170 χρόνια πριν ο πρώτος ελληνικός ... «Ριζοσπάστης» (Μέρος Β΄)
Χρήστος Κορφιάτης
28 Δεκεμβρίου 2020
/ 09:51
Δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του κειμένου που έχουν συντάξει οι Αγγελική Κορφιάτη, Αφροδίτη Κορφιάτη και Χρήστος Κορφιάτης
Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο
Στην Ελλάδα το 1848 είχε ξεσπάσει, εξάλλου, η στάση της Καλαμάτας εναντίον του βασιλιά Οθωνα και της βαυαροκρατίας, με τον επικεφαλής της Γ. Περρωτή να καταφεύγει στα Επτάνησα. Επίσης, στην Ελλάδα τη διετία 1849-1850 είχε εκδηλωθεί αφόρητη βρετανική πίεση με αφορμή την «Υπόθεση Πατσίφικο» για τα μέτρα που είχαν ληφθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί δανειοδότηση της Ελλάδας από τη διεθνή τράπεζα μιας οικογένειας που έμελλε τον επόμενο αιώνα να αποκτήσει μεγάλο οικογενειακό ακίνητο - φέουδο στην Κέρκυρα και να συνάψει ιδιαίτερες σχέσεις με τα τοπικά αστικά πολιτικά επιτελεία, εκείνης των Ρότσιλντ, η οποία κάθε τόσο φιλοξενεί στο νησί κορυφαίους πολιτικούς του διεθνούς αστικού τζετ σετ, συμπεριλαμβανομένων Ευρωπαίων πρωθυπουργών. Το Βρετανικό Ναυτικό είχε προχωρήσει σε ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, με ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα όφειλε για την υπόθεση αυτή, πέραν των άλλων, να χορηγήσει αποζημιώσεις σε «Επτανήσιους» εφοπλιστές για την πειρατεία πλοίων τους σε ελληνικές ακτές και να εισφέρει νησιά της στο προτεκτοράτο των «Ηνωμένων Ιονίων Νήσων».
Σταθερά τασσόταν στο πλευρό του υπόλοιπου ελληνικού λαού:
«Δεινά (...) σήμερον διάκειται η πολυπαθής μήτηρ Ελλάς, ένεκα αιφνιδίου και πάντη απροσδοκήτου εχθρικής επιθέσεως, προσβαλλούσης την ανεξαρτησίαν της και σκοπόν εχούσης την παντελή παράλυσιν της ελληνικής κοινωνίας· επιθέσεως απαραδειγματίστου εις τα χρονικά των πεπολιτισμένων εθνών (...) Οι αυτουργοί της επιθέσεως ταύτης ευαρεστούνται, παρά πάσαν αλήθειαν, να στηρίζωσιν εν μέρει την διαγωγήν των εις την υπεράσπισιν τάχα Επτανησίων ζημιωθέντων εις το Ελληνικόν Κράτος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 3, «Σχέδιον...», ό.π.).
Στα ίδια τα νησιά του Ιονίου, τη διετία 1848-1849 ένοπλα αγροτικά, κυρίως, κινήματα στην Κεφαλονιά αντιμετωπίστηκαν από τους Βρετανούς με απίστευτη, άγρια καταστολή. Συγχρόνως, η βρετανική Αρμοστεία με τον φιλελεύθερο κατά τα άλλα αρμοστή Ward ενίσχυε το φιλικό της Κόμμα των Μεταρρυθμιστών, που εκπροσωπούσε το ισχυρότερο τμήμα της επτανησιακής αστικής τάξης και παρέπεμπε στο αόριστο μέλλον την ένωση των νησιών με την Ελλάδα, την οποία και αυτό διακήρυσσε, επικαλούμενο τις δυσχερείς διεθνείς συνθήκες και τους αντίξοους διεθνείς συσχετισμούς. Επίσης, οι Βρετανοί ενίσχυαν το τελείως διαβλητό στις λαϊκές μάζες κόμμα των λεγόμενων «Καταχθονίων», που συσπείρωνε κυρίως κύκλους της παλιάς αριστοκρατίας και εξαρτημένα από την κατοχική δύναμη ανώτερα υπαλληλικά στρώματα.
