Ο Λουκιανός Ζαμίτ για τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας στη συνεστίαση του Ροταριανού Ομίλου
Βομβαρδισμός
17 Σεπτεμβρίου 2021
/ 16:24
Ήταν τιμή για τους παρευρισκόμενους να απολαύσουν ως ομιλητή της βραδιάς, τον συγγραφέα Λουκιανό Ζαμίτ, ο οποίος αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνων των ημερών
ΚΕΡΚΥΡΑ. Την Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε η εβδομαδιαία συνεστίαση του Ροταριανού Ομίλου Κέρκυρας στον κήπο του εστιατορίου Μεσόγειος.
Η συνεστίαση ήταν αφιερωμένη στην επέτειο του βομβαρδισμού της Κέρκυρας την 13-14 Σεπτεμβρίου 1943 από τους Γερμανούς, ενός ανελέητου βομβαρδισμού που έζησε η Κέρκυρα, ο οποίος άφησε πίσω του μεγάλες καταστροφές, σημάδια του οποίου υπάρχουν μέχρι και σήμερα διάσπαρτα στην πόλη για να μας θυμίζουν εκείνη την τραγική βραδιά.
Ήταν τιμή για τον όμιλο και χαρά για όλους τους παρευρισκόμενους να απολαύσουν ως ομιλητή της βραδιάς τον συγγραφέα ροταριανό προπρόεδρο Λουκιανό Ζαμίτ, ο οποίος με τον μοναδικό παραστατικό και γλαφυρό του τρόπο αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνων των ημερών.
Εκτός από τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε ο ομιλητής συγκινητικό κομμάτι της ομιλίας του ήταν η αναφορά στις προσωπικές εμπειρίες που έζησε ο ίδιος με την οικογένειά του εκείνες τις μέρες.
Μέρες φρίκης
1943. Νύχτα 13 προς 14 του Σεπτέμβρη. Νύχτα αξέχαστη. Τρομερή. Γιομάτη φρίκη. Και ξημέρωνε του Σταυρού ή γιορτή...
Τ’ άπόγιομα, γερμανικά αεροπλάνα είχανε ρίξει προκηρύξεις, ζητώντας από τούς Ιταλούς την παράδοση του νησιού. Έντεκα μέρες πριν, κι ύστερα από την ανακωχή των Συρακουσών, ο Μπαντόλιο είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά τής Γερμανίας.
Άπό δυο - τρεις μέρες, μαζί μ’ άλλους γειτόνους, μέναμε στις Καθολικές καλόγριες, στην οδό Δελβινιώτου, πού τό ισόγειο του μοναστηριού τους χρησίμευε σαν καταφύγιο. Κάτω από τις τούβλινες καμάρες πίστευαν πως υπήρχε κάποια ασφάλεια. Στη διάρκεια των ιταλικών βομβαρδισμών είχαμε μείνει σ’ ένα υπόγειο κάτω από τά βόλτα τ’ Αγίου Αντωνιού στην αρχή, κι έπειτα στη μίνα τής Ρολίνας, ενώ με τούς βομβαρδισμούς τών ’Άγγλων εγκατασταθήκαμε στις μίνες του λόφου των φυλακών, που τρέχαν παντού νερά...
Πάνω στον πρώτο ύπνο θά ’τανε, πού ο πατέρας ξύπνησε, από τις φωνές τών γειτόνων κι από τούς κρότους των έμπρηστικών πού σκάγανε στις στέγες καί στις κογολάδες τών γύρω καντουνιών. Πετάχτηκε στο πόδι έντρομος. Τό δωμάτιο είχε φωτιστεί άπό κοκκινωπές ανταύγειες. Η γειτονιά μας καιγόταν, όπως κι ολόκληρες συνοικίες πού αφανίστηκαν την καταραμένη εκείνη βραδιά. Οί καταστροφές πού είχανε προξενήσει οί καθημερινοί ιταλικοί βομβαρδισμοί, γιά έξη ολόκληρους μήνες, ήταν ασύγκριτα μικρότερες από την κόλαση τής μιας αύτής νύχτας.
Αποκαμωμένος από τό παιγνίδι θά κοιμόμουν, ως φαίνεται, βαθειά, γιατί άργησα κάπως νά καταλάβω τί γινόταν.
Ο πατέρας μέ ταρακούνησε έξαλλος:
— Σήκωωω! Τρέχα να βρούμε τους άλλους... Καιόμαστεεε! ... Τό ’πα ’γώ!... Δέ τό ’πα;...
Κατρακυλίσαμε τά σκαλοπάτια και βρεθήκαμε στο δρόμο. Τι ηταν αυτό πού γινόταν γύρω μας; Χαλασμός Κυρίου!... Όλα σχεδόν τά σπίτια της γειτονιάς είχαν παραδοθει στις φλόγες. Ανάμεσα στά κτίρια πού έμεναν για τήν ώρα ανέπαφα, ηταν
κι ή αντικρινή μας εκκλησούλα τ’ Αη Χαραλάμπη...
