Η Κοινοτοπία του Κακού

Η Χάνα Άρεντ, μία από τις σημαντικότερες πολιτικές φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη άποψη για το κακό.
Την διατύπωσε κυρίως μέσα από το έργο της «Ο Άιχμαν στα Ιεροσόλυμα: Η κοινοτοπία του Κακού» (1963). Το κακό, είπε η Άρεντ, μπορεί να προέρχεται από «κανονικούς» ανθρώπους που απλώς «κάνουν την δουλειά τους».
Κατά την Άρεντ, το κακό δεν προέρχεται απαραίτητα από πονηρούς ή βίαιους και σαδιστές ανθρώπους. Μπορεί να διαπραχθεί από κοινούς, «κανονικούς» ανθρώπους που δεν σκέφτονται και δεν αναλογίζονται τις συνέπειες των πράξεών τους. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Άιχμαν, ναζί αξιωματούχος που βοήθησε στην οργάνωση του Ολοκαυτώματος. Στη δίκη, η Άρεντ – παρούσα στο δικαστήριο, στα Ιεροσόλυμα, ως ανταποκρίτρια αμερικανικής εφημερίδας – παρατήρησε πως ο Άιχμαν δεν φαινόταν να είναι ένας φανατικός. Αντιθέτως, ήταν ένας τέλειος γραφειοκράτης που ακολουθούσε εντολές χωρίς καμία κριτική σκέψη.
Το κακό μπορεί να είναι ρηχό και όχι αποτέλεσμα βαθιάς κακίας, σκέφθηκε η Άρεντ. Το κακό είναι απουσία σκέψης. Η απουσία αναστοχασμού – δηλαδή το να μην σκέφτεσαι για τις πράξεις σου και τις ηθικές τους διαστάσεις – είναι καθοριστικός παράγων για την εμφάνιση του κακού. Η υπακοή σε εξουσία χωρίς κριτική και η απόλυτη συμμόρφωση προς «τας εντολάς και τας υποδείξεις» μπορούν να οδηγήσουν σε φρικαλεότητες.
Σε αντίθεση με προηγούμενες φιλοσοφικές παραδόσεις, όπως του Καντ ή του Αυγουστίνου, που έβλεπαν το κακό ως ριζικό και εγγενές στην ανθρώπινη φύση, η Άρεντ βλέπει το κακό ως επιφανειακό, καθημερινό, γραφειοκρατικό. Αυτό ακριβώς είναι και το ανησυχητικό: το κακό μπορεί να προκύψει από την απλή και χωρίς σκέψη συμμόρφωση σε κανόνες. Χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει κακή πρόθεση. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι τέρας για να πράξει το κακό. Αρκεί να παραιτηθεί από την προσωπική του κρίση και ευθύνη. Το κακό μπορούν να το διαπράξουν «συνηθισμένοι» άνθρωποι, μέσα από απάθεια και υποταγή.
Δριμεία κριτική εναντίον τής Άρεντ ήλθε από ένα παλιό φίλο της από τα χρόνια στην Γερμανία, τον φιλόσοφο Γκέρσομ Σόλεμ. Ο Σόλεμ ασκούσε εκείνο τον καιρό ιδιαίτερη επιρροή στα γράμματα και τα πολιτικά πράγματα του Ισραήλ και της Εβραϊκής διασποράς. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο φίλων ξεκίνησε μέσω ανοιχτών επιστολών. Όταν ο Σόλεμ χαρακτήρισε την «κοινοτοπία του κακού» φτηνό σύνθημα, πόρρω απέχον από το βαθύ και ριζικό κακό της «Καταγωγής του Ολοκληρωτισμού» (Άρεντ 1951), η Άρεντ απάντησε:
«Έχεις απόλυτο δίκιο αγαπητέ. Άλλαξα πράγματι γνώμη και δεν μιλάω πλέον για ριζικό κακό. Κατά την γνώμη μου το κακό δε είναι ποτέ ριζικό, είναι μόνο ακραίο, και δεν διαθέτει μήτε βάθος μήτε δαιμονική διάσταση. Μπορεί να μεγαλώσει και να ρημάξει τον κόσμο ακριβώς επειδή απλώνεται σαν την μούχλα στην επιφάνεια. Φοβάται την σκέψη επειδή η σκέψη προσπαθεί πάντα να φθάνει σε κάποιο βάθος, να πηγαίνει στις ρίζες. Μόνο το καλό έχει βάθος και είναι ριζικό.»