Δεν γονάτιζε στους ισχυρούς:
«Σας το κηρύττομεν παρρησία, Κύριε Ουάρδε, ο Επτανησιακός λαός και η αντιπροσωπεύουσα αυτόν Βουλή ούτε ευγνωμοσύνην ούτε φιλοφροσύνην οφείλουσιν εις κυβέρνησιν ήτις, πότε δολίως, πότε διά της λόγχης και του τηλεβόλου, τω αφήρπασε τα απαράγραπτα δικαιώματά του (...), τον περιεφρόνησε, τον διήρπασε, τον ελήστευσε, τον απεγύμνωσε, τον επτώχυνε, κατέστησε αυτόν ξηρόν σκελετόν, και επί τέλους τον επυρπόλησε, τον ηδχόνισε και τον εμαστίγωσεν ανηλεώς. Οχι! λέγομεν, ο επτανησιακός λαός δεν οφείλει ευγνωμοσύνης και ευχαρισίας τεκμήρια προς τοιαύτην τυραννικήν και άρπαγα κυβέρνησιν· αλλά γογγυσμούς γοερούς, κατάρας εκ βάθους ψυχής (...) Ημείς ούτε ανεγνωρίσαμεν ούτε αναγνωρίζομεν ποτέ τας συνομολογουμένας συνθήκας μεταξύ των δυνατών της γης, διά των οποίων οι ατυχείς λαοί πωλούνται, αγοράζονται, ανταλλάσσονται και διανέμονται ως τόσα κτήνη· (...) αι επάρατοι αύται συνθήκαι δεν είναι ειμή το αποτέλεσμα της βίας ή της ανάγκης· άμα δε αύτη εκλείψη ή εκείνη δυνηθή να καταβληθή - το οποίον έγκειται εις αυτήν των την φύσιν και ή εγρήγορα ή αργά είναι αδύνατον να μη ακολουθήση - οι λαοί αναλαμβάνουσιν αυτοδικαίως την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 3, σελ. 1, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 6.5.1850).
Εχουν εντοπιστεί τέσσερα φύλλα της κερκυραϊκής εφημερίδας «Ο Ριζοσπάστης». Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε η έκδοσή της και κάτω από ποιες συνθήκες. Το τελευταίο γνωστό σωζόμενο φύλλο της φέρει τον αριθμό 4 και εκδόθηκε τις 17 Μαΐου 1850. Στο φύλλο αυτό καταχωρήθηκε επιστολή του διευθυντή του τυπογραφείου, που εξηγούσε ότι η εκτύπωσή του είχε καθυστερήσει για λόγους που είχαν σχέση με την ιδιοκτησία της εταιρείας.
Ηδη από το δεύτερο φύλλο της η εφημερίδα έκανε λόγο περί «καταπτύστου αγγλοϊονικής συμμορίας» και σημείωνε επικαλούμενη Ριζοσπάστες βουλευτές: «Και αυτή ακόμη η νεωστί καθιερωθείσα ελευθερία του Τύπου κατέστη αντικείμενον παντοίων επιβουλών, συκοφαντιών και αυθαιρέτων καταδιώξεων, οσάκις αι αλήθειαι τας οποίας διεσάλπισεν απέβησαν δυσάρεστοι εις τα ώτα των δυνατών της ημέρας».
Στάθηκε παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής του λαού απέναντι στον Αρμοστή Ward και τους υποτακτικούς του, παρά το γεγονός ότι η βρετανική εξουσία κατηγορούσε το Ριζοσπαστικό Κόμμα ότι το 1850 ετοίμαζε «επαναστατικό κίνημα».
Ηταν εφημερίδα που δεν μάσαγε τα λόγια της:
«Κύριε Ουάρδε (...) Η Βουλή έκαμε μνείαν των ανοσιουργημάτων της στρατοκρατίας σου εις Κεφαλληνίαν (...) Ανατριχιάζεις οσάκις γίνεται λόγος περί των πραγμάτων εκείνων φοβούμενος μη σε καταπνίξη το αίμα των θυμάτων σου! Εμπρός, Κύριε Ουάρδε! ο πολιτικός τάφος σου είναι ήδη ανεωγμένος! εις αυτόν θέλεις καταβή με τας αράς της Κεφαλληνίας, της Επτανήσου, της Ελλάδος απάσης και της Ευρώπης. Η ιστορία του πολιτικού σου βίου, κατά την Επτάνησον, θέλει μετά φρίκης αναγινώσκεσθαι, και θέλει σε κατατάσσει ως εφάμιλλον των τεράτων του απολυτισμού και της σκληρότητος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 2, σελ. 2, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 15.4.1850).
