Το πρώτο αποτεφρωτήριο νεκρών στην Ελλάδα είναι γεγονός!
ΕΥΒΟΙΑ
10 Οκτωβρίου 2019
/ 10:05
Εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία
ΕΥΒΟΙΑ. Μετά από παλινωδίες δεκαετιών το πρώτο αποτεφρωτήριο νεκρών είναι έτοιμο στη Ριτσώνα Ευβοίας και έγινε η παρουσίασή του. Όπως φαίνεται η μεγάλη ταλαιπωρία τελειώνει και η τελευταία επιθυμία πολλών που φεύγουν από τη ζωή δεν θα αναγκάζει τους συγγενείς σε λύσεις και έξοδα εκτός Ελλάδας.
Το πρώτο ελληνικό - ιδιωτικό - αποτεφρωτήριο στεγάζεται σε έναν ιδιαιτέρως υψηλής αισθητικής χώρο, μόλις 75 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, με την επίσημη έναρξη της λειτουργίας του να έρχεται 13 ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
Το Αποτεφρωτήριο Ριτσώνας ΑΕ έλαβε το καλοκαίρι του 2018 τις κρίσιμες αδειοδοτήσεις και αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες για την περάτωση του κτιρίου αλλά και την εγκατάσταση του απαραίτητου εξοπλισμού, που, σύμφωνα με τους ιθύνοντες, αποτελείται από την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.
Μέχρι σήμερα οι συγγενείς κάποιου που επέλεγε την αποτέφρωση, έπρεπε να μεταφέρουν τη σορό σε κάποια γειτονική χώρα που την επιτρέπει και διαθέτει αποτεφρωτήριο. Το κόστος κυμαίνεται από 1.500 μέχρι 2.500 ευρώ. Τη διαδικασία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας κάποιο γραφείο τελετών. Το Σωματείο Ιδιοκτητών Γραφείων Τελετών της Αθήνας, στέκεται θετικά απέναντι στη δημιουργία αποτεφρωτηρίων στην Ελλάδα, αλλά εκτιμά ότι ο αριθμός των αποτεφρώσεων είναι μικρός.
«Είναι κάτι θετικό, είναι κάτι που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια από την πρώτη ψήφιση του νομοσχεδίου. Όλη η Ευρώπη έχει κρεματόρια, σαφώς και η δημιουργία ενός στην Ελλάδα είναι κάτι καλό. Μέχρι σήμερα το πιο προσιτό κρεματόριο ήταν στη Σόφια, της Βουλγαρίας. Οι περισσότερες αποτεφρώσεις γίνονταν εκεί. Πρόκειται για μια τάση και πέρα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός είναι επιλογή του κάθε ανθρώπου. Δεν υπάρχει πάντως ραγδαία αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζητούν αποτεφρώσεις. Μιλάμε για περίπου 500 αποτεφρώσεις τον χρόνο στους 100.000-105.000 θανάτους. Είναι μικρό το ποσοστό», υποστηρίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Σωματείου, Αθανάσιος Κωστόπουλος.
Η θέση της Εκκλησίας
Καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των συνθηκών για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου στη χώρα ήταν διαχρονικά η Εκκλησία που πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση.
Το 2014 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου εστάλη εγκύκλιος στις Μητροπόλεις, η οποία απαγόρευε την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας και του μνημόσυνου σε όσους επέλεγαν την καύση. Η εγκύκλιος ανέφερε ακόμα πως «η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη της την αποτέφρωση του σώματος» και τόνιζε ότι «η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους».
Ακόμη, η Ιερά Σύνοδος ξεκαθάρισε ότι για να αποφευχθεί οποιαδήποτε, θεολογική, κανονική, ανθρωπολογική εκτροπή, «απαραίτητος είναι ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η διακρίβωση της οικείας βουλήσεως του κεκοιμημένου και όχι η βούληση ή η δήλωση των οικείων του». Πάντως, σύμφωνα με την εγκύκλιο επιτρεπόταν στους Μητροπολίτες να δώσουν την άδεια για τέλεση τρισάγιου, κάτι που γινόταν μέχρι σήμερα πριν από τη μεταφορά και αποτέφρωση στο εξωτερικό.
Το 2016 η Ιερά Σύνοδος πήρε εκ νέου θέση, τονίζοντας σε ανακοίνωση που εξέδωσε ότι δεν είναι «αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο» και ότι θεωρεί «το ανθρώπινο σώμα ως ναό του Αγίου Πνεύματος, στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου, που έχει πλασθεί κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού και για τον λόγο αυτό η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα «όχι ως "στερεό απόβλητο", όπως οι απολογητές της αποτέφρωσης, αλλά το περιβάλλει με σεβασμό και τιμή ως έκφραση αγάπης προς το κεκοιμημένο μέλος της».
