Πέμπτη 18.04.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

«Καντάδες του Πόντου» στο Παλαιό Φρούριο (ΦΩΤΟ-ΒΙΝΤΕΟ)

«Ποντιακές Καντάδες»
26 Αυγούστου 2022 / 12:30

Μια θεατρική διαπραγμάτευση της ετερότητας, με φόντο την άφιξη των Ποντίων προσφύγων στην Κέρκυρα

ΚΕΡΚΥΡΑ.  Την Τετάρτη και Πέμπτη 24 και 25 Αυγούστου, οι κάτοικοι και επισκέπτες του νησιού είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια πολύ σημαντική μουσικό - θεατρική παράσταση που φιλοξενήθηκε στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας. Ο λόγος για το έργο «Καντάδες του Πόντου» που παρουσιάσθηκε από την ομάδα «ΤΕΤΤΤΙΞ» με αφορμή τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή.



Φωτο: Γιώργος Ανδριώτης - Ενημέρωση

Το ιστορικό πλαίσιο της παράστασης, τοποθετείται στο 1923, μετά τη συνθήκη της Λοζάνης, κατά την άφιξη των Ποντίων Προσφύγων στην Κέρκυρα. Οι συντελεστές της παράστασης, ονομάζουν το καλλιτεχνικό πόνημα τους «λαϊκή όπερα». Πρόκειται για μια πολυδιάστατη παράσταση, με κείμενα πυκνά σε νόημα, που ενώ αντλεί από την ιστορική συγκυρία, καταφέρνει να εντάξει τους προβληματισμούς που απορρέουν από το έργο, σε μια κριτική και σατιρική προσέγγιση των θεμάτων του κοινωνικό-πολιτικού παρόντος της χώρας. Ταυτόχρονα, υπό το φως μιας συγκεκριμένης ανάγνωσης, οι «Ποντιακές Καντάδες», θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, ως ένας μουσικός  διάλογος ανάμεσα στην Κερκυραϊκή και την Ποντιακή ταυτότητα.


Σύντομα ο θεατής - ακροατής διαπιστώνει ότι  δεν απέχει πολύ η συνθήκη των Πόντιων προσφύγων, με τις εμπειρίες τους στα λοιμοκαθαρτήρια της Κέρκυρας, από την παρούσα συνθήκη του προσφυγικού ζητήματος, αλλά και της υγειονομικής κρίσης. Μια λαοθάλασσα απελπισμένων ανθρώπων ανοίγεται στο άγριο πέλαγος με βάρκα την ελπίδα του Οδυσσέα, την ελπίδα για προσάραξη σε κάποια φιλόξενη Φαιακία.





Φωτο: Γιώργος Ανδριώτης - Ενημέρωση


Όμως η Κέρκυρα που τους υποδέχεται, δεν είναι η φιλόξενη Ναυσικά αλλά μια «κοντέσα» γεμάτη συμπλέγματα πολιτιστικής ανωτερότητας, απέναντι σε αυτούς που αδυνατεί να κατανοήσει. Οι διαφορετικές πολιτιστικές ταυτότητες αντιπαρατίθενται, στο πεδίο της μουσικής. Το επιθυμητό πολιτισμικό γεφύρωμα φαντάζει πολύ δύσκολο, καθώς η Κερκυραϊκή ταυτότητα, σε πολλά σημεία, αρθρώνεται στον αντίποδα των βυζαντινών και ανατολίτικων επιρροών που απαντώνται στην πολιτιστική φυσιογνωμία των Ποντίων προσφύγων.





Φωτο: Γιώργος Ανδριώτης - Ενημέρωση

 
Αυτό που πραγματικά εντυπωσίασε το κοινό ήταν η πρωτότυπη σύλληψη και επιτέλεση αυτού του μουσικό-κινητικού έργου. Οι ερμηνείες των δύο τραγουδιστριών (Νατάσα Τσακηρίδου και Αμαλία Τσεκούρα) που αναδεικνύονται ως φορείς των δύο πολιτισμικών κοινοτήτων, ήταν πραγματικά άψογες. Η ορχήστρα κινούταν με μαεστρία, σε μια αδιάσπαστη εναλλαγή μουσικών μοτίβων και ρυθμών, χαρακτηριστικών των μουσικών παραδόσεων των δύο τόπων.

Τα ποντιακά τραγούδια προσέφεραν απαντήσεις στα επίμονα "τραγουδο-ερωτήματα" των Κερκυραίων, οι καντάδες και το ιταλιάνικο bell canto, ανταγωνίζονταν τους Ποντιακούς ρυθμούς και τα μοιρολόγια. Τα κείμενα των Σταμάτη Πασόπουλου και Νίκου Ιωακείμ είναι ευφυή, πνευματώδη και καίρια, διανθισμένα με ερανίσματα από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, τις παραλογές, τη «Βαβυλωνία» του Δ.Κ Βυζαντίου και τα «καραγκιόζικα» του Βασίλη Ρώτα.



Φωτο: Γιώργος Ανδριώτης - Ενημέρωση

Η σκηνοθεσία της Ιταλίδας M. Eugenia Demglio, προβάλει μοτίβα διάφορων παραδόσεων της Μεσογείου. Στοιχεία Ιταλικής ζωγραφικής, λαϊκής παράδοσης, στοιχεία αστικής αλλά και αγροτικής προέλευσης συνυφαίνονται αισθητικά σε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό καλά τοποθετημένων σκηνών, μια σύνθεση της διαφορετικότητας, κάτω από την ομπρέλα των κοινών που μας επιτρέπουν να αναγνωριζόμαστε.

Το έργο κλιμακώνεται με την δίκη των ξένων, που στο μυαλό των Κερκυραίων κριτών τους φαντάζουν παράταιροι, παρείσακτοι και μη συμβατοί με το πολιτιστικό γίγνεσθαι της νήσου. Όμως με μια σκηνοθετική και συμβολική ανατροπή, οι κριτές γίνονται κρινόμενοι όταν διαπιστώνουν ότι ο πολιτισμός δεν μπορεί να περιχαρακωθεί ούτε να υπάρξει σε «κενό αέρος». Οι πολιτισμοί συνομιλούν και αναδιαμορφώνονται, άλλοτε τονίζοντας την παρουσία κοινών χαρακτηριστικών και άλλοτε την απουσία αυτών. Έτσι και οι “Κερκιραϊστές ψηλομύτηδες" του πολιτισμού, διαπιστώνουν ότι έχουν γίνει και αυτοί λίγο Πόντιοι, στο τέλος μιας πολιτισμικής επαφής με τον "οικείο άλλο".