Εξαιρετικές επανεκδόσεις ταινιών με Τσάπλιν, Μπερτολούτσι, Μορέτι και Αλμοδόβαρ
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
05 Ιουλίου 2019
/ 09:49
Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Οι ταινίες σε επανέκδοση κυριαρχούν και αυτή την εβδομάδα, με αριστουργήματα από Τσάρλι Τσάπλιν («Ο κύριος Βερντού»), Μπερνάρντο Μπερτολούτσι («Ο κονφορμίστας») και Νάνι Μορέτι («Αγαπημένο μου ημερολόγιο») καθώς και μια από τις πρώτες, απολαυστικές κωμωδίες, του Πέδρο Αλμοδόβαρ («Μια ζωή ταλαιπωρία»). Στο υπόλοιπο πρόγραμμα και οι ταινίες: «McQueen», πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ των Ιάν Μπονότ και Πέτερ Ετεντγκί, γύρω από τον σχεδιαστή μόδας Λι Αλεξάντερ ΜακΚουίν, «70 πεντακοσάρικα», καλοφτιαγμένο ισπανικό θρίλερ του Κόλντο Σέρα και το μπλοκ-μπάστερ «Spider-Man: Μακριά από τον τόπο του», διασκεδαστική επιστροφή του Σπάιντερ-Μαν, από τον Τζον Γουότς.
***** Ο κύριος Βερντού
Monsieur Verdoux. ΗΠΑ, 1947. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Τσάρλι Τσάπλιν. Σενάριο: Τσάρλι Τσάπλιν από μια ιδέα του Όρσον Γουέλς. Φωτογραφία: Ρόλι Τόδερο, Κουρτ Κουράντ. Ηθοποιοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Μάρθα Ρέι, Ιζομπελ Ελσομ, Μάντι Κορέλ, Ρόμπερτ Λούις. Διάρκεια: 125΄
Χρειάζεται κανείς να δει μια ταινία όπως "Ο κύριος Βερντού" για να καταλάβει όλο το μεγαλείο της τσαπλινικής (μαύρης στην περίπτωση αυτή) κωμωδίας. Πρόκειται για μια ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Λαντρί, του περιβόητου δολοφόνου γυναικών που έδρασε στη Γαλλία στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ο Τσάπλιν τοποθετεί την ιστορία του στη Γαλλία της δεκαετίας του ΄30, στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ο Βερντού του είναι ένας τραπεζικός υπάλληλος που, όταν βρίσκεται χωρίς δουλειά, αρχίζει, για να συντηρήσει την οικογένειά του (την ανάπηρη γυναίκα του και το μικρό γιο του), να φλερτάρει πλούσιες μοναχικές γυναίκες που αφού τις παντρευτεί τις δολοφονεί. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ένας γερασμένος πια Βερντού συλλαμβάνεται και οδηγείται στην αγχόνη.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι πίσω από τον κομψό δανδή του κυρίου Βερντού κρύβεται η γνωστή μας μορφή του Σαρλό. Μόνο που εδώ έχουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Εκεί που ο Σαρλό ήταν ο παρείσακτος, ο φτωχός, αν και καταστροφικός αλητάκος, θύμα της κοινωνίας που όμως αντιδρούσε ενάντια σ' αυτήν, εδώ έχουμε ένα Σαρλό κυνικό, αδίστακτο, το ίδιο ανατρεπτικό με τον παλιό, μόνο που κάνει ό,τι κάνει έχοντας ενταχθεί στην κοινωνία για να μπορέσει καλύτερα να την εκμεταλλευτεί. Ένα Σαρλό που δολοφονεί και ληστεύει τις γυναίκες, ζώντας σε βάρος της κοινωνίας, κάνοντας έτσι μια γενική επίθεση εναντίον της και συγκεκριμένα της αμερικανικής (και της καταπιεστικής μητριαρχία της) παρ' όλο που η ταινία του ήταν τυπικά τοποθετημένη στη Γαλλία.