Συγχρόνως, η εφημερίδα παρουσίαζε στις στήλες της πρωτοβουλίες των Ριζοσπαστών για την ψήφιση νομοσχεδίων με χαρακτήρα κοινωνικής δικαιοσύνης και θέσπισης δημοκρατικών δικαιωμάτων για την κατάργηση φόρων που βάρυναν τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, την αναίρεση γαιοκτημονικών τίτλων ευγενείας, την ευνοϊκή για τον λαό τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, την αρχή της καθολικής ψήφου, τη διαφοροποίηση του περιεχομένου του όρκου των βουλευτών ώστε να ορκίζονται πίστη στα συμφέροντα του λαού.
Αναδημοσιεύοντας εκτεταμένη αναφορά Ριζοσπαστών βουλευτών για τις βρετανικές βαναυσότητες στην Κεφαλονιά, στο τρίτο φύλλο της σημείωνε την ανάγκη η Βουλή να ζητήσει απόδοση ευθυνών «περί των αυθαιρεσιών, των μαστιγώσεων, των απαγχονισμών, των βεβηλώσεων των Ναών του Θεού, των εμπρησμών και της εκ των θεμελίων κατεδαφίσεως των οικιών, της καταστροφής των ιδιοκτησιών, των φυλακισμών, των σφαγών αθώων θυμάτων, της καταπατήσεως των νόμων, και εν γένει των αδικημάτων, των βιαιοπραγιών, των καταθλίψεων, των αποκλεισμών, και τόσων άλλων ανηκούστων και ατιμωτικών πράξεων, των οποίων η γενναία μεν, αλλά δυστυχής Κεφαλληνία, έγεινεν έρμαιον, κατά τους παρελθόντας μήνας, Αύγουστον, Σεπτέμβριον και Οκτώβριον, και αι οποίαι, κατά την σκληρότητα και βαρβαρότητα, υπερέβησαν και αυτάς ακόμη των φρικαλέων εποχών του μεσαιώνος».
Στο τέταρτο και τελευταίο γνωστό φύλλο της η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του ιερωμένου Μιλτιάδη Κουρβισιάνου, που για την υποστήριξή του στους Ριζοσπάστες είχε αποπεμφθεί από την Εκκλησία με αστυνομική μεσολάβηση και κατήγγειλε «κτηνώδη βία», προκειμένου να αφαιρέσει το ράσο του, προσθέτοντας για τον αγώνα των Ριζοσπαστών: «Είμαι έτοιμος να προσφέρω και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου».
Ωστόσο, είτε συνεχίστηκε είτε έπαυσε γρήγορα η κυκλοφορία της, η εφημερίδα, ως όργανο ριζοσπαστικών θέσεων με συγκρουσιακά εθνικά και κοινωνικά αιτήματα, είχε συνέχεια στα Επτάνησα με έντυπα με παρεμφερή ή άλλον ριζοσπαστικό τίτλο.
Στην Κεφαλονιά, ενώ στην ηγεσία του Ριζοσπαστικού Κόμματος την περίοδο της εξορίας των βασικών στελεχών του σε απομονωμένα νησάκια του Ιονίου είχαν αναρριχηθεί πολιτικοί που περιόριζαν τον αγώνα στην ένωση των νησιών με την Ελλάδα και έθεταν στο περιθώριο τα δημοκρατικά - κοινωνικά αιτήματα ως άκαιρα, αν όχι και εξτρεμιστικά, από το φθινόπωρο του 1862 μέχρι και τα μέσα περίπου του 1863 κυκλοφόρησε η «πολιτική» εφημερίδα «Ο Αληθής Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Σπυρίδωνα Λιβαθινόπουλο. Αφανής υπεύθυνος, όπως πιστεύεται, ήταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος. Σαράντα οκτώ φύλλα της εφημερίδας αυτής, που κυκλοφορούσε «τετράκις του μηνός, συνήθως κατά Σάββατο» και τυπωνόταν στο τοπικό τυπογραφείο «Κεφαλληνία», σώζονται στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι.
