Bar Lupo di Mare - Εκεί έμαθα για την Τσιταβέκια
Lupo di mare
21 Ιανουαρίου 2023
/ 11:59
Στο Μπάρ «Lupo di mare» μπορείς να πιείς ένα ποτό βυθισμένος σε σκέψεις. Μπορεί όμως αν είσαι τυχερός να ακούσεις και απίστευτες ιστορίες
Στο Μπάρ «Lupo di mare» μπορείς να πιείς ένα ποτό βυθισμένος σε σκέψεις.
Μπορεί όμως αν είσαι τυχερός να ακούσεις και απίστευτες ιστορίες.
Εκεί έμαθα για την Τσιταβέκια.
Ο διπλανός μου δεν ήξερε να μου πει που βρίσκεται αλλά ήτανε διαβασμένος και ήξερε τα πάντα για αυτήν.
Ήταν , λοιπόν, μια εποχή που άνθιζε στα Επτάνησα το λαθρεμπόριο ….τυριών και σαλαμιών.
Μιλάμε για τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.
Έτσι και σε πιάνανε οι Άγγλοι εφοριακοί τότε με αφορολόγητο τυρί στο τραπέζι, σου παίρνανε το πιάτο και σε χώνανε και στο μπουντρούμι (με ένα μπουκάλι ρούμι) .
Τα χρόνια εκείνα οι κοντραμπαντιέρηδες του Μαντουκιού κάνανε το βιάτζο Μαντούκι – Τσιταβέκια και φέρνανε παράνομα με τα καΐκια τυριά και σαλάμια.
Μιλάμε για τρελά λεφτά.
Θα αναρωτηθεί κανείς πως ήταν δυνατόν να περάσει όλη την Αδριατική ένα καΐκι μες στο χειμώνα. Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι γινόταν κόστα-κόστα όλη την ανατολική πλευρά της Ιταλίας .
Από το φάρο των Οθωνών στον φάρο του Ότραντο και συνέχιζαν μέχρι την Αγκόνα.
Ήξεραν οι κοντραμπαντιέρηδες κάθε απάγκιο και από ποιο καιρό σε προφυλάσσει το καθένα.
Προβλέπανε τον καιρό και την διάρκεια του με μεγάλη ακρίβεια.
Ξέρανε πως να προφυλαχτούνε από τους ελέγχους των αρχών.
Ο προορισμός ήτανε το Μαούκι αλλά η κάθε ασήμαντη παραλία που θα τους προστάτευε από τον καιρό ήταν αποφασιστικής σημασίας για να αριβάρουνε.
Υπήρχε ένας θρυλικός καπετάνιος εκείνα τα χρόνια που τονε λέγανε Τόνη και λέγανε ότι «αυτόνε δεν τονε πιάκανε ποτές».
Πέρασε καιρός και η Τσιταβέκια παρέμενε στο μυαλό μου ως μια μυθική πόλη της Αδριατικής, κάτι σαν την Τροία, ας πούμε, ώσπου βρέθηκα στην Ανκόνα στο σιδηροδρομικό σταθμό με ένα σακίδιο στο χέρι και ένα ακυρωμένο εισιτήριο στο άλλο.
Μόλις το τρένο ξεκίνησε προς Ρίμινι και εκεί που ήμουν έτοιμος να αποκοιμηθώ. τα μεγάφωνα μας ειδοποιούν : “Prossima fermata Cittavecchia”
Ανατρίχιασα.
Σηκώθηκα αμέσως από το κάθισμα , πήρα τα πράματα μου και βγήκα έξω.
Ψιλοχιόνιζε.
Η «μυθική» Τσιταβέκια ήταν ένα έρημο σκοτεινό ψαροχώρι μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Αγκόνα που εξελίχθηκε σε τουριστικό προορισμό για τα καλοκαίρια.
Κάτι σαν την Μπενίτσα στο καταχείμωνο.
Δίπλα από το χωριουδάκι πρέπει να υπήρχε ένα ποτάμι . Μέσα στους καλαμιώνες του ποταμιού γινότανε το νταλαβέρι ανάμεσα στους Μαντουκιώτες και στους «αδίστακτους» Ιταλούς λαθρέμπορους που έφερναν τα τυριά και τα προσούτα από την Πάρμα με τα κάρα.