Έκει πού ετοιμαζόμουν νά ρωτήσω τι απόγινε η Ηγούμενη, νά σου την που κάνει την εμφάνισή της, πίσω άπ’ την πόρτα ένός κελιού: Σερνόταν πολύ γερασμένη, μαζωμένη από τά χρόνια, μέ αδύνατη δράση, πρησμένα, από τ’ αρθριτικά, πόδια, μέ κοντή τήν ανάσα από τά χρόνια βρογχικά.
- Εβαρέθηκα νά ζιώ, μας εξομολογήθηκε. Μέρα καί νύχτα παρακαλώ τον Κύριο νά μ’ άναπάψει. Αλλά, ως φαίνεται, δέ θά ’ρθε ακόμα ή ώρα μου...
Όταν της θύμισα τις δύσκολες εκείνες μέρες ή θολή της ματιά ζωήρεψε. Έκατσε στο πεζούλι καί βάλθηκε ν’ άναθυμιέται πρόσωπα καί περιστατικά. Ρωτούσε γιά ένα σωρό ανθρώπους, πού τούς θυμότουν καί μέ τά μικρά τους ονόματα. ”Αν ξέραμε και πού βρίσκονταν, αν ζούν ή έχουν πεθάνει. Μίλησε μέ σεβασμό για τον Πρωτοσύγγελο. Έπειτα έφερε την κουβέντα στα τωρινά: Γιά τις δόκιμες που ακούν τις ορμήνιες της καί τη φροντίζουν σάν τά μάτια τους. Γιά τήν πρόσφατη επίσκεψη του Μητροπολίτη, που πέρασε ένα ολάκερο πρωινό μαζί τους κι άκουσε τα προβλήματά τους...
Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Χαιρετούρες, ευχές, παρηγοριές... Τα συνηθισμένα.
Σαν φτάσαμε στήν έξοδο κοντοστάθηκα. Γύρισα κι έριξα γύρω μια τελευταία ματιά. Κάποτε την είχα διαβεί, παιδί δωδεκάχρονο, τρέχοντας πίσω απ’ τούς γονιούς, καθώς εγκαταλείπαμε τό μοναστήρι. Τώρα έφευγα έχοντας πλάι μου τον δικό μου τό γιο και τη γυναίκα μου.
Κατηφορήσαμε γιά το χωριό με μια έντονη ικανοποίηση μέσα μου. Λές κι είχα ξωφλήσει χρέος πολύ καθυστερημένο.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η μπόρα και αλλα διηγήματα» του Λουκιανού Ζαμίτ
Η συνεστίαση ήταν αφιερωμένη στην επέτειο του βομβαρδισμού της Κέρκυρας την 13-14 Σεπτεμβρίου 1943 από τους Γερμανούς, ενός ανελέητου βομβαρδισμού που έζησε η Κέρκυρα, ο οποίος άφησε πίσω του μεγάλες καταστροφές, σημάδια του οποίου υπάρχουν μέχρι και σήμερα διάσπαρτα στην πόλη για να μας θυμίζουν εκείνη την τραγική βραδιά.
Ήταν τιμή για τον όμιλο και χαρά για όλους τους παρευρισκόμενους να απολαύσουν ως ομιλητή της βραδιάς τον συγγραφέα ροταριανό προπρόεδρο Λουκιανό Ζαμίτ, ο οποίος με τον μοναδικό παραστατικό και γλαφυρό του τρόπο αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνων των ημερών.
Εκτός από τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε ο ομιλητής συγκινητικό κομμάτι της ομιλίας του ήταν η αναφορά στις προσωπικές εμπειρίες που έζησε ο ίδιος με την οικογένειά του εκείνες τις μέρες.
Μέρες φρίκης
1943. Νύχτα 13 προς 14 του Σεπτέμβρη. Νύχτα αξέχαστη. Τρομερή. Γιομάτη φρίκη. Και ξημέρωνε του Σταυρού ή γιορτή...
Τ’ άπόγιομα, γερμανικά αεροπλάνα είχανε ρίξει προκηρύξεις, ζητώντας από τούς Ιταλούς την παράδοση του νησιού. Έντεκα μέρες πριν, κι ύστερα από την ανακωχή των Συρακουσών, ο Μπαντόλιο είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά τής Γερμανίας.