Επίσης, πάλι στην Κεφαλονιά, το 1863 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία «εθνική και δημοτική» εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Γεράσιμο Φασόη. Τυπωνόταν σε τυπογραφείο ονόματι «Ανατολή». Στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη σώζονται τρία φύλλα της, το τελευταίο των οποίων ήταν το 34ο κατά σειρά.
Ο Ι. Μομφερράτος
Αν και οι υποτιθέμενες κατηγορίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού οι ιδέες τους δεν είχαν εξελιχθεί τόσο, ο Ι. Μομφερράτος (βλ. φωτογραφία πάνω) και άλλοι πρωταγωνιστές της ίδρυσης του Ριζοσπαστικού Κόμματος θα χαρακτηρίζονταν επικριτικά το 1858, από συναδέλφους τους οπαδούς του αστικού καπιταλιστικού συστήματος και της βασιλευομένης αστικής δημοκρατίας, ως υποστηρικτές «του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν» και «σοσιαλισταί ή κομμουνισταί», που δήθεν πρέσβευαν ότι ο «Ριζοσπαστισμός είναι ταυτόσημος με το δημοκρατικομμουνισμός», επειδή ζητούσαν «εθνικήν ενταυτώ και δημοκρατικήν αποκατάστασιν, πολιτικήν συνάμα και κοινωνικήν ανάπλασιν». Στην Ιόνιο Βουλή, στην Κέρκυρα, ο επικεφαλής του επίσης άτυπου Μεταρρυθμιστικού Κόμματος είχε προσδιορίσει ως «άκρα αριστερά» τους Ριζοσπάστες βουλευτές. Εξάλλου, σύμφωνα με τον πρώτο, κερκυραϊκό «Ριζοσπάστη», η «Ριζοσπαστική μερίς» της Ιονίου Βουλής καθόταν «εις το αριστερό άκρον» της αίθουσας του Βουλευτηρίου.
Από το 1849 ο Μομφερράτος (1816-1888) είχε διατυπώσει την υποστήριξή του σε γνήσια λαϊκά συνθήματα, όπως αυτά: «Εθνική ανεξαρτησία - Ζήτω η απελευθέρωσις των λαών», «Ελευθερία - Ισότης - Αδελφότης», «Κάτω η Αγγλοκρατία - Ζήτω η Επανάστασις - Ζήτω η Ενωσις», «Ζήτω η Παγκόσμιος Δημοκρατία». Διακήρυσσε, συγχρόνως, ότι δεν υπάρχει εθνική κυριαρχία δίχως κοινωνική ελευθερία. Δήλωνε ότι σκοπός του ήταν «η ανάπτυξις και διάδοσις των υγιών πολιτικών και κοινωνικών αρχών, επί των οποίων πάσα καλώς ωργανισμένη πολιτεία πρέπει να στηρίζεται, και κατά τας οποίας η ελληνική κοινωνία, υπέρ πάσαν άλλην, πρέπει να διοργανισθή», αξιοποιώντας προχωρημένες θέσεις «των ενδόξων του γαλλικού λαού επαναστάσεων». Το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, υπήρξε ο μοναδικός Ελληνας βουλευτής που καταψήφισε στη Βουλή το νέο ελληνικό αστικό Σύνταγμα του έτους αυτού, ζητώντας αβασίλευτη δημοκρατία.
Οι ιδέες των πρωτοπόρων εκείνου του κινήματος απηχούσαν, κυρίως, πρωτόλειες ή ουτοπικές και ρομαντικές - χριστιανικές μικροαστικές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αντιλήψεις, αντίστοιχες εκείνων του Τζουζέπε Ματσίνι, του Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, του Σεν Σιμόν και του Λουί Μπλανκί, ορισμένες από τις οποίες είχαν βρει απήχηση σε Επτανήσιους, όπως ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, από το πρώτο κιόλας μισό του 19ου αιώνα. Ο Μομφερράτος διακινούσε έργα του Ματσίνι για το δημοκρατικό κίνημα της ιταλικής ενοποίησης και σε συνδρομητές στην Κέρκυρα, όπου βασικοί εκπρόσωποι του Ριζοσπαστικού Κόμματος ήταν ο βουλευτής Χριστόδουλος Ποφάντης και ο ποιητής Γεώργιος Μαρτινέλης, αμφότεροι πρωτοπόροι αγωνιστές του καιρού τους.
