Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου, γεννιέται το 1795 ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος
Μάντζαρος Χαλικιόπουλος Νικόλαος
26 Οκτωβρίου 2019
/ 14:06
Επτανήσιος μουσουργός, ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου. Φυσιογνωμία ευγενική, εργάσθηκε ακούραστα για τη διάδοση της μουσικής στην Ελλάδα και θεωρείται όχι μόνο ο αρχηγός της Επτανησιακής Σχολής, αλλά και γενικότερα ο θεμελιωτής της δυτικότροπης μουσικής στην Ελλάδα.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 26 Οκτωβρίου 1795.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος είναι ο συνθέτης του εθνικού μας ύμνου, αν και δεν είναι τόσο γνωστός, παρά το γεγονός ότι ίσως υπήρξε ο σημαντικότερος συνθέτης στη μουσική ιστορία της χώρας.
Ο Μάντζαρος θεμελίωσε την Επτανησιακή Μουσική Σχολή και διαμόρφωσε τη μουσική της σύγχρονης Ελλάδας. Καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας.
Διέθετε ικανοποιητική οικονομική επιφάνεια παρόλο που η οικογένειά του είχε αρχίσει να καταπέφτει.
Ο Μάντζαρος έζησε όλες τις διαδοχικές κατακτήσεις που γνώρισαν τα Επτάνησα (Βενετοκρατία, Γαλλοκρατία, Επτάνησο Πολιτεία, Βρετανική κυριαρχία, ένωση με την Ελλάδα) καθώς γεννήθηκε το 1795, κάτι το οποίο τον επηρέασε σημαντικά στη σύνθεσή του.
Πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο πιάνο από τη μητέρα του, Ρεγγίνα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο Ωδείο της Νάπολης έχοντας τόσο καλές επιδόσεις που του έγινε πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση του Ωδείου. Ο ίδιος όμως επιθυμούσε να επιστρέψει στην Κέρκυρα. Ήταν τόσο ταπεινός και, παρά τις εκπληκτικές σπουδές του, δε θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό.
Υπέγραφε συχνά τις παρτιτούρες του με το προσωνύμιο «Dilettante» το οποίο σημαίνει ερασιτέχνης, για να δώσει έμφαση στην ειλικρινή αγάπη που έτρεφε για τη μουσική την οποία δεν έβλεπε σαν μέσο βιοπορισμού. Παρά το γεγονός ότι ο Μάντζαρος συνέθετε έργα και όπερες για το θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας (το πρώτο θέατρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης), δεν αμοιβόταν σχεδόν ποτέ.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρέδιδε δωρεάν μαθήματα μουσικής σε άπορα παιδιά στο σπίτι του. Θεωρούσε σημαντικότερη τη διάδοση της μουσικής τέχνης στα παιδιά της Κέρκυρας παρά την πληρωμή.
Το 1840 ίδρυσε, μεταξύ άλλων τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας. Η απόφαση πάρθηκε μετά από απόφαση των Άγγλων να μην παίζουν οι μπάντες τους, λόγω διαφορετικού δόγματος, κατά τη διάρκεια των λιτανειών του Αγίου Σπυρίδωνα. Άρα έπρεπε να γίνει μια ελληνική. Η απόφαση αυτή έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία της Φιλαρμονικής, που είναι μία από τις αρχαιότερες μπάντες στην Ελλάδα.
Ο Μάντζαρος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής και ανακηρύχθηκε επίσης ισόβιος πρόεδρός της. Στο κτήριο της Φιλαρμονικής σήμερα εκτίθεται το πιάνο του συνθέτη.
Ο Μάντζαρος ήταν πολυγραφότατος. Συνέθεσε την πρώτη ελληνική σωζόμενη όπερα με τίτλο Don Crepuscolo το 1815, σε ηλικία 20 ετών. Ακόμα, έγραψε αυτοσχεδιασμούς για πιάνο, φούγκες, ορχηστρική μουσική και όπερες. Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα έργα του Συμφωνία αρ.3 και Συμφωνία αρ.1 σε Ανατολίτικο ύφος.
Ακόμα, μελοποίησε και άλλα ποιήματα του Σολωμού όπως τη «Φαρμακωμένη» και η «Ξανθούλα». Παρτιτούρα του Μάντζαρου Το κύριο έργο της δουλειάς του προοριζόταν για το θέατρο της Κέρκυρας.