Κύριος στόχος του ήταν βέβαια οι πολεμοκάπηλοι και όσοι ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στην καταστροφή της. "Οι πόλεμοι δεν είναι παρά επιχείρηση", θα πει στην αγόρευσή του στο δικαστήριο ο Βερντού. "Κάνεις ένα φόνο και θεωρείσαι εγκληματίας. Σκοτώνεις εκατομμύρια και γίνεσαι ήρωας. Ο αριθμός καθαγιάζει." Γι΄ αυτό και ο Βερντού καταδικάζεται και οδηγείται στο ικρίωμα. Στην πραγματικότητα όμως, όπως αναφέρει στην εξαιρετική μελέτη του για την ταινία ο Γάλλος Αντρέ Μπαζέν, είναι ο Σαρλό που οδηγείται στο ικρίωμα. Γιατί η κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί κανένα Σαρλό. Η τελευταία σκηνή, με τον Βερντού-Σαρλό να προχωρεί προς το θάνατο, έχοντας πάρει μια βαθιά ανάσα, είναι σκηνή που σου παγώνει κυριολεκτικά το αίμα.
Πριν όμως απ' αυτήν υπάρχουν δυο άλλες θαυμάσιες σκηνές που εκτυλίσσονται στο κελί του Βερντού. Στη μια, ένας ιερέας του προτείνει να προσευχηθεί γι' αυτόν. "Όπως θέλετε", του λέει ο Βερντού. "Ο Θεός ας συγχωρέσει τη ψυχή σου" του απαντά ο παπάς. " "Γιατί όχι; Εξάλλου του ανήκει" είναι η απάντηση του Βερντού. Στην άλλη σκηνή, λίγο πριν από την εκτέλεση, ο δεσμοφύλακας προσφέρει στον Βερντού ένα ποτήρι ρούμι. Αρχικά εκείνος το αρνείται κι ύστερα γυρνά και το παίρνει λέγοντας: "Μια στιγμή, δεν έχω ποτέ μου δοκιμάσει το ρούμι". Η ταινία είναι βέβαια γεμάτη και άλλες θαυμάσιες σκηνές: ο Βερντού που κόβει τριαντάφυλλα στον κήπο του ενώ στο βάθος βλέπουμε τον καπνό από το φούρνο όπου καίγεται το πτώμα ενός θύματος, ο Βερντού που φλερτάρει τη χοντρή κυρία Γκρονέ, η προσπάθειά του να πνίξει την Αναμπέλα ενώ, όταν αυτός πέφτει στη λίμνη, εκείνη τον σώζει από πνιγμό, η σκηνή όταν ο μικρός γιος του τραβά την ουρά μιας γάτας κι ο Βερντού διερωτάται από πού το παιδί έμαθε τέτοια σκληρότητα, και πολλές άλλες.
Ο ίδιος ο Τσάπλιν θα παραδεχτεί αργότερα ότι γύρισε την ταινία του ως διαμαρτυρία για την ατομική βόμβα. Στην Αμερική η ταινία κυκλοφόρησε στην περίοδο του μακαρθισμού και απέτυχε παταγωδώς (ενώ ο ίδιος ο Τσάπλιν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη). Αντίθετα, στην Ευρώπη η ταινία είχε τεράστια επιτυχία, ενώ, με την πάροδο του χρόνου αναγνωρίστηκε η μεγάλη της αξία και μετατράπηκε σε ταινία "καλτ".
***** Ο κονφορμίστας
Il Conformista. Ιταλία, 1969. Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτι. Σενάριο: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, από μυθ. Αλμπέρτο Μοράβια. Φωτογραφία: Βιτόριο Στοράρο. Μουσική: Ζορζ Ντελρί. Ντεκ: Νέντο Ατσίνι. Ηθoποιοί: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι, Ντομινίκ Σαντά, Πιέρ Κλεμαντί, Γκαστόνε Μοσκίν. Διάρκεια; 116΄
Με την πολιτική (το φασισμό) και το σεξ (τους καταπιεσμένους σεξουαλικούς πόθους), καταπιάνεται ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην ταινία του "Ο κονφορμίστας", αναμφισβήτητα μιαν από τις πιο ώριμες και συναρπαστικές ταινίες που μας έδωσε ο Ιταλός αυτός δημιουργός που άρχισε την καριέρα του επηρεασμένος από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και συγκεκριμένα το έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ για να ακολουθήσει σύντομα το δικό του, προσωπικό δρόμο.
Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Μαρτσέλο Κλέριτσι (τέλειος στο ρόλο ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν), ένας με παιδικά σεξουαλικά τραύματα νέος, παντρεμένος με την άχαρη μικροαστή Τζούλια (Στεφανία Σαντρέλι), ο οποίος προσχωρεί στο φασιστικό κόμμα για να αισθάνεται βασικά ότι ανήκει κάπου. Κάποτε θα δεχτεί μιαν αποστολή στο Παρίσι για να δολοφονήσει έναν αριστερό διανοούμενο, πρώην καθηγητή του. Φτάνει στη Παρίσι με τη γυναίκα του, όπου ερωτεύεται την αμφισεξουαλική γυναίκα του καθηγητή (μια φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη Ντομινίκ Σαντά), η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη Τζούλια. Ο Μαρτσέλο είναι έτοιμος για χάρη της να εγκαταλείψει τους φασίστες αν και τελικά, από αδράνεια, αποφασίζει να εκτελέσει την αποστολή του.
Είναι η δεύτερη φορά που ο Μπερτολούτσι καταπιάνεται με το φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας - η πρώτη ήταν με την εξίσου εξαιρετική "Η στρατηγική της αράχνης", αν και εδώ, σ' αυτή την ταινία, αρχίζουν να εμφανίζονται οι φροϋδικές αναφορές του σκηνοθέτη, που θα αναπτυχθούν και στις κατοπινές ταινίες του. Από τις πολιτικά πιο διαυγείς ταινίες του Μπερτολούτσι, "Ο κονφορμίστας" μας παρουσιάζει ένα διφορούμενο ήρωα που ενώ από τη μια είναι έξυπνος από την άλλη, εξαιτίας της απάθειας και της πνευματικής αδιαφορίας του, επιλέγει τον κομφορμισμό γι' αυτό και εντάσσεται στο φασιστικό κόμμα. Ταυτόχρονα ο Μπερτολούτσι παραλληλίζει την άνοδο και τη πτώση, μαζί με τις παλινδρομήσεις, του Μαρτσέλο μ' εκείνες της ιταλικής κυβέρνησης, έτσι που η πτώση του ήρωα να συμβαίνει ταυτόχρονα με τη πτώση του Μουσολίνι.
Από κινηματογραφικής πλευράς πρόκειται για μια αληθινά εξαιρετική στην πραγμάτωσή της ταινία: με εντυπωσιακές κινήσεις της μηχανής, έξυπνη χρήση των χώρων και των χρωμάτων (ιδιαίτερα του κίτρινου, για το οποίο ο κάμεραμαν Βιτόριο Στοράρο έκανε μια πράγματι εκπληκτική δουλειά) αλλά και του μοντάζ, με διάφορα φλας-μπακ αλλά και φλας-φόργουορντ (αναδρομές στο παρελθόν αλλά και πηδήματα στο μελλοντικό χρόνο), ο Μπερτολούτσι κατάφερε να δώσει με ένα ιδιόμορφο, εξαιρετικά στιλιζαρισμένο (συναρπαστικό σε κάθε του δευτερόλεπτο) τρόπο την πολυπλοκότητα αλλά και τις αντιθέσεις του χαρακτήρα του ήρωά του. Την ίδια πολυπλοκότητα, μαζί με μια ευρηματικότητα, συναντάμε και στην ανάπτυξη της αφήγησης: το απρόσωπο, μαρμάρινο άσυλο όπου είναι έγκλειστος ο πατέρας του Μαρτσέλο, οι ψυχροί, άδειοι διάδρομοι που οδηγούν στα εσώτερα της μουσολινικής εξουσίας, η αίθουσα χορού όπου αγκαλιασμένες χορεύουν, κάτω από τα βλέμματα των έκπληκτων αντρών, οι δυο γυναίκες, η συνάντηση σ' ένα δάσος όπου ο Μαρτσέλο σχεδιάζει να πραγματοποιήσει την αποστολή του, και πολλές άλλες. Σκηνές που ο Μπερτολούτσι αναπτύσσει μ' ένα ρευστό, λυρικό, οπερατικό ύφος, παρασύροντάς σε με την ομορφιά και τη δύναμη των εικόνων του.
**** Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Caro diario. Ιταλία, 1993. Σκηνοθεσία-σενάριο: Νάνι Μορέτι. Ηθοποιοί: Νάνι Μορέτι, Ρενάτο Καρπεντιέρι, Τζιοβάνα Μπότσολο. 100΄
Μια αυτοβιογραφική, διανθισμένη με μπόλικο χιούμορ, ματιά πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη (με άλλα λόγια πάνω στη ζωή και το θάνατο) είναι η βραβευμένη με το βραβείο σκηνοοθεσίας των Κανών η απολαυστική αυτή ταινία του Νάνι Μορέτι. Καβάλα στο σκούτερ του, ο Μορέτι περιφέρεται σε διάφορα μέρη (μέσα από τα τρία επεισόδια της ταινίας του) αντιμετωπίζοντας τα διάφορα επεισόδια άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με σοβαρότητα.
Στο πρώτο επεισόδιο ο νευρωτικός (με ταινίες πολύ κοντά στο Γούντι Άλεν) Μορέτι περιφέρεται στη Ρώμη συναντώντας διάφορα άτομα και σχολιάζοντας καταστάσεις: ανάμεσά τους, μια συνάντηση με την Τζένιφερ Μπιλς και τον σκηνοθέτη σύζυγό της, Αλεξάντρ Ρόκγουελ, με τους οποίους συζητά την ταινία τους Flashdance, ενώ αργότερα σχολιάζει τις ταινίες τρόμου που παίζουν τα καλοκαιρινά σινεμά της Ρώμης, για να τελειώσει με ένα φόρο τιμής-επίσκεψής του στο χώρο όπου δολοφονήθηκε ο Παζολίνι. Στο δεύτερο, και καλύτερο τμήμα της ταινίας, ο Μορέτι επισκέπτεται ένα αιολικό νησί όπου, με τη συνάντησή του με ένα φίλο του καθηγητή φιλοσοφίας, που ποτέ δεν είχε δει τηλεόραση στη ζωή του, του δίνεται η ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο για την επίδραση των φτηνών μίντια (μέσα από σαπουνόπερες και άλλα αδιάφορα προγράμματα) στη ζωή μας. Για να καταλήξει στο τρίτο, και πιο σοβαρό, επεισόδιο, με τον Μπορέτι να υπόκειται σε θεραπεία του δέρματος (με μασάζ, δίετα και διάφορα άλλα μέσα), για μια αρρώστια με την οποία, την εποχή εκείνη, πράγματι υπέφερε. Συνολικά μια όμορφη, κάπου-κάπου μελάγχολική, κωμωδία, από τις καλύτερες του Μορέτι, με τον σκηνοθέτη να μας μιλάει, με το δικό του, απλό, ιδιόμορφο, πάντα συναρπαστικό τρόπο, για την κατάσταση όχι μόνο της σύγχρονης Ιταλίας αλλά και γενικότερα του κόσμου.
*** ½ - Μια ζωή ταλαιπωρία
Que he hecho yo para merecer esto? / What Have I Done to Deserve This?. Ισπανία, 1984. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ηθοποιοί: Κάρμεν Μάουρα, Γκονζάλο Σουάρεζ, Λουίς Χοστάλοτ, Βερόνικα Φορκέ. 101΄
Τι θα κάνατε αν είχατε μια δυσλειτουργική οικογένεια όπως αυτή της Γκλόρια στη Μαδρίτη: ένα σύζυγο ταξιτζή, ενδιάμεσα παραχαράκτη (σε κάποια στιγμή προσπαθεί να παραχαράξει γράμματα του Χίτλερ) και ξετρελαμένο με μια Γερμανίδα τραγουδίστρια, μια τρελή πεθερά και δυο έφηβους γιους, ο ένας διακινητής ναρκωτικών (ο μόνος γιος με λεφτά στην οικογένεια) και ο άλλος γκέι, ενώ η ίδια έχει εθισμό στις αμφεταμίνες. Για να τα φέρει πέρα, η Γκλόρια εργάζεται καθαρίστρια. Μόνο που αντί να βελτιώσει την κατάσταση την κάνει χειρότερη, πιο τρελή, ακόμη και σουρεαλιστική, θα έλεγα.