(Συνεχίζεται)
Στην Ελλάδα το 1848 είχε ξεσπάσει, εξάλλου, η στάση της Καλαμάτας εναντίον του βασιλιά Οθωνα και της βαυαροκρατίας, με τον επικεφαλής της Γ. Περρωτή να καταφεύγει στα Επτάνησα. Επίσης, στην Ελλάδα τη διετία 1849-1850 είχε εκδηλωθεί αφόρητη βρετανική πίεση με αφορμή την «Υπόθεση Πατσίφικο» για τα μέτρα που είχαν ληφθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί δανειοδότηση της Ελλάδας από τη διεθνή τράπεζα μιας οικογένειας που έμελλε τον επόμενο αιώνα να αποκτήσει μεγάλο οικογενειακό ακίνητο - φέουδο στην Κέρκυρα και να συνάψει ιδιαίτερες σχέσεις με τα τοπικά αστικά πολιτικά επιτελεία, εκείνης των Ρότσιλντ, η οποία κάθε τόσο φιλοξενεί στο νησί κορυφαίους πολιτικούς του διεθνούς αστικού τζετ σετ, συμπεριλαμβανομένων Ευρωπαίων πρωθυπουργών. Το Βρετανικό Ναυτικό είχε προχωρήσει σε ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, με ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα όφειλε για την υπόθεση αυτή, πέραν των άλλων, να χορηγήσει αποζημιώσεις σε «Επτανήσιους» εφοπλιστές για την πειρατεία πλοίων τους σε ελληνικές ακτές και να εισφέρει νησιά της στο προτεκτοράτο των «Ηνωμένων Ιονίων Νήσων».
Σταθερά τασσόταν στο πλευρό του υπόλοιπου ελληνικού λαού:
«Δεινά (...) σήμερον διάκειται η πολυπαθής μήτηρ Ελλάς, ένεκα αιφνιδίου και πάντη απροσδοκήτου εχθρικής επιθέσεως, προσβαλλούσης την ανεξαρτησίαν της και σκοπόν εχούσης την παντελή παράλυσιν της ελληνικής κοινωνίας· επιθέσεως απαραδειγματίστου εις τα χρονικά των πεπολιτισμένων εθνών (...) Οι αυτουργοί της επιθέσεως ταύτης ευαρεστούνται, παρά πάσαν αλήθειαν, να στηρίζωσιν εν μέρει την διαγωγήν των εις την υπεράσπισιν τάχα Επτανησίων ζημιωθέντων εις το Ελληνικόν Κράτος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 3, «Σχέδιον...», ό.π.).
Στα ίδια τα νησιά του Ιονίου, τη διετία 1848-1849 ένοπλα αγροτικά, κυρίως, κινήματα στην Κεφαλονιά αντιμετωπίστηκαν από τους Βρετανούς με απίστευτη, άγρια καταστολή. Συγχρόνως, η βρετανική Αρμοστεία με τον φιλελεύθερο κατά τα άλλα αρμοστή Ward ενίσχυε το φιλικό της Κόμμα των Μεταρρυθμιστών, που εκπροσωπούσε το ισχυρότερο τμήμα της επτανησιακής αστικής τάξης και παρέπεμπε στο αόριστο μέλλον την ένωση των νησιών με την Ελλάδα, την οποία και αυτό διακήρυσσε, επικαλούμενο τις δυσχερείς διεθνείς συνθήκες και τους αντίξοους διεθνείς συσχετισμούς. Επίσης, οι Βρετανοί ενίσχυαν το τελείως διαβλητό στις λαϊκές μάζες κόμμα των λεγόμενων «Καταχθονίων», που συσπείρωνε κυρίως κύκλους της παλιάς αριστοκρατίας και εξαρτημένα από την κατοχική δύναμη ανώτερα υπαλληλικά στρώματα.