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, συνέθεσε το έργο Aria Greca, για φωνή και ορχήστρα με ελληνικό λιμπρέτο, κίνηση πρωτοποριακή για την εποχή καθώς έως τότε τα λιμπρέτα όπερας γράφονταν σχεδόν αποκλειστικά στα ιταλικά. Όραμα του Μάντζαρου ήταν η διάδοση μιας μουσικής κουλτούρας τόσο στα Επτάνησα όσο και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.
Η επιθυμία ένωσης των Ιονίων Νήσων με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν έντονη και η μουσική, κατά την άποψη όλων των εκπροσώπων της Επτανησιακής σχολής, ήταν ένας συνδετικός κρίκος με τον ελληνισμό. Ο Μάντζαρος είχε αποφασίσει να περιορίσει το ορχηστρικό του έργο, Θα μελοποιούσε πλέον ποιήματα επτανήσιων διανοούμενων, για να τονιστεί η σύνδεση με την Ελλάδα.
Σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία με τον Διονύσιο Σολωμό και γοητεύτηκε από το κορυφαίο του έργο, τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Το επαναστατικό και ρομαντικό περιεχόμενο του έργου επηρέασε βαθιά τον Μάντζαρο και εικάζεται ότι ήταν η αγαπημένη του σύνθεση. Σκοπός του ήταν ο Ύμνος να τραγουδιέται από όλα τα στόματα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο Ύμνος εις την Ελευθερία μελοποιήθηκε αρχικά για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Ουσιαστικά, γράφτηκαν δύο ξεχωριστές μελοποιήσεις, με γνωστότερη την πρώτη. Ωστόσο, διόρθωνε και έγραφε το έργο ξανά και ξανά.
Η δεύτερη μελοποίηση αφιερώθηκε στο βασιλιά Όθωνα και σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη και στο Δημαρχείο της Κέρκυρας. Ο Μάντζαρος υπέβαλε το έργο στον Όθωνα προκειμένου να το προτείνει ως εθνικό ύμνο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο Όθωνας τίμησε τον Μάντζαρο αλλά το έργο αποσύρθηκε.
Ο Μάντζαρος το 1861 προχώρησε σε ορισμένες τροποποιήσεις του έργου, δίνοντάς τους ύφος εμβατηρίου σε ορισμένα σημεία. Το 1865, ο βασιλιάς Γεώργιος κατέφτασε στην Κέρκυρα. Στην προκυμαία τον υποδέχθηκε η Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας η οποία παιάνισε το γνωστό απόσπασμα. Γραμματόσημο με τους δημιουργούς του Εθνικού Ύμνου
Ο Γεώργιος ενθουσιάστηκε με το άκουσμα του Ύμνου και αποφάσισε με Βασιλικό Διάταγμα την καθιέρωση του αποσπάσματος αυτού ως Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας.
Σήμερα, ο Ύμνος είναι ελαφρώς παραποιημένος και απλοποιημένος για να μπορεί να τραγουδιέται ή να εκτελείται μουσικά από όλους με σχετική ευκολία. Η μετεγγραφή έγινε από τον στρατιωτικό, Μαργαρίτη Καστέλλη.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία τυπώθηκε σε ολοκληρωμένη μορφή το 1873 στο Λονδίνο, με χορηγία Ελλήνων της διασποράς, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μάντζαρου. Δεν έχει ηχογραφηθεί ή εκτελεστεί ποτέ ολοκληρωμένα, παρά μόνο αποσπασματικά.
Το ιταλικό ύφος της γραφής του Μάντζαρου βέβαια, προκάλεσε αρκετές φορές την αντίδραση Ελλήνων μουσουργών. Χαρακτηριστικότερη είναι ίσως η άποψη του Μανώλη Καλομοίρη, συνθέτη και ιδρυτή του Εθνικού Ωδείου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι η μουσική γραφή και κουλούρα του Μάντζαρου ήταν περισσότερο ιταλική παρά ελληνική.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη του, το έργο δεν έπρεπε να καθιερωθεί ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας γιατί δεν ταίριαζε στη μουσική κουλτούρα της χώρας.
Ο Μάντζαρος προτίμησε να ζήσει μια ταπεινή ζωή παρά τη μουσική του ιδιοφυία και τις υψηλές γνωριμίες του. Συνέχισε να παραδίδει δωρεάν μαθήματα τόσο στο σπίτι του όσο και στη Φιλαρμονική. Πέθανε την άνοιξη του 1872, στην Κέρκυρα, όταν έκανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο. Την ώρα δηλαδή, που δίδασκε μουσική στο σπίτι του.
Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο της Κέρκυρας και το έργο του στην καρδιά κάθε Έλληνα, όταν ακούει ή τραγουδάει τον ύμνο της πατρίδας του…...
πηγή: Μηχανή του χρόνου
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος είναι ο συνθέτης του εθνικού μας ύμνου, αν και δεν είναι τόσο γνωστός, παρά το γεγονός ότι ίσως υπήρξε ο σημαντικότερος συνθέτης στη μουσική ιστορία της χώρας.
Ο Μάντζαρος θεμελίωσε την Επτανησιακή Μουσική Σχολή και διαμόρφωσε τη μουσική της σύγχρονης Ελλάδας. Καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας.
Διέθετε ικανοποιητική οικονομική επιφάνεια παρόλο που η οικογένειά του είχε αρχίσει να καταπέφτει.
Ο Μάντζαρος έζησε όλες τις διαδοχικές κατακτήσεις που γνώρισαν τα Επτάνησα (Βενετοκρατία, Γαλλοκρατία, Επτάνησο Πολιτεία, Βρετανική κυριαρχία, ένωση με την Ελλάδα) καθώς γεννήθηκε το 1795, κάτι το οποίο τον επηρέασε σημαντικά στη σύνθεσή του.
Πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο πιάνο από τη μητέρα του, Ρεγγίνα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο Ωδείο της Νάπολης έχοντας τόσο καλές επιδόσεις που του έγινε πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση του Ωδείου. Ο ίδιος όμως επιθυμούσε να επιστρέψει στην Κέρκυρα. Ήταν τόσο ταπεινός και, παρά τις εκπληκτικές σπουδές του, δε θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό.
Υπέγραφε συχνά τις παρτιτούρες του με το προσωνύμιο «Dilettante» το οποίο σημαίνει ερασιτέχνης, για να δώσει έμφαση στην ειλικρινή αγάπη που έτρεφε για τη μουσική την οποία δεν έβλεπε σαν μέσο βιοπορισμού. Παρά το γεγονός ότι ο Μάντζαρος συνέθετε έργα και όπερες για το θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας (το πρώτο θέατρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης), δεν αμοιβόταν σχεδόν ποτέ.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρέδιδε δωρεάν μαθήματα μουσικής σε άπορα παιδιά στο σπίτι του. Θεωρούσε σημαντικότερη τη διάδοση της μουσικής τέχνης στα παιδιά της Κέρκυρας παρά την πληρωμή.
Το 1840 ίδρυσε, μεταξύ άλλων τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας. Η απόφαση πάρθηκε μετά από απόφαση των Άγγλων να μην παίζουν οι μπάντες τους, λόγω διαφορετικού δόγματος, κατά τη διάρκεια των λιτανειών του Αγίου Σπυρίδωνα. Άρα έπρεπε να γίνει μια ελληνική. Η απόφαση αυτή έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία της Φιλαρμονικής, που είναι μία από τις αρχαιότερες μπάντες στην Ελλάδα.
Ο Μάντζαρος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής και ανακηρύχθηκε επίσης ισόβιος πρόεδρός της. Στο κτήριο της Φιλαρμονικής σήμερα εκτίθεται το πιάνο του συνθέτη.
Ο Μάντζαρος ήταν πολυγραφότατος. Συνέθεσε την πρώτη ελληνική σωζόμενη όπερα με τίτλο Don Crepuscolo το 1815, σε ηλικία 20 ετών. Ακόμα, έγραψε αυτοσχεδιασμούς για πιάνο, φούγκες, ορχηστρική μουσική και όπερες. Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα έργα του Συμφωνία αρ.3 και Συμφωνία αρ.1 σε Ανατολίτικο ύφος.
Ακόμα, μελοποίησε και άλλα ποιήματα του Σολωμού όπως τη «Φαρμακωμένη» και η «Ξανθούλα». Παρτιτούρα του Μάντζαρου Το κύριο έργο της δουλειάς του προοριζόταν για το θέατρο της Κέρκυρας.
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, συνέθεσε το έργο Aria Greca, για φωνή και ορχήστρα με ελληνικό λιμπρέτο, κίνηση πρωτοποριακή για την εποχή καθώς έως τότε τα λιμπρέτα όπερας γράφονταν σχεδόν αποκλειστικά στα ιταλικά. Όραμα του Μάντζαρου ήταν η διάδοση μιας μουσικής κουλτούρας τόσο στα Επτάνησα όσο και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.
