Τρίτη 19.03.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Η Νέα Μεταπολίτευση

Νίκος Μεταλληνός
19 Ιουνίου 2019 / 18:36

Γράφει ο Νίκος Μεταλληνός

Μέσα από το χάος των εκλογών για την αυτοδιοίκηση  και των ευρωεκλογών αρχίζει να δημιουργείται τάξη. Μία συντηρητική  ακραία νεοφιλελεύθερη τάξη από μία εξαγνισμένη ΝΔ, ελέω ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό τοπίο  δείχνει σταδιακά να εξομαλύνεται με τον  ΣΥΡΙΖΑ  να διατηρεί ισχυρή την προοπτική να αποτελέσει τον έναν από τους δύο πόλους του νέου δικομματισμού, κάτι που αποτέλεσε στόχο της ηγεσίας του ιδιαίτερα μετά την μνημονική της μετάλλαξη. Υπάρχει ένα πρόβλημα και αυτό είναι  ο μικρός αριθμός στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο ρόλο που θέλει να παίξει, κάτι που αποτελεί συνέπεια της βίαιης εκτόξευσης του από οριακά κοινοβουλευτικό κόμμα σε κόμμα εξουσίας. Λύνεται όμως με σταδιακές μεταγγίσεις στελεχών από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα  τα στελέχη τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ σε πάρα πολλές περιπτώσεις, όπως στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, ξεπέρασαν σε ψήφους τα προερχόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μοιάζει σαν η κοινωνία να εκδικείται όσους άλλα έταξαν και άλλα έπραξαν, όμως αυτή δεν είναι «καλή» εξήγηση. Οι ΠΑΣΟΚογενείς του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται από ένα συστημικό κόμμα εξουσίας και γι΄αυτό  έχουν από παλιά διαμορφώσει προνομιακές σχέσεις με αυτό που λέγεται «κοινωνία των πολιτών» ( Ο όρος αυτός  έχει αποδοθεί με διάφορους τρόπους, εδώ τον χρησιμοποιούμε με την προσέγγιση του Γκράμσι δηλαδή σαν θεσμοί που βρίσκονται ανάμεσα στο κράτος και την οικονομία –πχ  η Εκκλησία, σωματεία διάφορων δραστηριοτήτων, τα ΜΜΕ κλπ-εντός των οποίων διαμορφώνεται η κοινωνική συναίνεση). Αυτονόητα η εμπλοκή  με το δίκτυο των οργανώσεων και οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών εξασφαλίζει εκτός από γνωριμίες και ψήφους.

Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Όταν ξέσπασε η κρίση που συντάραξε το πολιτικό μας σύστημα και μέσα σε περιβάλλον γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων  αναζήτησαν λύσεις με προοδευτικό και αριστερό περιεχόμενο.  Ήταν το κοινωνικό κύμα που καβάλησε ο ΣΥΡΙΖΑ και τον οδήγησε στην εξουσία. Από τις 8 Μαΐου του 2010 που υπογράφτηκε το 1ο μνημόνιο έως τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, όπου στην ουσία το 62% του Ελληνικού λαού ενέκρινε με πολύ καθαρό τρόπο την σύγκρουση με την ΕΕ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, άνοιξε ένα παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας. Φαίνονταν δυνατή η  προοπτική μίας άλλης πορείας της  χώρας απαλλαγμένης από ιμπεριαλιστικούς καταναγκασμούς. Το παράθυρο αυτό  έκλεισε λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, στις 13 Ιουλίου, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα κατέληξε σε συμφωνία για το 3ο μνημόνιο. Παρόλα αυτά η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων για τρίτη φορά έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, αποδεχόμενη το επιχείρημα  του ότι δηλαδή έκανε ό,τι μπορούσε αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος από τον συμβιβασμό με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Όμως κάπου εδώ τελειώνει και η σχέση εμπιστοσύνης ΣΥΡΙΖΑ και λαϊκών στρωμάτων.

Το κοινωνικό εκκρεμές άρχισε να μετατοπίζεται προς το συντηρητικό άκρο και δεν εννοούμε με αυτό απλώς την αντικατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ από την ΝΔ στην εξουσία. Σε τελευταία ανάλυση σε μία χώρα που βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας η ασκούμενη  πολιτική είναι κατά βάση ίδια. Η πολιτική αυτή εκπονείται  από την ΕΕ και εφαρμόζεται με την αμέριστη συμφωνία της   εγχώριας άρχουσας τάξης. Η αλλαγή που συντελείται βρίσκεται στην συνείδηση των εξουσιαζόμενων τάξεων και αυτό, αν επιβεβαιωθεί και στις ερχόμενες εκλογές, είναι κάτι νέο για όλη την μεταπολιτευτική περίοδο και με αυτή την έννοια κυρίως, βρισκόμαστε μπροστά στην νέα μεταπολίτευση. Σ΄αυτήν η αλληλεγγύη, η συλλογική στάση και δράση δεν έχουν  θέση, το νέο περιβάλλον θα είναι αυτό του γιάπη από την μία μεριά και από την άλλη μίας ασπόνδυλης Εργατικής Τάξης  , με άλλα λόγια άλλη εποχή.
 
