβραϊκή.

• Με τη μαγειρική μπλέχτηκε στο στρατό. Μόνος του έκοβε και τα κρέατα - είχαμε έναν μεγάλο, ξύλινο μπάγκο, σαν τους χασάπηδες. Και μόνος αγόραζε, κάθε πρωί, τις πρώτες ύλες, από καταστήματα, κατά βάση, της περιοχής. Ψάρια απ’ τα ψαράδικα (τον Μπογδάνο, τον Μαζαράκη, τον Χρηστίδη...), κρέατα απ’ τον Κοκκινόπουλο ή τον Κρητικό, μαναβικά απ’ τον Πουλημένο, τον Καρβούνη και τον Κούρκουλο, γαλακτοκομικά απ’ του Αλέξη (φρέσκο βούτυρο Κερκύρας και γιαούρτι σακούλας για το τζατζίκι που έφτιαχνε πάντα μόνος του) ή του Καμπίτση, στο καντούνι του Αγίου, ψωμί απ’ το αρτοποιείο του Μπάκου ή του κυρ-Κώστα (πρατήριο Πετρόπουλου), στη Φιλαρμονικής, Πανεμπορική, μπακάλικα Μπαμίχα και Μαυρόπουλου...

 

 

• Ήταν, βλέπεις, μια εποχή, που κάθε επιχειρηματίας της περιοχής στήριζε τον άλλον. Με μεταξύ τους σχέσεις ουσιαστικές, σε βαθμό, που ο άλλος άνοιγε π.χ. το φούρνο του βραδιάτικα, γιατί “ξέμεινα από ψωμί”...

• Η ανθρωπογεωγραφία του μαγαζιού περιλάμβανε τους πάντες: απ’ τον φτωχό εργάτη, μέχρι... τον εφοπλιστή! Κατ’ αρχήν, όλο το χρόνο, όλη η γειτονιά του Καμπιέλου ήταν πελάτες μας. Οι περισσότερες γυναίκες δε μαγείρευαν. Και κάθε μεσημέρι, έπαιρναν πακέτο για το σπίτι! Ιδίως το χειμώνα, πάλι, είχαμε πολλούς ντόπιους φοιτητές (τότε, ειδικά, που φτιάχτηκε το ΚΕΜΕΔΙ / Κέντρο Μετάφρασης και Διερμηνείας) και καθηγητές. Πλην άλλων, όλους τους καθηγητές μου σε Γυμνάσιο και Λύκειο (3ο και 3ο)! Αυτό ήταν και καλό και κακό. Γιατί, απ’ την μία, δεν μπορούσα στο σχολείο να κάνω... πολλά, απ’ την άλλη, κάποιες δύσκολες ασκήσεις, ιδίως σε Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, τις έδινα του κυρ-Κώστα και... κάτι γινόταν (γελάει)!

• Τα βράδια, μιας και ο πατέρας μου είχε πάντα κρεμασμένη στον τοίχο μια κιθάρα, στήνονταν γλεντάκια απ’ τις παρέες, με τραγούδι και κρασί, έως αργά. Το, δε, καλοκαίρι, η πελατεία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, διεθνής. Κυρίως Ιταλοί (Νο1 πελάτες μαζί με τους Έλληνες), αλλά και Αμερικάνοι, Γάλλοι, Εγγλέζοι, Γερμανοί. Πολλοί, μάλιστα, εξ αυτών, έρχονταν για πάρα πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ν’ αναπτυχθούν και φιλικοί δεσμοί - γνώρισα, να καταλάβεις, Ιταλούς, που ξεκίνησαν να έρχονται ως φοιτητές και... 50 χρόνια μετά, έρχονταν πια με τα εγγόνια τους! Αποτέλεσμα όλου αυτού ήταν ο πατέρας μου να φθάσει, με την τριβή, να μιλά έξι - επτά γλώσσες - τουλάχιστον, για τα περί φαγητού, ώστε να μπορεί να συνεννοηθεί. Τότε, μην ξεχνάς, δε μίλαγαν όλοι οι ξένοι αγγλικά. Ειδικά οι Γάλλοι και οι Ιταλοί...