Στην τέταρτη αυτή ταινία του, ο Αλμοδόβαρ συνδυάζει το μελόδραμα με το ρεαλισμό (με κοινωνικές πάντα ασιχμές) για να φτιάξει την απολαυστική αυτή, τρελή, διανθισμένη με σουρεαλιστικό χιούμορ, ταινία του, πάνω στη διάλυση της μικροαστικής (ή και εργατρικής;) οικογένειας, με την γνωστή μας από τις πρώτες ταινίες μούσα του, Κάρμεν Μάουρα, εξαιρετική στο ρόλο μιας παγιδευμένης στη μεγαλούπολη «γυναίκας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», άλλοτε φιλικής και συμπαθητικής στις σχέσεις της με την πόρνη γειτόνισσά της κι άλλοτε χαμένης να προσπαθεί να αντικαταστήσει τις αμφεταμίνες που της λείπουν με άλλους απολαυστικούς τρόπους.
***** Ο κύριος Βερντού
Monsieur Verdoux. ΗΠΑ, 1947. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Τσάρλι Τσάπλιν. Σενάριο: Τσάρλι Τσάπλιν από μια ιδέα του Όρσον Γουέλς. Φωτογραφία: Ρόλι Τόδερο, Κουρτ Κουράντ. Ηθοποιοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Μάρθα Ρέι, Ιζομπελ Ελσομ, Μάντι Κορέλ, Ρόμπερτ Λούις. Διάρκεια: 125΄
Χρειάζεται κανείς να δει μια ταινία όπως "Ο κύριος Βερντού" για να καταλάβει όλο το μεγαλείο της τσαπλινικής (μαύρης στην περίπτωση αυτή) κωμωδίας. Πρόκειται για μια ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Λαντρί, του περιβόητου δολοφόνου γυναικών που έδρασε στη Γαλλία στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ο Τσάπλιν τοποθετεί την ιστορία του στη Γαλλία της δεκαετίας του ΄30, στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ο Βερντού του είναι ένας τραπεζικός υπάλληλος που, όταν βρίσκεται χωρίς δουλειά, αρχίζει, για να συντηρήσει την οικογένειά του (την ανάπηρη γυναίκα του και το μικρό γιο του), να φλερτάρει πλούσιες μοναχικές γυναίκες που αφού τις παντρευτεί τις δολοφονεί. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ένας γερασμένος πια Βερντού συλλαμβάνεται και οδηγείται στην αγχόνη.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι πίσω από τον κομψό δανδή του κυρίου Βερντού κρύβεται η γνωστή μας μορφή του Σαρλό. Μόνο που εδώ έχουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Εκεί που ο Σαρλό ήταν ο παρείσακτος, ο φτωχός, αν και καταστροφικός αλητάκος, θύμα της κοινωνίας που όμως αντιδρούσε ενάντια σ' αυτήν, εδώ έχουμε ένα Σαρλό κυνικό, αδίστακτο, το ίδιο ανατρεπτικό με τον παλιό, μόνο που κάνει ό,τι κάνει έχοντας ενταχθεί στην κοινωνία για να μπορέσει καλύτερα να την εκμεταλλευτεί. Ένα Σαρλό που δολοφονεί και ληστεύει τις γυναίκες, ζώντας σε βάρος της κοινωνίας, κάνοντας έτσι μια γενική επίθεση εναντίον της και συγκεκριμένα της αμερικανικής (και της καταπιεστικής μητριαρχία της) παρ' όλο που η ταινία του ήταν τυπικά τοποθετημένη στη Γαλλία.
Κύριος στόχος του ήταν βέβαια οι πολεμοκάπηλοι και όσοι ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στην καταστροφή της. "Οι πόλεμοι δεν είναι παρά επιχείρηση", θα πει στην αγόρευσή του στο δικαστήριο ο Βερντού. "Κάνεις ένα φόνο και θεωρείσαι εγκληματίας. Σκοτώνεις εκατομμύρια και γίνεσαι ήρωας. Ο αριθμός καθαγιάζει." Γι΄ αυτό και ο Βερντού καταδικάζεται και οδηγείται στο ικρίωμα. Στην πραγματικότητα όμως, όπως αναφέρει στην εξαιρετική μελέτη του για την ταινία ο Γάλλος Αντρέ Μπαζέν, είναι ο Σαρλό που οδηγείται στο ικρίωμα. Γιατί η κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί κανένα Σαρλό. Η τελευταία σκηνή, με τον Βερντού-Σαρλό να προχωρεί προς το θάνατο, έχοντας πάρει μια βαθιά ανάσα, είναι σκηνή που σου παγώνει κυριολεκτικά το αίμα.