Δεν γονάτιζε στους ισχυρούς:
«Σας το κηρύττομεν παρρησία, Κύριε Ουάρδε, ο Επτανησιακός λαός και η αντιπροσωπεύουσα αυτόν Βουλή ούτε ευγνωμοσύνην ούτε φιλοφροσύνην οφείλουσιν εις κυβέρνησιν ήτις, πότε δολίως, πότε διά της λόγχης και του τηλεβόλου, τω αφήρπασε τα απαράγραπτα δικαιώματά του (...), τον περιεφρόνησε, τον διήρπασε, τον ελήστευσε, τον απεγύμνωσε, τον επτώχυνε, κατέστησε αυτόν ξηρόν σκελετόν, και επί τέλους τον επυρπόλησε, τον ηδχόνισε και τον εμαστίγωσεν ανηλεώς. Οχι! λέγομεν, ο επτανησιακός λαός δεν οφείλει ευγνωμοσύνης και ευχαρισίας τεκμήρια προς τοιαύτην τυραννικήν και άρπαγα κυβέρνησιν· αλλά γογγυσμούς γοερούς, κατάρας εκ βάθους ψυχής (...) Ημείς ούτε ανεγνωρίσαμεν ούτε αναγνωρίζομεν ποτέ τας συνομολογουμένας συνθήκας μεταξύ των δυνατών της γης, διά των οποίων οι ατυχείς λαοί πωλούνται, αγοράζονται, ανταλλάσσονται και διανέμονται ως τόσα κτήνη· (...) αι επάρατοι αύται συνθήκαι δεν είναι ειμή το αποτέλεσμα της βίας ή της ανάγκης· άμα δε αύτη εκλείψη ή εκείνη δυνηθή να καταβληθή - το οποίον έγκειται εις αυτήν των την φύσιν και ή εγρήγορα ή αργά είναι αδύνατον να μη ακολουθήση - οι λαοί αναλαμβάνουσιν αυτοδικαίως την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 3, σελ. 1, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 6.5.1850).
Εχουν εντοπιστεί τέσσερα φύλλα της κερκυραϊκής εφημερίδας «Ο Ριζοσπάστης». Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε η έκδοσή της και κάτω από ποιες συνθήκες. Το τελευταίο γνωστό σωζόμενο φύλλο της φέρει τον αριθμό 4 και εκδόθηκε τις 17 Μαΐου 1850. Στο φύλλο αυτό καταχωρήθηκε επιστολή του διευθυντή του τυπογραφείου, που εξηγούσε ότι η εκτύπωσή του είχε καθυστερήσει για λόγους που είχαν σχέση με την ιδιοκτησία της εταιρείας.
Ηδη από το δεύτερο φύλλο της η εφημερίδα έκανε λόγο περί «καταπτύστου αγγλοϊονικής συμμορίας» και σημείωνε επικαλούμενη Ριζοσπάστες βουλευτές: «Και αυτή ακόμη η νεωστί καθιερωθείσα ελευθερία του Τύπου κατέστη αντικείμενον παντοίων επιβουλών, συκοφαντιών και αυθαιρέτων καταδιώξεων, οσάκις αι αλήθειαι τας οποίας διεσάλπισεν απέβησαν δυσάρεστοι εις τα ώτα των δυνατών της ημέρας».
Στάθηκε παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής του λαού απέναντι στον Αρμοστή Ward και τους υποτακτικούς του, παρά το γεγονός ότι η βρετανική εξουσία κατηγορούσε το Ριζοσπαστικό Κόμμα ότι το 1850 ετοίμαζε «επαναστατικό κίνημα».
Ηταν εφημερίδα που δεν μάσαγε τα λόγια της:
«Κύριε Ουάρδε (...) Η Βουλή έκαμε μνείαν των ανοσιουργημάτων της στρατοκρατίας σου εις Κεφαλληνίαν (...) Ανατριχιάζεις οσάκις γίνεται λόγος περί των πραγμάτων εκείνων φοβούμενος μη σε καταπνίξη το αίμα των θυμάτων σου! Εμπρός, Κύριε Ουάρδε! ο πολιτικός τάφος σου είναι ήδη ανεωγμένος! εις αυτόν θέλεις καταβή με τας αράς της Κεφαλληνίας, της Επτανήσου, της Ελλάδος απάσης και της Ευρώπης. Η ιστορία του πολιτικού σου βίου, κατά την Επτάνησον, θέλει μετά φρίκης αναγινώσκεσθαι, και θέλει σε κατατάσσει ως εφάμιλλον των τεράτων του απολυτισμού και της σκληρότητος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 2, σελ. 2, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 15.4.1850).