Υπενθυμίζεται, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, ότι κατά τη σύγχρονη διαδικασία τής κατ' ευφημισμόν «αποτεφρώσεως» μετά την καύση της σορού σε κλίβανο, ο ανθρώπινος σκελετός ρίχνεται σε ηλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator), θρυμματίζεται και μετατρέπεται σε σκόνη. Η Ιερά Σύνοδος αρνείται ότι είναι αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο και να θρυμματισθεί σε μίξερ και δεν διακρίνει ιδιαίτερες διαφορές «της σύγχρονης "αποτέφρωσης νεκρών" και της διαδικασίας ανακύκλωσης απορριμμάτων».
Δημόσιος διάλογος για πάνω από μισό αιώνα
Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946, από μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Επανήλθε στην επικαιρότητα το 1977 μετά τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας, η οποία κηδεύθηκε και αποτεφρώθηκε στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, η τέφρα της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και σκορπίστηκε στο Αιγαίο, όπως ήταν η επιθυμία της, σύμφωνα με τους συγγενείς της. Οι φωνές ωστόσο που υποστήριζαν την καύση των νεκρών ήταν ακόμα πολύ αδύναμες, ιδιαίτερα απέναντι στην ηχηρή αντίδραση της Εκκλησίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να τίθεται εκ νέου και πιο επιτακτικά, λόγω της έλλειψης χώρων στα νεκροταφεία της Αττικής. Κατά τον μεγάλο καύσωνα του 1987 ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Έβερτ και ο τότε υπουργός Υγείας Γ. Μαγκάκης, τάχθηκαν υπέρ, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από πολλές πλευρές. Τελικά, η αποτέφρωση επετράπη στην Ελλάδα το 2006, με την υιοθέτηση νόμου. Ωστόσο, δεν ήταν εφικτή η κατασκευή αποτεφρωτηρίου, γιατί ο νόμος δεν εξειδίκευε τους όρους. Απόφαση του 2010 ρύθμισε από τη μία εκκρεμή τεχνικά ζητήματα, όμως από την άλλη δημιούργησε νέα εμπόδια γιατί τέθηκε ως όρος η γειτνίαση με νεκροταφείο με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η χωροθέτηση. Το ζήτημα λύθηκε με νέο νόμο το 2014, ωστόσο η ίδρυση και λειτουργία των αποτεφρωτηρίων επιτρεπόταν μόνο από τους δήμους ή τα νομικά τους πρόσωπα. Τελικά και αυτό το πρόβλημα ξεπεράστηκε αργότερα με σχετική ρύθμιση.
Πηγή: Documentonews.gr
Το πρώτο ελληνικό - ιδιωτικό - αποτεφρωτήριο στεγάζεται σε έναν ιδιαιτέρως υψηλής αισθητικής χώρο, μόλις 75 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, με την επίσημη έναρξη της λειτουργίας του να έρχεται 13 ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
Το Αποτεφρωτήριο Ριτσώνας ΑΕ έλαβε το καλοκαίρι του 2018 τις κρίσιμες αδειοδοτήσεις και αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες για την περάτωση του κτιρίου αλλά και την εγκατάσταση του απαραίτητου εξοπλισμού, που, σύμφωνα με τους ιθύνοντες, αποτελείται από την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.
Μέχρι σήμερα οι συγγενείς κάποιου που επέλεγε την αποτέφρωση, έπρεπε να μεταφέρουν τη σορό σε κάποια γειτονική χώρα που την επιτρέπει και διαθέτει αποτεφρωτήριο. Το κόστος κυμαίνεται από 1.500 μέχρι 2.500 ευρώ. Τη διαδικασία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας κάποιο γραφείο τελετών. Το Σωματείο Ιδιοκτητών Γραφείων Τελετών της Αθήνας, στέκεται θετικά απέναντι στη δημιουργία αποτεφρωτηρίων στην Ελλάδα, αλλά εκτιμά ότι ο αριθμός των αποτεφρώσεων είναι μικρός.
«Είναι κάτι θετικό, είναι κάτι που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια από την πρώτη ψήφιση του νομοσχεδίου. Όλη η Ευρώπη έχει κρεματόρια, σαφώς και η δημιουργία ενός στην Ελλάδα είναι κάτι καλό. Μέχρι σήμερα το πιο προσιτό κρεματόριο ήταν στη Σόφια, της Βουλγαρίας. Οι περισσότερες αποτεφρώσεις γίνονταν εκεί. Πρόκειται για μια τάση και πέρα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός είναι επιλογή του κάθε ανθρώπου. Δεν υπάρχει πάντως ραγδαία αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζητούν αποτεφρώσεις. Μιλάμε για περίπου 500 αποτεφρώσεις τον χρόνο στους 100.000-105.000 θανάτους. Είναι μικρό το ποσοστό», υποστηρίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Σωματείου, Αθανάσιος Κωστόπουλος.