Πριν όμως απ' αυτήν υπάρχουν δυο άλλες θαυμάσιες σκηνές που εκτυλίσσονται στο κελί του Βερντού. Στη μια, ένας ιερέας του προτείνει να προσευχηθεί γι' αυτόν. "Όπως θέλετε", του λέει ο Βερντού. "Ο Θεός ας συγχωρέσει τη ψυχή σου" του απαντά ο παπάς. " "Γιατί όχι; Εξάλλου του ανήκει" είναι η απάντηση του Βερντού. Στην άλλη σκηνή, λίγο πριν από την εκτέλεση, ο δεσμοφύλακας προσφέρει στον Βερντού ένα ποτήρι ρούμι. Αρχικά εκείνος το αρνείται κι ύστερα γυρνά και το παίρνει λέγοντας: "Μια στιγμή, δεν έχω ποτέ μου δοκιμάσει το ρούμι". Η ταινία είναι βέβαια γεμάτη και άλλες θαυμάσιες σκηνές: ο Βερντού που κόβει τριαντάφυλλα στον κήπο του ενώ στο βάθος βλέπουμε τον καπνό από το φούρνο όπου καίγεται το πτώμα ενός θύματος, ο Βερντού που φλερτάρει τη χοντρή κυρία Γκρονέ, η προσπάθειά του να πνίξει την Αναμπέλα ενώ, όταν αυτός πέφτει στη λίμνη, εκείνη τον σώζει από πνιγμό, η σκηνή όταν ο μικρός γιος του τραβά την ουρά μιας γάτας κι ο Βερντού διερωτάται από πού το παιδί έμαθε τέτοια σκληρότητα, και πολλές άλλες.
Ο ίδιος ο Τσάπλιν θα παραδεχτεί αργότερα ότι γύρισε την ταινία του ως διαμαρτυρία για την ατομική βόμβα. Στην Αμερική η ταινία κυκλοφόρησε στην περίοδο του μακαρθισμού και απέτυχε παταγωδώς (ενώ ο ίδιος ο Τσάπλιν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη). Αντίθετα, στην Ευρώπη η ταινία είχε τεράστια επιτυχία, ενώ, με την πάροδο του χρόνου αναγνωρίστηκε η μεγάλη της αξία και μετατράπηκε σε ταινία "καλτ".
***** Ο κονφορμίστας
Il Conformista. Ιταλία, 1969. Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτι. Σενάριο: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, από μυθ. Αλμπέρτο Μοράβια. Φωτογραφία: Βιτόριο Στοράρο. Μουσική: Ζορζ Ντελρί. Ντεκ: Νέντο Ατσίνι. Ηθoποιοί: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι, Ντομινίκ Σαντά, Πιέρ Κλεμαντί, Γκαστόνε Μοσκίν. Διάρκεια; 116΄
Με την πολιτική (το φασισμό) και το σεξ (τους καταπιεσμένους σεξουαλικούς πόθους), καταπιάνεται ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην ταινία του "Ο κονφορμίστας", αναμφισβήτητα μιαν από τις πιο ώριμες και συναρπαστικές ταινίες που μας έδωσε ο Ιταλός αυτός δημιουργός που άρχισε την καριέρα του επηρεασμένος από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και συγκεκριμένα το έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ για να ακολουθήσει σύντομα το δικό του, προσωπικό δρόμο.
Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Μαρτσέλο Κλέριτσι (τέλειος στο ρόλο ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν), ένας με παιδικά σεξουαλικά τραύματα νέος, παντρεμένος με την άχαρη μικροαστή Τζούλια (Στεφανία Σαντρέλι), ο οποίος προσχωρεί στο φασιστικό κόμμα για να αισθάνεται βασικά ότι ανήκει κάπου. Κάποτε θα δεχτεί μιαν αποστολή στο Παρίσι για να δολοφονήσει έναν αριστερό διανοούμενο, πρώην καθηγητή του. Φτάνει στη Παρίσι με τη γυναίκα του, όπου ερωτεύεται την αμφισεξουαλική γυναίκα του καθηγητή (μια φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη Ντομινίκ Σαντά), η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη Τζούλια. Ο Μαρτσέλο είναι έτοιμος για χάρη της να εγκαταλείψει τους φασίστες αν και τελικά, από αδράνεια, αποφασίζει να εκτελέσει την αποστολή του.