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εφαρμόζονται, με καθυστέρηση, στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας,  είναι ο καθαρός, ακραίος  ατομικισμός. Είναι αυτό που πολύ γλαφυρά περιέγραψε η μακαρίτισσα Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο τα άτομα». Όμως η Ελληνική κοινωνία ενώ  υφίστατο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αδυνατούσε να αποδεχθεί τον νεοφιλελευθερισμό σαν στάση ζωής. Είναι αυτό που ακροδεξιοί όπως ο Βορίδης και ο Γεωργιάδης λένε ότι στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά  ηγεμονεύει ιδεολογικά η Αριστερά. Δεν είναι ακριβώς έτσι, εκείνο που συμβαίνει είναι ότι η Ελληνική κοινωνία, που έχει γνωρίσει την φτώχεια, την προσφυγιά και την μετανάστευση, έχει ισχυρό το αίσθημα της αλληλεγγύης, που είναι συμπεριφορά αντίθετη με τον ατομικισμό.

Δύο φορές μεταπολιτευτικά επιχειρήθηκε  να διαμορφωθούν συνθήκες και ιδεολογικής αποδοχής του νεοφιλελευθερισμού με επιθέσεις του κράτους σε ισχυρά σωματεία με στόχο την διάλυση τους έτσι ώστε μαζί με τον φόβο να περάσει το μήνυμα σε όλους τους εργαζόμενους ότι η εποχή των συλλογικοτήτων, της αλληλεγγύης κλπ πέρασε. Την μία φορά με την  ιδιωτικοποίησης των Αστικών Συγκοινωνιών της Αθήνας από την κυβέρνηση Κ.Μητσοτάκη το ΄92, γεγονός που προκάλεσε πολύμηνες βίαιες συγκρούσεις  με τους απολυμένους οδηγούς των λεωφορείων. Την άλλη φορά η κυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου  με το κλείσιμο της ΕΡΤ και τις χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που ακολούθησαν, την περίοδο 2013-14.  Και οι δύο προσπάθειες απέτυχαν γιατί  οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν τόσο ισχυρές που οι επόμενες κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να  ακυρώσουν τις απολύσεις και όποια μέτρα πάρθηκαν.

Το κοινωνικό περιβάλλον όμως φαίνεται πως είναι πολύ ευνοϊκότερο τώρα ώστε η ΝΔ και γενικότερα το συντηρητικό κατεστημένο του τόπου, να επιχειρήσει εκτός από την διαφαινόμενη πολιτική νίκη και ιδεολογική. Αυτός είναι πιθανά και ο λόγος που στα ψηφοδέλτια της συμπεριέλαβε ακραίους δημοσιογράφους-εκλαϊκευτές του νεοφιλελευθερισμού όπως ο Λοβέρδος, ο Μπογδάνος , ο Παπαδημητρίου κ.α.
Δύο είναι τα στοιχεία που δείχνουν τις τάσεις αλλαγής  της συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων. Το πρώτο  είναι ότι την τετραετία που πέρασε  υπήρξε άπνοια κινητοποιήσεων. Η μισθωτή εργασία στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία είναι η εργατική τάξη έχει ρίξει λευκή πετσέτα. Το δεύτερο προκύπτει από το πρώτο και έχει να κάνει με την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στις τελευταίες εκλογές. Στην ανάλυση αυτή διαπιστώνεται ότι τα μεσαία στρώματα στράφηκαν προς την ΝΔ η οποία τους υπόσχεται μείωση του κράτους, στιβαρό χέρι για την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης και μείωση φόρων κάτι που δεν αποκλείεται να το κάνει σε βάρος όμως των από κάτω κοινωνικών στρωμάτων. Τα μεσαία στρώματα ( μικροαστική τάξη κατ΄άλλους) είναι μία ενδιάμεση κοινωνική ομάδα που δεν μπορεί να αρθρώσει αυτόνομη πολιτική πρακτική και διεκδικείται από κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα  είτε είναι προοδευτικό είτε συντηρητικό είτε ακόμη και βαθειά αντιδραστικό, όπως για παράδειγμα συνέβη με τον φασισμό. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα μεσαία στρώματα αφού συμπαρασύρθηκαν  από τον κλίμα ριζοσπαστισμού που αρχικά προκάλεσε η κρίση και απογοητεύτηκαν, αναδιπλώνονται τώρα συντηρητικά πιστεύοντας πως έτσι θα υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους.

Το χαρακτηριστικό και επικίνδυνο για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις είναι ότι την ίδια μετατόπιση κάνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με την Αριστερά σε όποια εκδοχή της να μην μπορεί να κερδίσει μία ψήφο και αντίθετα να χάνει πάρα πολλές. Ακόμη και στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα για τους οποίους ρητά δηλώνεται από την ΝΔ πως είναι  πολλοί (τι άλλο σημαίνει η δήλωση πως στους πέντε δημοσίους υπαλλήλους που θα φεύγουν θα προσλαμβάνεται ένας) η πλειοψηφία ψήφισε ΝΔ. Αλλά και οι συνταξιούχοι, που σε ποσοστό 40% ψήφισε ΝΔ, δεν μπορούν να περιμένουν παρά νέες περικοπές. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι στο συγκρότημα των κυριαρχούμενων τάξεων την ηγεμονία την έχουν τα μεσαία στρώματα τα οποία επιβάλουν τις δικές τους συντηρητικές επιλογές και στις υπόλοιπες υποτελείς τάξεις. Η Εργατική Τάξη αποπροσανατολισμένη και σε σύγχυση αδυνατεί να συγκροτηθεί σαν « τάξη για τον εαυτό της». Είναι προφανές ότι αυτή η εξέλιξη αποτελεί προϊόν πολιτικών , οργανωτικών, τακτικών και στρατηγικών ελλειμμάτων του Εργατικού Κινήματος, που αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα η εργατική τάξη θα γίνει θεατής αντί για ενεργός διαμορφωτής των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων για μία ολόκληρη ιστορική περίοδο που όλα δείχνουν πως τώρα αρχίζει.