Ποτάμι δεν έβλεπα. Στο βάθος του δρόμου όμως υπήρχε ένα φωτισμένο μαγαζί.
Πήγα προς τα κει.
Το μαγαζί είχε μια μικρή χειροποίητη ταμπέλα «Σύλλογος αλιέων Τσιταβέκια».
Μπήκα μέσα.
Πέντε-έξι άτομα. Σταμάτησαν οι συζητήσεις και με κοιτάγανε όλοι.
Τους είπα ότι είμαι περαστικός και ότι κατέβηκα από το τρένο.
Συνέχισαν να με κοιτάνε χωρίς να απαντούν.
Τους εξήγησα τα περί του κοντραμπάντο μιας άλλης εποχής και το ενδιαφέρον μου για την ιστορία.
Σίγουρα με περάσανε για σαλεμένο.
Παραλίγο θα φωνάζανε τους καραμπινιέρους.
Ευτυχώς μπήκε μέσα ένας γεροντότερος με πολλές γνώσεις για την ιστορία της περιοχής και χαλαρώσανε.
Βάλανε στο τηγάνι λίγα μπραγάνια φέρανε και μια μποτίλια γκράπα και επιτέλους έμαθα για το λαθρεμπόριο που γινότανε εκείνα τα χρόνια.
Θα με πηγαίνανε και στο ποτάμι που ήταν παραπάνω αλλά έκανε κρύο και δεν υπήρχε και κάποιος λόγος.
Μισοζαλισμένος από τις γκράπες ξαναγύρισα στον σταθμό για να πάρω το επόμενο.
Αυτά που λες με το μπαρ Lupo di mare .
Τα βράδια μαζεύονται εκεί συνήθως τα πληρώματα από τα σκάφη της μαρίνας των Γουβιών και πίνουνε το ποτηράκι τους μετά τη δουλειά.
Καλά παιδιά.
Κάνουνε βιάτζα «αναψυχής» στην Σαγιάδα η στην Ηγουμενίτσα και μερικές φορές φτάνουν μέχρι την ..μακρινή Πάργα για ψαρομεζέδες.
Αφηγούνται τα ταξίδια με κάθε λεπτομέρεια .
Άμα είχε βάλει και όστρια του γαρμπή γουρλώνουν τα μάτια τους λες και μόλις εγλυτώσανε από το Κουροσίβο.
Νατανε σε μια γωνιά και να τους άκουγε και ο Τόνης!
Κέρκυρα 13/9/2015
Σταμάτης Κυριάκης
Μπορεί όμως αν είσαι τυχερός να ακούσεις και απίστευτες ιστορίες.
Εκεί έμαθα για την Τσιταβέκια.
Ο διπλανός μου δεν ήξερε να μου πει που βρίσκεται αλλά ήτανε διαβασμένος και ήξερε τα πάντα για αυτήν.
Ήταν , λοιπόν, μια εποχή που άνθιζε στα Επτάνησα το λαθρεμπόριο ….τυριών και σαλαμιών.
Μιλάμε για τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.
Έτσι και σε πιάνανε οι Άγγλοι εφοριακοί τότε με αφορολόγητο τυρί στο τραπέζι, σου παίρνανε το πιάτο και σε χώνανε και στο μπουντρούμι (με ένα μπουκάλι ρούμι) .
Τα χρόνια εκείνα οι κοντραμπαντιέρηδες του Μαντουκιού κάνανε το βιάτζο Μαντούκι – Τσιταβέκια και φέρνανε παράνομα με τα καΐκια τυριά και σαλάμια.
Μιλάμε για τρελά λεφτά.
Θα αναρωτηθεί κανείς πως ήταν δυνατόν να περάσει όλη την Αδριατική ένα καΐκι μες στο χειμώνα. Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι γινόταν κόστα-κόστα όλη την ανατολική πλευρά της Ιταλίας .
Από το φάρο των Οθωνών στον φάρο του Ότραντο και συνέχιζαν μέχρι την Αγκόνα.
Ήξεραν οι κοντραμπαντιέρηδες κάθε απάγκιο και από ποιο καιρό σε προφυλάσσει το καθένα.
Προβλέπανε τον καιρό και την διάρκεια του με μεγάλη ακρίβεια.
Ξέρανε πως να προφυλαχτούνε από τους ελέγχους των αρχών.