Είναι η δεύτερη φορά που ο Μπερτολούτσι καταπιάνεται με το φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας - η πρώτη ήταν με την εξίσου εξαιρετική "Η στρατηγική της αράχνης", αν και εδώ, σ' αυτή την ταινία, αρχίζουν να εμφανίζονται οι φροϋδικές αναφορές του σκηνοθέτη, που θα αναπτυχθούν και στις κατοπινές ταινίες του. Από τις πολιτικά πιο διαυγείς ταινίες του Μπερτολούτσι, "Ο κονφορμίστας" μας παρουσιάζει ένα διφορούμενο ήρωα που ενώ από τη μια είναι έξυπνος από την άλλη, εξαιτίας της απάθειας και της πνευματικής αδιαφορίας του, επιλέγει τον κομφορμισμό γι' αυτό και εντάσσεται στο φασιστικό κόμμα. Ταυτόχρονα ο Μπερτολούτσι παραλληλίζει την άνοδο και τη πτώση, μαζί με τις παλινδρομήσεις, του Μαρτσέλο μ' εκείνες της ιταλικής κυβέρνησης, έτσι που η πτώση του ήρωα να συμβαίνει ταυτόχρονα με τη πτώση του Μουσολίνι.
Από κινηματογραφικής πλευράς πρόκειται για μια αληθινά εξαιρετική στην πραγμάτωσή της ταινία: με εντυπωσιακές κινήσεις της μηχανής, έξυπνη χρήση των χώρων και των χρωμάτων (ιδιαίτερα του κίτρινου, για το οποίο ο κάμεραμαν Βιτόριο Στοράρο έκανε μια πράγματι εκπληκτική δουλειά) αλλά και του μοντάζ, με διάφορα φλας-μπακ αλλά και φλας-φόργουορντ (αναδρομές στο παρελθόν αλλά και πηδήματα στο μελλοντικό χρόνο), ο Μπερτολούτσι κατάφερε να δώσει με ένα ιδιόμορφο, εξαιρετικά στιλιζαρισμένο (συναρπαστικό σε κάθε του δευτερόλεπτο) τρόπο την πολυπλοκότητα αλλά και τις αντιθέσεις του χαρακτήρα του ήρωά του. Την ίδια πολυπλοκότητα, μαζί με μια ευρηματικότητα, συναντάμε και στην ανάπτυξη της αφήγησης: το απρόσωπο, μαρμάρινο άσυλο όπου είναι έγκλειστος ο πατέρας του Μαρτσέλο, οι ψυχροί, άδειοι διάδρομοι που οδηγούν στα εσώτερα της μουσολινικής εξουσίας, η αίθουσα χορού όπου αγκαλιασμένες χορεύουν, κάτω από τα βλέμματα των έκπληκτων αντρών, οι δυο γυναίκες, η συνάντηση σ' ένα δάσος όπου ο Μαρτσέλο σχεδιάζει να πραγματοποιήσει την αποστολή του, και πολλές άλλες. Σκηνές που ο Μπερτολούτσι αναπτύσσει μ' ένα ρευστό, λυρικό, οπερατικό ύφος, παρασύροντάς σε με την ομορφιά και τη δύναμη των εικόνων του.
**** Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Caro diario. Ιταλία, 1993. Σκηνοθεσία-σενάριο: Νάνι Μορέτι. Ηθοποιοί: Νάνι Μορέτι, Ρενάτο Καρπεντιέρι, Τζιοβάνα Μπότσολο. 100΄
Μια αυτοβιογραφική, διανθισμένη με μπόλικο χιούμορ, ματιά πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη (με άλλα λόγια πάνω στη ζωή και το θάνατο) είναι η βραβευμένη με το βραβείο σκηνοοθεσίας των Κανών η απολαυστική αυτή ταινία του Νάνι Μορέτι. Καβάλα στο σκούτερ του, ο Μορέτι περιφέρεται σε διάφορα μέρη (μέσα από τα τρία επεισόδια της ταινίας του) αντιμετωπίζοντας τα διάφορα επεισόδια άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με σοβαρότητα.