Συγχρόνως, η εφημερίδα παρουσίαζε στις στήλες της πρωτοβουλίες των Ριζοσπαστών για την ψήφιση νομοσχεδίων με χαρακτήρα κοινωνικής δικαιοσύνης και θέσπισης δημοκρατικών δικαιωμάτων για την κατάργηση φόρων που βάρυναν τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, την αναίρεση γαιοκτημονικών τίτλων ευγενείας, την ευνοϊκή για τον λαό τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, την αρχή της καθολικής ψήφου, τη διαφοροποίηση του περιεχομένου του όρκου των βουλευτών ώστε να ορκίζονται πίστη στα συμφέροντα του λαού.
Αναδημοσιεύοντας εκτεταμένη αναφορά Ριζοσπαστών βουλευτών για τις βρετανικές βαναυσότητες στην Κεφαλονιά, στο τρίτο φύλλο της σημείωνε την ανάγκη η Βουλή να ζητήσει απόδοση ευθυνών «περί των αυθαιρεσιών, των μαστιγώσεων, των απαγχονισμών, των βεβηλώσεων των Ναών του Θεού, των εμπρησμών και της εκ των θεμελίων κατεδαφίσεως των οικιών, της καταστροφής των ιδιοκτησιών, των φυλακισμών, των σφαγών αθώων θυμάτων, της καταπατήσεως των νόμων, και εν γένει των αδικημάτων, των βιαιοπραγιών, των καταθλίψεων, των αποκλεισμών, και τόσων άλλων ανηκούστων και ατιμωτικών πράξεων, των οποίων η γενναία μεν, αλλά δυστυχής Κεφαλληνία, έγεινεν έρμαιον, κατά τους παρελθόντας μήνας, Αύγουστον, Σεπτέμβριον και Οκτώβριον, και αι οποίαι, κατά την σκληρότητα και βαρβαρότητα, υπερέβησαν και αυτάς ακόμη των φρικαλέων εποχών του μεσαιώνος».
Στο τέταρτο και τελευταίο γνωστό φύλλο της η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του ιερωμένου Μιλτιάδη Κουρβισιάνου, που για την υποστήριξή του στους Ριζοσπάστες είχε αποπεμφθεί από την Εκκλησία με αστυνομική μεσολάβηση και κατήγγειλε «κτηνώδη βία», προκειμένου να αφαιρέσει το ράσο του, προσθέτοντας για τον αγώνα των Ριζοσπαστών: «Είμαι έτοιμος να προσφέρω και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου».
Ωστόσο, είτε συνεχίστηκε είτε έπαυσε γρήγορα η κυκλοφορία της, η εφημερίδα, ως όργανο ριζοσπαστικών θέσεων με συγκρουσιακά εθνικά και κοινωνικά αιτήματα, είχε συνέχεια στα Επτάνησα με έντυπα με παρεμφερή ή άλλον ριζοσπαστικό τίτλο.
Στην Κεφαλονιά, ενώ στην ηγεσία του Ριζοσπαστικού Κόμματος την περίοδο της εξορίας των βασικών στελεχών του σε απομονωμένα νησάκια του Ιονίου είχαν αναρριχηθεί πολιτικοί που περιόριζαν τον αγώνα στην ένωση των νησιών με την Ελλάδα και έθεταν στο περιθώριο τα δημοκρατικά - κοινωνικά αιτήματα ως άκαιρα, αν όχι και εξτρεμιστικά, από το φθινόπωρο του 1862 μέχρι και τα μέσα περίπου του 1863 κυκλοφόρησε η «πολιτική» εφημερίδα «Ο Αληθής Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Σπυρίδωνα Λιβαθινόπουλο. Αφανής υπεύθυνος, όπως πιστεύεται, ήταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος. Σαράντα οκτώ φύλλα της εφημερίδας αυτής, που κυκλοφορούσε «τετράκις του μηνός, συνήθως κατά Σάββατο» και τυπωνόταν στο τοπικό τυπογραφείο «Κεφαλληνία», σώζονται στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι.