ΥΓ.1: Η Χάνα Άρεντ (1906-1975) παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση της δομής της λόγου του Άιχμαν, δικαζόμενου το 1961 στα Ιεροσόλυμα για ναζιστικά εγκλήματα. Προσπάθησε η Άρεντ να εξηγήσει την εκ μέρους του Άιχμαν απουσία σκέψης και κρίσης. Ο κατηγορούμενος μιλάει διαρκώς με στερεότυπες φράσεις, τα «γερμανικά των ναζί», μιλάει δηλαδή με το στόμα και το μυαλό ενός άλλου, κάποιου φύρερ. Η Άρεντ, εβραία που γνωρίζει τα γερμανικά ως μητρική γλώσσα, όπως γνωρίζει και τα εβραϊκά, αντιλαμβάνεται τη δυσκολία των μεταφραστών στο δικαστήριο. Ο Άιχμαν νομίζει ότι γίνεται αντιληπτός, ενώ στην πραγματικότητα δεν γίνεται. «Ό,τι έλεγε», γράφει η Άρεντ για τον Άιχμαν, «ήταν πάντα το ίδιο, εκφραζόμενο με τις ίδιες πάντα λέξεις. Καμία επικοινωνία δεν ήταν δυνατή μαζί του, όχι επειδή ψευδόταν αλλά επειδή δεν σκεφτόταν.» (Άρεντ 1963)
ΥΓ.2: «Αυτοί οι λίγοι που ήταν ακόμα σε θέση να διαχωρίσουν το σωστό από το λάθος το έκαναν ορμώμενοι από τις εντελώς δικές τους κρίσεις, και έτσι έπραξαν ελεύθερα. Δεν υπήρχαν κανόνες να ακολουθήσεις για να υπαγάγεις κάπου τις περιπτώσεις με τις οποίες ερχόσουν αντιμέτωπος καθημερινά. Είχες να αποφασίσεις ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, καθώς αυτή εμφανιζόταν μπροστά σου, διότι δεν υπήρχαν κανόνες για αυτό που δεν είχε προηγούμενο.» (Άρεντ 1963)
ΥΓ.3: Γι αυτούς που λένε ότι ο Άιχμαν στην δίκη φόρεσε μια μάσκα που ξεγέλασε την Άρεντ, αρκεί μια ματιά στη δική μας πρόσφατη ιστορία – κατοχή και δικτατορία. Ακόμη κι αν ξεγελάστηκε, η Άρεντ μίλησε για όλους αυτούς που, κι εδώ, όπως κι αλλού, έκαναν και κάνουν «κανονικά», κοινότοπα την δουλειά τους, σιωπώντας ή και καταδίδοντας και παραδίδοντας. (Το είδος συναντάται και σε καιρό ειρήνης.)
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΣ
Οικονομολόγος, διεθνολόγος, Ph.D.. Δίδαξε στην τεε επί 30 έτη, επί 13 διευθυντής επαλ. Συγγραφέας, "Γεωπολιτική των Εθνών", Παπαζήσης, κλπ, και αρθρογράφος στον καθημερινό και ειδικό τύπο, συνεργάτης της "Ε" από το 1990. Ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παραγωγός, "Απαρχές της Jaz", ΕΡΑ Κέρκυρας, και τα πολιτικο--πολιτισμικά "Περιγράμματα", Start TV, Corfu Channel, enimerosi.com. Αλεξανδρινός, Κερκυραίος, Έλληνας, πολίτης του κόσμου. Συγγραφέας: Ντοστογιέφσκι. Φιλόσοφος: Χάνα Άρεντ. Απόφθεγμα: «Ζήσε σαν στην τελευταία σου μέρα, μάθαινε σαν να πρόκειται να ζεις αιώνια», Γκάντι.