Η θέση της Εκκλησίας
Καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των συνθηκών για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου στη χώρα ήταν διαχρονικά η Εκκλησία που πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση.
Το 2014 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου εστάλη εγκύκλιος στις Μητροπόλεις, η οποία απαγόρευε την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας και του μνημόσυνου σε όσους επέλεγαν την καύση. Η εγκύκλιος ανέφερε ακόμα πως «η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη της την αποτέφρωση του σώματος» και τόνιζε ότι «η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους».
Ακόμη, η Ιερά Σύνοδος ξεκαθάρισε ότι για να αποφευχθεί οποιαδήποτε, θεολογική, κανονική, ανθρωπολογική εκτροπή, «απαραίτητος είναι ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η διακρίβωση της οικείας βουλήσεως του κεκοιμημένου και όχι η βούληση ή η δήλωση των οικείων του». Πάντως, σύμφωνα με την εγκύκλιο επιτρεπόταν στους Μητροπολίτες να δώσουν την άδεια για τέλεση τρισάγιου, κάτι που γινόταν μέχρι σήμερα πριν από τη μεταφορά και αποτέφρωση στο εξωτερικό.
Το 2016 η Ιερά Σύνοδος πήρε εκ νέου θέση, τονίζοντας σε ανακοίνωση που εξέδωσε ότι δεν είναι «αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο» και ότι θεωρεί «το ανθρώπινο σώμα ως ναό του Αγίου Πνεύματος, στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου, που έχει πλασθεί κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού και για τον λόγο αυτό η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα «όχι ως "στερεό απόβλητο", όπως οι απολογητές της αποτέφρωσης, αλλά το περιβάλλει με σεβασμό και τιμή ως έκφραση αγάπης προς το κεκοιμημένο μέλος της».
Υπενθυμίζεται, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, ότι κατά τη σύγχρονη διαδικασία τής κατ' ευφημισμόν «αποτεφρώσεως» μετά την καύση της σορού σε κλίβανο, ο ανθρώπινος σκελετός ρίχνεται σε ηλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator), θρυμματίζεται και μετατρέπεται σε σκόνη. Η Ιερά Σύνοδος αρνείται ότι είναι αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο και να θρυμματισθεί σε μίξερ και δεν διακρίνει ιδιαίτερες διαφορές «της σύγχρονης "αποτέφρωσης νεκρών" και της διαδικασίας ανακύκλωσης απορριμμάτων».
Δημόσιος διάλογος για πάνω από μισό αιώνα
Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946, από μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Επανήλθε στην επικαιρότητα το 1977 μετά τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας, η οποία κηδεύθηκε και αποτεφρώθηκε στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, η τέφρα της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και σκορπίστηκε στο Αιγαίο, όπως ήταν η επιθυμία της, σύμφωνα με τους συγγενείς της. Οι φωνές ωστόσο που υποστήριζαν την καύση των νεκρών ήταν ακόμα πολύ αδύναμες, ιδιαίτερα απέναντι στην ηχηρή αντίδραση της Εκκλησίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να τίθεται εκ νέου και πιο επιτακτικά, λόγω της έλλειψης χώρων στα νεκροταφεία της Αττικής. Κατά τον μεγάλο καύσωνα του 1987 ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Έβερτ και ο τότε υπουργός Υγείας Γ. Μαγκάκης, τάχθηκαν υπέρ, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από πολλές πλευρές. Τελικά, η αποτέφρωση επετράπη στην Ελλάδα το 2006, με την υιοθέτηση νόμου. Ωστόσο, δεν ήταν εφικτή η κατασκευή αποτεφρωτηρίου, γιατί ο νόμος δεν εξειδίκευε τους όρους. Απόφαση του 2010 ρύθμισε από τη μία εκκρεμή τεχνικά ζητήματα, όμως από την άλλη δημιούργησε νέα εμπόδια γιατί τέθηκε ως όρος η γειτνίαση με νεκροταφείο με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η χωροθέτηση. Το ζήτημα λύθηκε με νέο νόμο το 2014, ωστόσο η ίδρυση και λειτουργία των αποτεφρωτηρίων επιτρεπόταν μόνο από τους δήμους ή τα νομικά τους πρόσωπα. Τελικά και αυτό το πρόβλημα ξεπεράστηκε αργότερα με σχετική ρύθμιση.
Πηγή: Documentonews.gr