Ο προορισμός ήτανε το Μαούκι αλλά η κάθε ασήμαντη παραλία που θα τους προστάτευε από τον καιρό ήταν αποφασιστικής σημασίας για να αριβάρουνε.
Υπήρχε ένας θρυλικός καπετάνιος εκείνα τα χρόνια που τονε λέγανε Τόνη και λέγανε ότι «αυτόνε δεν τονε πιάκανε ποτές».
Πέρασε καιρός και η Τσιταβέκια παρέμενε στο μυαλό μου ως μια μυθική πόλη της Αδριατικής, κάτι σαν την Τροία, ας πούμε, ώσπου βρέθηκα στην Ανκόνα στο σιδηροδρομικό σταθμό με ένα σακίδιο στο χέρι και ένα ακυρωμένο εισιτήριο στο άλλο.
Μόλις το τρένο ξεκίνησε προς Ρίμινι και εκεί που ήμουν έτοιμος να αποκοιμηθώ. τα μεγάφωνα μας ειδοποιούν : “Prossima fermata Cittavecchia”
Ανατρίχιασα.
Σηκώθηκα αμέσως από το κάθισμα , πήρα τα πράματα μου και βγήκα έξω.
Ψιλοχιόνιζε.
Η «μυθική» Τσιταβέκια ήταν ένα έρημο σκοτεινό ψαροχώρι μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Αγκόνα που εξελίχθηκε σε τουριστικό προορισμό για τα καλοκαίρια.
Κάτι σαν την Μπενίτσα στο καταχείμωνο.
Δίπλα από το χωριουδάκι πρέπει να υπήρχε ένα ποτάμι . Μέσα στους καλαμιώνες του ποταμιού γινότανε το νταλαβέρι ανάμεσα στους Μαντουκιώτες και στους «αδίστακτους» Ιταλούς λαθρέμπορους που έφερναν τα τυριά και τα προσούτα από την Πάρμα με τα κάρα.
Ποτάμι δεν έβλεπα. Στο βάθος του δρόμου όμως υπήρχε ένα φωτισμένο μαγαζί.
Πήγα προς τα κει.
Το μαγαζί είχε μια μικρή χειροποίητη ταμπέλα «Σύλλογος αλιέων Τσιταβέκια».
Μπήκα μέσα.
Πέντε-έξι άτομα. Σταμάτησαν οι συζητήσεις και με κοιτάγανε όλοι.
Τους είπα ότι είμαι περαστικός και ότι κατέβηκα από το τρένο.
Συνέχισαν να με κοιτάνε χωρίς να απαντούν.
Τους εξήγησα τα περί του κοντραμπάντο μιας άλλης εποχής και το ενδιαφέρον μου για την ιστορία.
Σίγουρα με περάσανε για σαλεμένο.
Παραλίγο θα φωνάζανε τους καραμπινιέρους.
Ευτυχώς μπήκε μέσα ένας γεροντότερος με πολλές γνώσεις για την ιστορία της περιοχής και χαλαρώσανε.
Βάλανε στο τηγάνι λίγα μπραγάνια φέρανε και μια μποτίλια γκράπα και επιτέλους έμαθα για το λαθρεμπόριο που γινότανε εκείνα τα χρόνια.
Θα με πηγαίνανε και στο ποτάμι που ήταν παραπάνω αλλά έκανε κρύο και δεν υπήρχε και κάποιος λόγος.
Μισοζαλισμένος από τις γκράπες ξαναγύρισα στον σταθμό για να πάρω το επόμενο.
Αυτά που λες με το μπαρ Lupo di mare .
Τα βράδια μαζεύονται εκεί συνήθως τα πληρώματα από τα σκάφη της μαρίνας των Γουβιών και πίνουνε το ποτηράκι τους μετά τη δουλειά.
Καλά παιδιά.
Κάνουνε βιάτζα «αναψυχής» στην Σαγιάδα η στην Ηγουμενίτσα και μερικές φορές φτάνουν μέχρι την ..μακρινή Πάργα για ψαρομεζέδες.
Αφηγούνται τα ταξίδια με κάθε λεπτομέρεια .
Άμα είχε βάλει και όστρια του γαρμπή γουρλώνουν τα μάτια τους λες και μόλις εγλυτώσανε από το Κουροσίβο.
Νατανε σε μια γωνιά και να τους άκουγε και ο Τόνης!
Κέρκυρα 13/9/2015
Σταμάτης Κυριάκης