• Από ιστορίες, τι να σου πρωτοπώ.... Μια φορά, θυμάμαι, ήρθε μια κυρία, γνωστή και λέει του πατέρα μου, “ρε, Κώστα, πες μου πώς να φτιάξω το παστίτσιο, γιατί έχω καλεσμένους αύριο”. Της εξηγεί, όμως έρχεται την επόμενη και του λέει πως η μπεσαμέλ της βγήκε στον... πάτο του ταψιού! Οπότε, της απαντάει ο πατέρας μου, “σιγά... γύρισε το ταψί ανάποδα και να βγει εντάξει!”…

• Mια άλλη φορά, ήταν ένας τύπος, Κερκυραίος (δε ζει πια), ο οποίος ζούσε χρόνια στην Ιταλία και είχε μπλέξει με τη Μαφία! Τον Αύγουστο επέστρεφε πάντα για διακοπές και, φυσικά, ερχόταν στο μαγαζί. Ένα βράδυ, που λες, μπαίνει κατά τις 10.00-10.30 και κάθεται στη γωνία. Παραγγέλνει, τρώει, πίνει το κρασί του, πίνει και δεύτερο και τρίτο και... σιγά - σιγά ευθυμεί! Κατά τις 2, τέλος πάντων, ξημερώματα, ο κόσμος έχει φύγει πια κι έχουμε μείνει εμείς κι αυτός. Τύφλα! Πάει, οπότε, ο πατέρας μου και του λέει “σιγά - σιγά να πάμε σπίτια μας, γιατί αύριο ξαναδουλεύουμε”. Κι αυτός βγάζει σουγιά! Ο πατέρας μου, βέβαια, τον ήξερε, δεν θα μας έκανε κακό - για εκφοβισμό το έκανε. Οπότε τον πιάσαμε με το καλό και μας την έκανε τη χάρη...

• Φυσικά, είχαμε και… άλλου είδους ιστορίες - όπως αυτή: Παρασκευή μεσημεράκι, έρχεται ένας κύριος, παντρεμένος, μαζί με τη φιλενάδα του. Κάθεται στο μεγάλο, διπλό, κεντρικό τραπέζι, παραγγέλνει και ξαφνικά μπαίνει από τη βόρεια είσοδο μια άλλη, ξανθιά κυρία: η γυναίκα του, τον παρακολουθούσε! Εγώ, θυμάμαι, ήμουν δίπλα στην κουζίνα, στην ταμειακή, έβγαζα κάτι μπύρες και την είδα. Τον πλησιάζει και του ‘σκασε δυο... ακόμη θυμάμαι τον κρότο! Και, δίχως να πει λέξη, φεύγει˙ κυρία - το μαγαζί γεμάτο, ε! Πρέπει να το χει ακόμη το σημάδι (γελάει)....

• Μ’ όλα αυτά, το μαγαζί εξελίχθηκε για δεκαετίες σε... έμβλημα του Καμπιέλου - κι απ’ όταν έκλεισε, η περιοχή ερήμωσε. Η μοναδική, ίσως, ταβέρνα που τη διαφήμιζε δωρεάν ο ΕΟΤ, στα παλιά του ημερολόγια ή έβρισκες, καταχώρηση στους τηλεφωνικούς καταλόγους, δίχως ποτέ να ζητήσουμε διαφήμιση! Έκριναν, μόνοι τους, πως “έπρεπε” να είναι πάντα μέσα. Ένα “δεν γίνεται να μην υπάρχει” ή “αν είσαι Κέρκυρα, πρέπει να πας”!

• Ο κύκλος ολοκληρώθηκε το 2000, όταν ο πατέρας μου πήρε σύνταξη. Δεν ήθελε να συνεχίζει, είναι πολύ κουραστικό επάγγελμα, δεν μπορείς να πας πουθενά - θυμάμαι τα λόγια του, “αν κλείσεις την επιχείρηση μια μέρα, χάνεις για δύο”. Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια, ελάχιστες φορές έμεινε κλειστό. Δούλευε και... με πυρετό, όλη η ζωή μας στο μαγαζί κι ας μείναμε ποτέ στο Καμπιέλο - μολονότι πολύς κόσμος πίστευε ότι μέναμε εκεί, πάνω απ’ το μαγαζί (απλά, εκεί έμενε η γιαγιά μου, που είχε έρθει απ’ το χωριό και κάποια μεσημέρια, για να μην πηγαινοέρχεται στην Καποδιστρίου, που ήταν το σπίτι μας, ο πατέρας μου ξεκουραζόταν εκεί). Παράλληλα, διάδοχη κατάσταση δεν υπήρχε - ο πατέρας μου, λόγω των δυσκολιών που προανέφερα, δεν ήθελε να είμαι στο μαγαζί. Έτσι, για κάποια χρόνια, παραχωρήθηκε στο θείο μου, τον αδελφό της μητέρας μου, ο οποίος, όμως, του άλλαξε χρήση: ουζερί - για την ακρίβεια, η τελευταία ταμπέλα, που σωζόταν μέχρι πρότινος, έγραφε “Τσιπουράδικο - γευσιπωλείο”. Αυτό, όμως, ήταν μια άλλη ιστορία. Κι ένα άλλο μαγαζί...

