Είδα και εγώ τον Καποδίστρια
Η ταινία ενσωματώνει το τελετουργικό του θείου δράματος, αφήνοντας τους κυρίως μεσήλικες θεατές αποσβολωμένους με το που ανάβουν τα φώτα στην αίθουσα και τα μάτια υγρά.
Έξαλλη είχε γίνει η έχουσα το γενικό πρόσταγμα στη σύνοδο της Ευρώπης στην Κέρκυρα, το μακρινό 1994. Ο λόγος; Ο γνωστός πίνακας του Δ. Τσόκου, που εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και απεικονίζει τη δολοφονία του Καποδίστρια, δέσποζε στο ειδικά διαμορφωμένο γραφείο του Ανδρέα Παπανδρέου, στα παλιά ανάκτορα.
«Κι αν ρωτήσουν τον πρόεδρο τι δείχνει ο πίνακας, τι θα πει;»
Οι φωνές της πρέπει να ακούστηκαν μέχρι έξω, εκεί όπου ο Μπιρσίμ έκανε πρόβες για την αποκαλούμενη «οικογενειακή» φωτογράφιση των ηγετών.
Εγώ, «αόρατος» παρατηρητής, ελέω Γιώργου Ρωμαίου, είχα καθίσει να ξαποστάσω —χωρίς να ξέρω το τι και το ποιο και χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου— στο γραφείο του Παπανδρέου, μάρτυρας του επεισοδίου. Ο πίνακας κατέβηκε αμέσως και αντικαταστάθηκε από κάτι πολιτικά ουδέτερο και καλλιτεχνικά αδιάφορο.
Όμως το επεισόδιο αυτό ίσως μαρτυρά τις ιστορικές ενοχές των Νεοελλήνων έναντι του Κυβερνήτη.
Κι αν μας ρωτήσουν για τη δολοφονία, τι θα πούμε;
Την απάντηση αποπειράθηκαν να δώσουν πολλοί. Κυρίως ιστορικοί, βουτώντας στα βαθιά νερά της περιόδου. Της μεγαλειώδους εποχής όπου οι αυτοκρατορίες και η αριστοκρατία παρέδιδαν, σε μια αιματηρή σκυταλοδρομία, τη σκηνή στις νέες κοινωνικές δυνάμεις, με το λυκαυγές και του εθνικού ζητήματος. Και του ελληνικού. Κοινωνικό ή εθνικό;
Την απάντηση θέλησε να δώσει και ο Σμαραγδής —και την έκανε ταινία. Ταινία φτωχή σε πόρους, που του αρνήθηκαν, αλλά πιο πολιτική από κάθε άλλη του. Και μπορεί να μην εισέπραξε διθυράμβους από τους κριτικούς, όμως ακολούθησε την εδραιωμένη, στις μεγαλύτερες ηλικίες, δραματουργική μεθοδολογία της αφήγησης του Θείου Δράματος. Και, ωωωω, δούλεψε. Ολοκληρώνεται με τη «σταύρωση», αφήνοντας αποσβολωμένους θεατές στις καρέκλες του σινεμά, χριστουγεννιάτικα, με τα μάτια υγρά και το βλέμμα απλανές. Τι να λέμε;
Δεν πρωτοτυπεί ο Σμαραγδής ούτε στο τελετουργικό ούτε στην κορύφωσή του. Δεν κάνει ιστορική ταινία —και το ξέρει. Οι λεπτομέρειες, όταν αναζητούνται, καταγράφονται και αποδίδονται, προκαλούν αμφιβολίες, αμφισημίες, αναστολές· προσγειώνουν, αδυνατίζουν το συναίσθημα. Δεν είναι τέτοιος ο Καποδίστριας του Σμαραγδή.
Όπως δεν ήταν και ο Νταντόν του Βάιντα (1983). Στοιχισμένος τότε ο προικισμένος Πολωνός σκηνοθέτης με την «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα, φιλοτέχνησε τη φιγούρα του θυελλώδους επαναστάτη σε ρόλο αντίστιξης προς τον Ροβεσπιέρο και τον Μαρά —μια ανάγνωση με την οποία ο ιστορικός δεν θα συμφωνούσε. Τι σημασία έχει; Όταν το κεφάλι του επαναστάτη δικηγόρου έπεφτε στο κοφίνι της γκιλοτίνας, αποτέλεσμα συνωμοσίας των συντρόφων του, βουρκώσαμε. Κι ήταν κι ο μπαγάσας ο Ντεπαρντιέ: Νταντόν συγκλονιστικός στα συμπεριφορικά του χαρακτηριστικά.
Κι εμείς, νεαροί και θερμόαιμοι τότε, έχοντας —κατά Ντεμπρέ— ενσωματώσει από την εκπαίδευση και το σπίτι τα Θεία Πάθη και το τελετουργικό της αναπαράστασης, δεν δυσκολευτήκαμε να βάλουμε στη θέση του Ιησού τους Γάλλους επαναστάτες ή, αργότερα, τον Τσε.
Είχα να ζήσω χειροκρότημα σε ταινία, όπως χθες, στην κατάμεστη κεντρική αθηναϊκή αίθουσα για τον Καποδίστρια, από τον Αύγουστο του 1984. Σε αφιέρωμα στον νέο τότε ελληνικό κινηματογράφο, με τη «Γλυκιά Συμμορία». Οι κυνηγημένοι αντικομφορμιστές, απέναντι σε κάθε κοινωνική συμβατικότητα, δραπετεύουν μαζί (Σπυριδάκης και Μόσχος), αρνούμενοι να ενδώσουν, με έναν ταυτόχρονο πυροβολισμό. Κάθε εποχή και οι ήρωές της…
Στον Καποδίστρια του Σμαραγδή τη σκανδάλη πάτησαν —και όχι για να δραπετεύσουν— οι κοτζαμπάσηδες και οι ξένοι δανειστές, που ενίοτε τους αποκαλούμε και «θεσμούς».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΪΤΗΣ
Είναι ο εκδότης - διευθυντής της Ενημέρωσης. Έχει σπουδάσει και εργαστεί ως μηχανικός και ηλεκτρονικός. Δημοσιογραφεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έχει συνεργαστεί με σχεδόν όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων, τον οποίον υπηρέτησε και από τη θέση του γενικού γραμματέα στο δ.σ. επί οκτώ χρόνια. Πιστεύει πως η ισχυρότερη ιδιότητα του δημοσιογράφου στην ενημέρωση είναι το ενδιαφέρον του για τα κοινά και στην επικοινωνία η έντιμη και ανιδιοτελής διαμεσολάβηση.