Επίσης, πάλι στην Κεφαλονιά, το 1863 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία «εθνική και δημοτική» εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Γεράσιμο Φασόη. Τυπωνόταν σε τυπογραφείο ονόματι «Ανατολή». Στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη σώζονται τρία φύλλα της, το τελευταίο των οποίων ήταν το 34ο κατά σειρά.
Ο Ι. Μομφερράτος
Αν και οι υποτιθέμενες κατηγορίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού οι ιδέες τους δεν είχαν εξελιχθεί τόσο, ο Ι. Μομφερράτος (βλ. φωτογραφία πάνω) και άλλοι πρωταγωνιστές της ίδρυσης του Ριζοσπαστικού Κόμματος θα χαρακτηρίζονταν επικριτικά το 1858, από συναδέλφους τους οπαδούς του αστικού καπιταλιστικού συστήματος και της βασιλευομένης αστικής δημοκρατίας, ως υποστηρικτές «του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν» και «σοσιαλισταί ή κομμουνισταί», που δήθεν πρέσβευαν ότι ο «Ριζοσπαστισμός είναι ταυτόσημος με το δημοκρατικομμουνισμός», επειδή ζητούσαν «εθνικήν ενταυτώ και δημοκρατικήν αποκατάστασιν, πολιτικήν συνάμα και κοινωνικήν ανάπλασιν». Στην Ιόνιο Βουλή, στην Κέρκυρα, ο επικεφαλής του επίσης άτυπου Μεταρρυθμιστικού Κόμματος είχε προσδιορίσει ως «άκρα αριστερά» τους Ριζοσπάστες βουλευτές. Εξάλλου, σύμφωνα με τον πρώτο, κερκυραϊκό «Ριζοσπάστη», η «Ριζοσπαστική μερίς» της Ιονίου Βουλής καθόταν «εις το αριστερό άκρον» της αίθουσας του Βουλευτηρίου.
Από το 1849 ο Μομφερράτος (1816-1888) είχε διατυπώσει την υποστήριξή του σε γνήσια λαϊκά συνθήματα, όπως αυτά: «Εθνική ανεξαρτησία - Ζήτω η απελευθέρωσις των λαών», «Ελευθερία - Ισότης - Αδελφότης», «Κάτω η Αγγλοκρατία - Ζήτω η Επανάστασις - Ζήτω η Ενωσις», «Ζήτω η Παγκόσμιος Δημοκρατία». Διακήρυσσε, συγχρόνως, ότι δεν υπάρχει εθνική κυριαρχία δίχως κοινωνική ελευθερία. Δήλωνε ότι σκοπός του ήταν «η ανάπτυξις και διάδοσις των υγιών πολιτικών και κοινωνικών αρχών, επί των οποίων πάσα καλώς ωργανισμένη πολιτεία πρέπει να στηρίζεται, και κατά τας οποίας η ελληνική κοινωνία, υπέρ πάσαν άλλην, πρέπει να διοργανισθή», αξιοποιώντας προχωρημένες θέσεις «των ενδόξων του γαλλικού λαού επαναστάσεων». Το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, υπήρξε ο μοναδικός Ελληνας βουλευτής που καταψήφισε στη Βουλή το νέο ελληνικό αστικό Σύνταγμα του έτους αυτού, ζητώντας αβασίλευτη δημοκρατία.
Οι ιδέες των πρωτοπόρων εκείνου του κινήματος απηχούσαν, κυρίως, πρωτόλειες ή ουτοπικές και ρομαντικές - χριστιανικές μικροαστικές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αντιλήψεις, αντίστοιχες εκείνων του Τζουζέπε Ματσίνι, του Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, του Σεν Σιμόν και του Λουί Μπλανκί, ορισμένες από τις οποίες είχαν βρει απήχηση σε Επτανήσιους, όπως ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, από το πρώτο κιόλας μισό του 19ου αιώνα. Ο Μομφερράτος διακινούσε έργα του Ματσίνι για το δημοκρατικό κίνημα της ιταλικής ενοποίησης και σε συνδρομητές στην Κέρκυρα, όπου βασικοί εκπρόσωποι του Ριζοσπαστικού Κόμματος ήταν ο βουλευτής Χριστόδουλος Ποφάντης και ο ποιητής Γεώργιος Μαρτινέλης, αμφότεροι πρωτοπόροι αγωνιστές του καιρού τους.
(Συνεχίζεται)