• Σήμερα, ο χώρος λειτουργεί ως ενοικιαζόμενο βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δεν περνάω πια συχνά από εκεί, ίσως μια - δυο φορές το χρόνο˙ για μεγάλα διαστήματα, βέβαια, μένω και Αθήνα. Αν με στεναχωρεί; Όχι. Όλα τα πράγματα, αναπόφευκτα, έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Όλα, είναι κύκλοι που κάποια στιγμή κλείνουν – και καλώς κλείνουν. Αλλιώς, εγκλωβίζεται σ’ ένα στείρο παρελθόν. Είναι ωραίο να έχεις αναμνήσεις. Είναι ωραίο να κρατάς τα “κέρδη” απ’ το χθες - μα, ως εκεί.

• Το μεγαλύτερο δικό μου “κέρδος” απ’ εκείνα τα χρόνια, με ρωτάς... Η επαφή, η καθημερινή συναναστροφή με όλον αυτόν τον κόσμο. Σχολείο, για να μην πω Πανεπιστήμιο! Γείτονες, ελεύθεροι επαγγελματίες, μαγαζάτορες, τουρίστες... Άνθρωποι μεγαλύτεροι από εμένα, που, δίχως να τα καταλάβουν, μου έδωσαν μεγάλα μαθήματα, ζωής. Η σοφία των ανθρώπων. Όχι απαραίτητα υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Σοφία λαϊκή. Με μια εντιμότητα, που, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει σήμερα...».

Μνήμες...

«Το μικρό ταβερνάκι του Παπίρη, κάτω ακριβώς απ’ τα φτερά του (αρχαγγέλλου του Καμπιέλου), δίπλα στον Παντοκράτορα. Είχε μόνιμα κρεμασμένες στον τοίχο του μαγαζιού δυο κιθάρες, στη διάθεση των ταχτικών του πελατών. Εκεί τα βράδια, μαζευόμασταν μικρές συντροφιές και με κρασί, κιθάρα και τραγούδι, αφήναμε τα νιάτα μας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες...»

Ευριπίδης Κλεόπας

«Και πού να γνωρίζατε τον πατέρα και τη μητέρα του Κώστα, που είχαν την παλιά ταβέρνα και το σπίτι τους ήταν από πάνω. Η ταβέρνα δεν είχε τσίπουρα τότε, είχε βαρέλια με κρασιά, ρετσίνες, μπύρες και αναψυκτικά, μεζέδες. Και, το κυριότερο, μπουρντούνια - ο καλύτερος μεζές...».

Γιάννης Σταθούλης

«Καταπληκτικός ψήστης ο “Παπίρης”... Kαι όχι μόνο. Θυμάμαι συκώτι κοκκινιστό - κόλαση, εντελώς! Και συχνάζανε και ονόματα. Θυμάμαι, μια φορά, μεσημέρι, να φεύγει ο Γιάννης Βογιατζής, ο τραγουδιστής...».

Σπύρος Χειρδάρης

 

Επιμέλεια: ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

EN THE MAGAZINE

ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1978. Πτυχιούχος Φιλολογίας (Φιλοσοφική Σχ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2001) και δημοσιογραφίας (New York College, 2002), θήτευσε επί 12ετία στην Αθήνα, με κύριες αναφορές τις εφημερίδες Αθλητική Ηχώ (2001-’08) και Εξέδρα / Δ.Ο.Λ. (2008-‘11) συν σειρά συνεργασιών με ιστοσελίδες και περιοδικά. Επιστρέφοντας Κέρκυρα, διετέλεσε υπεύθυνος Γραφείου Τύπου στις ΠΑΕ ΑΟ Κέρκυρα και ΑΟ Κασσιώπης (Super League). Συνδημιουργός και αρχισυντάκτης των ιστοσελίδων Corfusports (2011) και Corfustories (2020), της εφημερίδας Corfupress / Corfusports (2016) και των free press mag. Corfu Magazine (2017) και Corfu Stories (2018), μετά τη συνεργασία του με την Καθημερινή Ενημέρωση (2019-’20), επέστρεψε στον όμιλο Ενημέρωση το ’21, λόγω… ΕΝ-The Magazine. Eίναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ (βραβείο «Χρ. Σβολόπουλος», 2010).