Στο πρώτο επεισόδιο ο νευρωτικός (με ταινίες πολύ κοντά στο Γούντι Άλεν) Μορέτι περιφέρεται στη Ρώμη συναντώντας διάφορα άτομα και σχολιάζοντας καταστάσεις: ανάμεσά τους, μια συνάντηση με την Τζένιφερ Μπιλς και τον σκηνοθέτη σύζυγό της, Αλεξάντρ Ρόκγουελ, με τους οποίους συζητά την ταινία τους Flashdance, ενώ αργότερα σχολιάζει τις ταινίες τρόμου που παίζουν τα καλοκαιρινά σινεμά της Ρώμης, για να τελειώσει με ένα φόρο τιμής-επίσκεψής του στο χώρο όπου δολοφονήθηκε ο Παζολίνι. Στο δεύτερο, και καλύτερο τμήμα της ταινίας, ο Μορέτι επισκέπτεται ένα αιολικό νησί όπου, με τη συνάντησή του με ένα φίλο του καθηγητή φιλοσοφίας, που ποτέ δεν είχε δει τηλεόραση στη ζωή του, του δίνεται η ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο για την επίδραση των φτηνών μίντια (μέσα από σαπουνόπερες και άλλα αδιάφορα προγράμματα) στη ζωή μας. Για να καταλήξει στο τρίτο, και πιο σοβαρό, επεισόδιο, με τον Μπορέτι να υπόκειται σε θεραπεία του δέρματος (με μασάζ, δίετα και διάφορα άλλα μέσα), για μια αρρώστια με την οποία, την εποχή εκείνη, πράγματι υπέφερε. Συνολικά μια όμορφη, κάπου-κάπου μελάγχολική, κωμωδία, από τις καλύτερες του Μορέτι, με τον σκηνοθέτη να μας μιλάει, με το δικό του, απλό, ιδιόμορφο, πάντα συναρπαστικό τρόπο, για την κατάσταση όχι μόνο της σύγχρονης Ιταλίας αλλά και γενικότερα του κόσμου.
*** ½ - Μια ζωή ταλαιπωρία
Que he hecho yo para merecer esto? / What Have I Done to Deserve This?. Ισπανία, 1984. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ηθοποιοί: Κάρμεν Μάουρα, Γκονζάλο Σουάρεζ, Λουίς Χοστάλοτ, Βερόνικα Φορκέ. 101΄
Τι θα κάνατε αν είχατε μια δυσλειτουργική οικογένεια όπως αυτή της Γκλόρια στη Μαδρίτη: ένα σύζυγο ταξιτζή, ενδιάμεσα παραχαράκτη (σε κάποια στιγμή προσπαθεί να παραχαράξει γράμματα του Χίτλερ) και ξετρελαμένο με μια Γερμανίδα τραγουδίστρια, μια τρελή πεθερά και δυο έφηβους γιους, ο ένας διακινητής ναρκωτικών (ο μόνος γιος με λεφτά στην οικογένεια) και ο άλλος γκέι, ενώ η ίδια έχει εθισμό στις αμφεταμίνες. Για να τα φέρει πέρα, η Γκλόρια εργάζεται καθαρίστρια. Μόνο που αντί να βελτιώσει την κατάσταση την κάνει χειρότερη, πιο τρελή, ακόμη και σουρεαλιστική, θα έλεγα.
Στην τέταρτη αυτή ταινία του, ο Αλμοδόβαρ συνδυάζει το μελόδραμα με το ρεαλισμό (με κοινωνικές πάντα ασιχμές) για να φτιάξει την απολαυστική αυτή, τρελή, διανθισμένη με σουρεαλιστικό χιούμορ, ταινία του, πάνω στη διάλυση της μικροαστικής (ή και εργατρικής;) οικογένειας, με την γνωστή μας από τις πρώτες ταινίες μούσα του, Κάρμεν Μάουρα, εξαιρετική στο ρόλο μιας παγιδευμένης στη μεγαλούπολη «γυναίκας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», άλλοτε φιλικής και συμπαθητικής στις σχέσεις της με την πόρνη γειτόνισσά της κι άλλοτε χαμένης να προσπαθεί να αντικαταστήσει τις αμφεταμίνες που της λείπουν με άλλους απολαυστικούς τρόπους.