Άπό δυο - τρεις μέρες, μαζί μ’ άλλους γειτόνους, μέναμε στις Καθολικές καλόγριες, στην οδό Δελβινιώτου, πού τό ισόγειο του μοναστηριού τους χρησίμευε σαν καταφύγιο. Κάτω από τις τούβλινες καμάρες πίστευαν πως υπήρχε κάποια ασφάλεια. Στη διάρκεια των ιταλικών βομβαρδισμών είχαμε μείνει σ’ ένα υπόγειο κάτω από τά βόλτα τ’ Αγίου Αντωνιού στην αρχή, κι έπειτα στη μίνα τής Ρολίνας, ενώ με τούς βομβαρδισμούς τών ’Άγγλων εγκατασταθήκαμε στις μίνες του λόφου των φυλακών, που τρέχαν παντού νερά...
Πάνω στον πρώτο ύπνο θά ’τανε, πού ο πατέρας ξύπνησε, από τις φωνές τών γειτόνων κι από τούς κρότους των έμπρηστικών πού σκάγανε στις στέγες καί στις κογολάδες τών γύρω καντουνιών. Πετάχτηκε στο πόδι έντρομος. Τό δωμάτιο είχε φωτιστεί άπό κοκκινωπές ανταύγειες. Η γειτονιά μας καιγόταν, όπως κι ολόκληρες συνοικίες πού αφανίστηκαν την καταραμένη εκείνη βραδιά. Οί καταστροφές πού είχανε προξενήσει οί καθημερινοί ιταλικοί βομβαρδισμοί, γιά έξη ολόκληρους μήνες, ήταν ασύγκριτα μικρότερες από την κόλαση τής μιας αύτής νύχτας.
Αποκαμωμένος από τό παιγνίδι θά κοιμόμουν, ως φαίνεται, βαθειά, γιατί άργησα κάπως νά καταλάβω τί γινόταν.
Ο πατέρας μέ ταρακούνησε έξαλλος:
— Σήκωωω! Τρέχα να βρούμε τους άλλους... Καιόμαστεεε! ... Τό ’πα ’γώ!... Δέ τό ’πα;...
Κατρακυλίσαμε τά σκαλοπάτια και βρεθήκαμε στο δρόμο. Τι ηταν αυτό πού γινόταν γύρω μας; Χαλασμός Κυρίου!... Όλα σχεδόν τά σπίτια της γειτονιάς είχαν παραδοθει στις φλόγες. Ανάμεσα στά κτίρια πού έμεναν για τήν ώρα ανέπαφα, ηταν
κι ή αντικρινή μας εκκλησούλα τ’ Αη Χαραλάμπη...
Έκει πού ετοιμαζόμουν νά ρωτήσω τι απόγινε η Ηγούμενη, νά σου την που κάνει την εμφάνισή της, πίσω άπ’ την πόρτα ένός κελιού: Σερνόταν πολύ γερασμένη, μαζωμένη από τά χρόνια, μέ αδύνατη δράση, πρησμένα, από τ’ αρθριτικά, πόδια, μέ κοντή τήν ανάσα από τά χρόνια βρογχικά.
- Εβαρέθηκα νά ζιώ, μας εξομολογήθηκε. Μέρα καί νύχτα παρακαλώ τον Κύριο νά μ’ άναπάψει. Αλλά, ως φαίνεται, δέ θά ’ρθε ακόμα ή ώρα μου...
Όταν της θύμισα τις δύσκολες εκείνες μέρες ή θολή της ματιά ζωήρεψε. Έκατσε στο πεζούλι καί βάλθηκε ν’ άναθυμιέται πρόσωπα καί περιστατικά. Ρωτούσε γιά ένα σωρό ανθρώπους, πού τούς θυμότουν καί μέ τά μικρά τους ονόματα. ”Αν ξέραμε και πού βρίσκονταν, αν ζούν ή έχουν πεθάνει. Μίλησε μέ σεβασμό για τον Πρωτοσύγγελο. Έπειτα έφερε την κουβέντα στα τωρινά: Γιά τις δόκιμες που ακούν τις ορμήνιες της καί τη φροντίζουν σάν τά μάτια τους. Γιά τήν πρόσφατη επίσκεψη του Μητροπολίτη, που πέρασε ένα ολάκερο πρωινό μαζί τους κι άκουσε τα προβλήματά τους...
Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Χαιρετούρες, ευχές, παρηγοριές... Τα συνηθισμένα.
Σαν φτάσαμε στήν έξοδο κοντοστάθηκα. Γύρισα κι έριξα γύρω μια τελευταία ματιά. Κάποτε την είχα διαβεί, παιδί δωδεκάχρονο, τρέχοντας πίσω απ’ τούς γονιούς, καθώς εγκαταλείπαμε τό μοναστήρι. Τώρα έφευγα έχοντας πλάι μου τον δικό μου τό γιο και τη γυναίκα μου.
Κατηφορήσαμε γιά το χωριό με μια έντονη ικανοποίηση μέσα μου. Λές κι είχα ξωφλήσει χρέος πολύ καθυστερημένο.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η μπόρα και αλλα διηγήματα» του Λουκιανού Ζαμίτ