Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

10 Ιουλίου 1865: Ο «Ύμνος των Επτανήσων» καθιερώνεται ως «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος»

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
10 Ιουλίου 2021 / 11:06

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού δημοσιεύθηκε ως ποιητικό κείμενο στο Μεσολόγγι το 1825, αλλά είχε αρχίζει νωρίτερα να γίνεται γνωστός, ακόμα και να τραγουδιέται.

Η φετινή επέτειος των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, καίτοι πραγματοποιείται υπό πρωτοφανείς συνθήκες, έχει προσφέρει και πολλές ευκαιρίες για επαναπροσεγγίσεις δεδομένων συμβόλων.
Ένα από τα σύμβολα αυτά που αδιαλείπτως συνοδεύει σταθερά και καθημερινά το σύνολο σχεδόν των τελευταίων 200 ετών είναι μελωδικό. Ο λόγος φυσικά για τον Εθνικό Ύμνο μας, ο οποίος καθιερωμένος μια μέρα σαν και αυτή
πριν από 156 χρόνια (1865) είχε   ευρύτερη κοινωνική και πατριωτική
αποδοχή ήδη από το 1830 (την ώρα που ο απελευθερωτικός αγώνας βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν είχε ξεκάθαρη ευόδωση). Ευκαιρία είναι λοιπόν λόγω της πολλαπλής συγκυρίας να γίνει μια σύντομη υπενθύμιση της πορείας του Ύμνου μας και της σημασίας της Παλαιάς Φιλαρμονικής της Κέρκυρας στη διάδοσή του.
 
Από την Κέρκυρα στο πανελλήνιο
Στις 10.7.1865 (28.6.1865 με το παλαιό ημερολόγιο) εκδιδόταν στην Κέρκυρα βασιλικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οριζόταν «ως επίσημον εθνικόν άσμα ο παρά του Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς Ύμνος εις την Ελευθερίαν του αοιδίμου εθνικού ποιητού Σολωμού». Με αυτή την κάπως στεγνή γλώσσα καθιερωνόταν την ημέρα εκείνη ο νέος (και μέχρι σήμερα γνωστός) Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Το 1865, όμως, η συγκεκριμένη μουσική σύνθεση είχε ήδη πίσω της πολυετή πορεία, η οποία την είχε ήδη καθιερώσει ως το πλέον αναγνωρίσιμο «εθνικό άσμα» στην κοινή συνείδηση των Επτανήσων, αλλά και της κυρίως Ελλάδας.

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού δημοσιεύθηκε ως ποιητικό κείμενο στο Μεσολόγγι το 1825, αλλά είχε αρχίζει νωρίτερα να γίνεται γνωστός, ακόμα και να τραγουδιέται. Τον Δεκέμβριο του 1828 ο Σολωμός έφτασε στην Κέρκυρα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μέχρι τον θάνατό του το 1857. Εκεί σχεδόν αμέσως συνδέθηκε στενά με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872), τον μόνον άνθρωπο που μπορούσε με ευκολία να διαπεράσει τον παροιμιώδη απομονωτισμό του Σολωμού. Άλλωστε ποίηση και μουσική μπορούσαν εύκολα να βρουν κοινά σημεία επαφής, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία θεωρούνταν οι «δίδυμες τέχνες».

Ο πρώτος καρπός της άμεσης συνεργασίας τους είχε σχέση με την τρέχουσα πραγματικότητα. Επρόκειτο φυσικά για τη λεγόμενη «πρώτη μελοποίηση» του συνόλου των στίχων του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», η οποία ολοκληρώθηκε μεταξύ 1829 και 1830. Θα ακολουθούσαν και άλλες μελοποιήσεις του ίδιου ποιήματος, αλλά και πλειάδας άλλων ελληνόγλωσσων στιχουργημάτων του Σολωμού, καθώς και πολλών άλλων Ελλήνων ποιητών. Η «πρώτη μελοποίηση» του «Ύμνου» αποτελείται από 24 μέρη, το πρώτο από τα οποία θα καθιερωνόταν αρχικά άτυπα και από το 1865 επίσημα ως «ο ελληνικός ύμνος».

Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός είδαν στην πρώιμη αυτή μελοποίηση μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαδώσουν τα πανανθρώπινα μηνύματα της ποίησης. Σε αυτό κεντρικό ρόλο έπαιξε η χρήση της δημοτικής γλώσσας από τον Σολωμό. Εξίσου σημαντικό ρόλο, όμως, είχε και η μουσική του Μάντζαρου, η οποία συνδύαζε στοιχεία της χορωδιακής πρακτικής του λαού των επτανησιακών πόλεων και των μελοδραματικών ακουσμάτων, καθώς και ενθυμήματα των ρεπουμπλικανικών και των πατριωτικών μελωδιών της εποχής.

Οι τελευταίες ήταν γενικευμένα διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη, η οποία μετά την Γαλλική Επανάσταση κόχλαζε. Ειδικά κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης ο αγώνας των Ελλήνων είχε λάβει πανευρωπαϊκή συμβολική σημασία και για πολλούς προοικονομούσε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαναστάσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν.
 
Μια μελωδία δημοφιλής, αλλά όχι λαϊκίστικη Η επιτυχημένη μίξη από τον Μάντζαρο των λαϊκότροπων ακουσμάτων με τις επίκαιρες πατριωτικές μελωδίες και τη γλώσσα του λαού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της μελοποίησης του «Ύμνου». Το ποιητικό νόημα με τη μουσική ως όχημα συντάρασσε τους κατοίκους των Ιονίων, οι οποίοι βίωναν με τον τρόπο τους αρχικά τις ανησυχίες για την κατάληξη της Ελληνικής Επανάστασης και στη συνέχεια την επισημοποίηση του αιτήματος για την ένωση με το νεόκοπο ελλαδικό βασίλειο. Το αρχικό μέρος της μαντζαρικής μελοποίησης του 1829 ακουγόταν παντού στο Ιόνιο και η διάδοσή του είχε γίνει τόσο από στόμα σε στόμα όσο και μέσω μουσικών χειρογράφων (συχνά απλοποιημένων).

Έτσι, η πασίγνωστη σήμερα μελωδία, σε πείσμα των απαγορεύσεων του καθεστώτος, είχε θέση στα επτανησιακά σαλόνια, στους δρόμους, στις εθνικές επετείους, στις ταβέρνες, σε «αυθόρμητες» μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Παλάτι του Βρετανού Αρμοστή. Έτσι η μελοποίηση του Μάντζαρου ήδη από τη δεκαετία του 1840 είχε αναδειχθεί ως ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων. Είχε, όμως, γίνει γνωστός και στον κυρίως ελλαδικό χώρο: Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με μαρτυρίες εποχής η μουσική του Μάντζαρου βρισκόταν ακόμη και στα χείλη του εξεγερμένου λαού των Αθηνών το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
 
Ο «Ύμνος» και η Παλαιά Φιλαρμονική
Η Παλαιά Φιλαρμονική φυσικά δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό το κλίμα. Από την πρώτη χρονιά της επίσημης λειτουργίας της (Σεπτέμβριος 1840) αποφάσισε ο εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου να είναι ο ένας από τους δύο επίσημους εορτασμούς του ιδρύματος (ο άλλος θα ήταν η επέτειος της ίδρυσής του). Και πράγματι τον Μάρτιο του 1841 (τρία μόλις έτη μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού τής ως άνω επετείου από τον Όθωνα) η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας εόρτασε με πανηγυρική συναυλία την Παλιγγενεσία. Ο εορτασμός αυτός θα κατείχε κεντρική θέση στις εκδηλώσεις του ιδρύματος για πάρα πολλές δεκαετίες και από την πρώτη στιγμή θα χαρακτηριζόταν από την ανάκρουση, όχι μόνο επί τούτου δημιουργημένων πατριωτικών συνθέσεων, αλλά και του «Ελληνικού Ύμνου», του μέχρι σήμερα δηλαδή γνωστού μας των Σολωμού και Μάντζαρου. Αυτό φυσικά δεν επρόκειτο μόνο για αναγνώριση των ίδιων των δημιουργών του, εκ των οποίων ο Μάντζαρος ήταν μέχρι τον θάνατό του (1872) Ισόβιος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Παλαιάς Φιλαρμονικής, αλλά και για απτή απόδειξη της διάδοσης και της συμβολικής σημασίας του «Ύμνου» σε μια κοινωνία που βίωνε την πολιτική και εθνική κινητοποίησή της.

Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει έτι περισσότερο τη σημασία της παρουσίας του «ελληνικού ύμνου» στις συναυλίες της Παλαιάς Φιλαρμονικης κατά την κρίσιμη προενωτική περίοδο. Μάλιστα, τον «Ύμνο» αυτό ανέκρουσε η μπάντα της Παλαιάς και κατά το γεύμα που παρέθεσε η Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας τον Απρίλιο του 1848 με την ευκαιρία της καθιέρωσης της ελευθεροτυπίας στα Επτάνησα. Το Οκτώβριο του 1863 το ίδιο μουσικό σύνολο απέδωσε μέσα στον χώρο της Ιονίου Βουλής τον «Ελληνικό Ύμνο» στο τέλος της συνεδρίασης, στην οποία αποφασίστηκε και επισήμως η Ένωση του Ιονίου Κράτους με το Βασίλειο της Ελλάδος.

Τον Ιούνιο του 1864 η πασίγνωστη σήμερα μελωδία του Μάντζαρου παιγμένη από την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας καλωσόριζε στην Κέρκυρα, στην προκυμαία του Αγίου Νικολάου των Λουτρών, τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄, βάζοντας και μουσικά τέλος στην περίοδο της «Αγγλικής Προστασίας». Ο νέος μονάρχης του Ελληνικού Βασιλείου και εξ αγχιστείας συγγενής της βασίλισσας Βικτωρίας υιοθέτησε τον άτυπο αυτό ύμνο των Επτανήσων και λίγο αργότερα ζήτησε να καθιερωθεί «ως Βασιλικός Ύμνος και του Έθνους».

Η ιδιαίτερη εκτίμηση του Γεωργίου στο πρόσωπο του εβδομηντάρη πλέον Μάντζαρου και σε όσα αυτός συμβόλιζε ήταν, άλλωστε, πασίγνωστη και απόλυτα δικαιολογημένη. Πέρα και πάνω από όλα, όμως, η καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το καλοκαίρι του 1865 ήρθε απλώς να επισημοποιήσει την από δεκαετίες διάδοσή του στην κοινή ελληνική συνείδηση. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο, αν σκεφτεί κανείς ότι η πρωιμότερη έκδοση και των 24 μερών της μελοποίησης του 1829 πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μόλις το 1873 (εκτίθεται στο Μουσείο Μουσικής της Παλαιάς Φιλαρμονικής). Ο άμεσα σχετιζόμενος με την Ελληνική Παλιγγενεσία «Ύμνος των Επτανήσων», λοιπόν, καθιερωνόταν προ 156 ετών ως ο «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος».
 
Μια αποτίμηση
Η μαντζαρική μελοποίηση, λοιπόν, είναι γνήσιο τέκνο της εποχής των επαναστάσεων και απέχει πολύ από την «ελαφρότητα» που κατά καιρούς ορισμένοι προσπαθούν να της αποδώσουν. Αντιθέτως, ο Ελληνικός Ύμνος πρωτοπορεί πανευρωπαϊκά σε διάφορα επίπεδα, με ουσιαστικότερο να είναι το ότι οι Έλληνες απέκτησαν «εθνικόν άσμα» στη δημοτική τους γλώσσα, το οποίο εξυμνούσε την Ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της. Να σημειωθεί, ότι ο σημερινός ιταλικός ύμνος (που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον ελληνικό) συντέθηκε το 1847, αλλά επισημοποιήθηκε μόλις το 1946, ενώ ακόμη και η περίφημη «Μασσαλιώτιδα», παρότι πρωτακούστηκε το 1792 (και έλαβε και ελληνόφωνη εκδοχή), καθιερώθηκε ως γαλλικός ύμνος μόλις το 1879.

Παράλληλα, ο ελληνικός ύμνος είναι ο πρώτος μιας σειράς ύμνων χωρών, οι οποίες πέτυχαν την ανεξαρτησία τους ή την κοινωνική αναγέννησή τους μέσα από πολεμικές συγκρούσεις. Είναι ενδιαφέρον, ότι εκτός του ιταλικού και του γαλλικού ύμνου, χαρακτηριστικά παρόμοια με τον ελληνικό έχουν και μια πλειάδα ύμνων της λεγόμενης Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα, λοιπόν, πρωτοπόρησε διεθνώς, ίσως ανέλπιστα, στη μουσική έκφραση του συλλογικού υποσυνείδητου στον αγώνα για την Ελευθερία με «μουσικά υλικά» που ήταν πανευρωπαϊκά κοινώς αποδεκτά. Αυτό συνέβη ακριβώς στην αρχή της περιόδου, η οποία έμελλε να σημαδευτεί από τις επαναστάσεις του 1831 και του 1848, αλλά και της παρισινής Κομμούνας του 1871.