Η επιθυμία ένωσης των Ιονίων Νήσων με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν έντονη και η μουσική, κατά την άποψη όλων των εκπροσώπων της Επτανησιακής σχολής, ήταν ένας συνδετικός κρίκος με τον ελληνισμό. Ο Μάντζαρος είχε αποφασίσει να περιορίσει το ορχηστρικό του έργο, Θα μελοποιούσε πλέον ποιήματα επτανήσιων διανοούμενων, για να τονιστεί η σύνδεση με την Ελλάδα.
Σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία με τον Διονύσιο Σολωμό και γοητεύτηκε από το κορυφαίο του έργο, τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Το επαναστατικό και ρομαντικό περιεχόμενο του έργου επηρέασε βαθιά τον Μάντζαρο και εικάζεται ότι ήταν η αγαπημένη του σύνθεση. Σκοπός του ήταν ο Ύμνος να τραγουδιέται από όλα τα στόματα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο Ύμνος εις την Ελευθερία μελοποιήθηκε αρχικά για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Ουσιαστικά, γράφτηκαν δύο ξεχωριστές μελοποιήσεις, με γνωστότερη την πρώτη. Ωστόσο, διόρθωνε και έγραφε το έργο ξανά και ξανά.
Η δεύτερη μελοποίηση αφιερώθηκε στο βασιλιά Όθωνα και σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη και στο Δημαρχείο της Κέρκυρας. Ο Μάντζαρος υπέβαλε το έργο στον Όθωνα προκειμένου να το προτείνει ως εθνικό ύμνο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο Όθωνας τίμησε τον Μάντζαρο αλλά το έργο αποσύρθηκε.
Ο Μάντζαρος το 1861 προχώρησε σε ορισμένες τροποποιήσεις του έργου, δίνοντάς τους ύφος εμβατηρίου σε ορισμένα σημεία. Το 1865, ο βασιλιάς Γεώργιος κατέφτασε στην Κέρκυρα. Στην προκυμαία τον υποδέχθηκε η Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας η οποία παιάνισε το γνωστό απόσπασμα. Γραμματόσημο με τους δημιουργούς του Εθνικού Ύμνου
Ο Γεώργιος ενθουσιάστηκε με το άκουσμα του Ύμνου και αποφάσισε με Βασιλικό Διάταγμα την καθιέρωση του αποσπάσματος αυτού ως Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας.
Σήμερα, ο Ύμνος είναι ελαφρώς παραποιημένος και απλοποιημένος για να μπορεί να τραγουδιέται ή να εκτελείται μουσικά από όλους με σχετική ευκολία. Η μετεγγραφή έγινε από τον στρατιωτικό, Μαργαρίτη Καστέλλη.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία τυπώθηκε σε ολοκληρωμένη μορφή το 1873 στο Λονδίνο, με χορηγία Ελλήνων της διασποράς, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μάντζαρου. Δεν έχει ηχογραφηθεί ή εκτελεστεί ποτέ ολοκληρωμένα, παρά μόνο αποσπασματικά.
Το ιταλικό ύφος της γραφής του Μάντζαρου βέβαια, προκάλεσε αρκετές φορές την αντίδραση Ελλήνων μουσουργών. Χαρακτηριστικότερη είναι ίσως η άποψη του Μανώλη Καλομοίρη, συνθέτη και ιδρυτή του Εθνικού Ωδείου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι η μουσική γραφή και κουλούρα του Μάντζαρου ήταν περισσότερο ιταλική παρά ελληνική.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη του, το έργο δεν έπρεπε να καθιερωθεί ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας γιατί δεν ταίριαζε στη μουσική κουλτούρα της χώρας.
Ο Μάντζαρος προτίμησε να ζήσει μια ταπεινή ζωή παρά τη μουσική του ιδιοφυία και τις υψηλές γνωριμίες του. Συνέχισε να παραδίδει δωρεάν μαθήματα τόσο στο σπίτι του όσο και στη Φιλαρμονική. Πέθανε την άνοιξη του 1872, στην Κέρκυρα, όταν έκανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο. Την ώρα δηλαδή, που δίδασκε μουσική στο σπίτι του.
Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο της Κέρκυρας και το έργο του στην καρδιά κάθε Έλληνα, όταν ακούει ή τραγουδάει τον ύμνο της πατρίδας του…...
πηγή: Μηχανή του χρόνου