Παρασκευή 29.03.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Το βιβλίο του Γιώργου Ρούση «Ο Μύθος της Ελεύθερης Βούλησης της Πλειοψηφίας»

Μάνος Ράπτης
11 Μαΐου 2020 / 16:09

Γράφει ο Μάνος Ράπτης

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Γκοβόστη το βιβλίο του συμπατριώτη μας Γιώργου Ρούση “Ο Μύθος της Ελεύθερης Βούλησης της Πλειοψηφίας”.
Ο γνωστός μαρξιστής φιλόσοφος – συγγραφέας, μέσα από μια μακρά διδακτική και συγγραφική πορεία έχει δώσει το στίγμα του, προ πολλού, στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Όντας ακραιφνής μαρξιστής προβληματίζεται και δηλώνει στους αναγνώστες τις αγωνίες, τις θέσεις και τα οράματά του για την μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία, για την επίτευξη της χειραφέτησης του ανθρώπου.

Κύριο μέλημά του, μέσα από όλο το συγγραφικό του έργο, είναι η εξεύρεση τρόπου ποιοτικής αναβάθμισης και συνειδητοποίησης του πολιτικού υποκειμένου που το θεωρεί ως τον πρωταγωνιστή της τύχης του, προκειμένου να κατακτήσει την ελευθερία του. Απαραίτητο συνοδοιπόρο του σε αυτήν την προσπάθεια θεωρεί το κόμμα, το οποίο πρέπει να αποτελεί και την πρωτοπορία και να εμπνέει το προλεταριάτο. Μέσα από αυτή του την στόχευση και με αφορμή, ως είναι φυσικό, την πραγματεία πολλών θεμάτων στα πολλά και άκρως ενδιαφέροντα βιβλία του, ο συγγραφέας έχει κατά καιρούς ασκήσει κριτική για πολλές παθογένειες της καπιταλιστικής κοινωνίας και του τρόπου παραγωγής της. Η καθαρά μαρξιστική – κομμουνιστική οπτική του μεταφέρεται στο αναγνωστικό του κοινό με τρόπο άμεσο, απλή γλώσσα και με ένα ύφος, ας μου επιτραπεί να πω, αντιλόγιο, ούτως ώστε τα βιβλία του να είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και ελκυστικά. Ο Ρούσης δεν θέλει “να κρατάει μυστικά για τον εαυτό του”, απεχθάνεται το ρόλο του μοναδικού γνώστη της απόλυτης αλήθειας, δεν είναι οπαδός της “από καθέδρας διδασκαλίας”. ¨Ο,τι γνωρίζει, ό,τι τον προβληματίζει θέλει να το συζητάει επί ίσοις όροις με τον αναγνώστη του, τελικά γι' αυτόν γράφονται τα βιβλία.

Το παρόν βιβλίο αποτελεί μία ευχάριστη έκπληξη από την πρώτη στιγμή. Η έκδοσή του είναι εξαιρετικά καλαίσθητη, από την γραμματοσειρά, την ποιότητα του φύλου, μέχρι το εξώφυλο που απεικονίζει το γνωστό έργο “Τα Ανθρωπάκια” του Γιάννη Γαΐτη, δεν θα υπήρχε πιο ταιριαστό έργο για το συγκεκριμένο θέμα.

Ο συγγραφέας εξαρχής δηλώνει, ότι το παρόν πόνημά του ξεφεύγει από την αποκλειστικά μαρξιστική προσέγγιση του θέματος. Πράγματι, κύριο μέλημά του είναι να αποδείξει μέσω φιλελεύθερων (και άλλων πολιτικών προσεγγίσεων) στοχαστών ανά τους αιώνες, την εκτίμηση που και αυτοί είχαν ότι η επικρατούσα πεποίθηση πως η βούληση της πλειοψηφίας διαμορφώνεται πηγαία και ελεύθερα αποτελεί αυταπάτη, ιδιαίτερα στα πλαίσια του αστικού κράτους. Κατ' αυτόν τον τρόπο και μέσα από μια αναλυτικότατη μελέτη πολλών σημαντικών στοχαστών προχωράει στην τεκμηρίωση της θέσης του. Επιβεβαιωτικό της πρόθεσής του είναι ότι η πλειοψηφία των φιλοσόφων στους οποίους αναφέρεται δεν είναι μαρξιστές. Από τον Πλάτωνα, τον Λοκ και τον Τοκβίλ, μέχρι τους πιο πρόσφατους Πόππερ, Γουίλ και Σμιντ οι μη μαρξιστές συυγραφείς αποτελούν το κύριο αντικείμενο της μελέτης του.

Μέσα από το έργο τους και τις αναφορές τους καταδεικνύει, ότι όλοι τους συμφωνούν περί του ανυπόστατου του εν λόγω θέσφατου. Και όχι μόνον. Θεωρούν ότι είναι ένα δημιούργημα από τους κρατούντες, μια φενάκη, για την χειραγώγηση των εκμεταλλευομένων, είτε αυτοί είναι οι δεσμώτες στο σπήλαιο του Πλάτωνα, είτε οι προλετάριοι στην Προτεσταντική Συνταγματική Μοναρχία του Χέγκελ (“δεν φοβάμαι το γενικό εκλογικό δικαίωμα διότι οι άνθρωποι θα ψηφίσουν όπως θα τους πουν” όπως λέει και ο Τοκβίλ). Σε αμείωτους τόνους ο συγγραφέας ξεσκεπάζει αυτές τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες – θέσεις των στοχαστών περί του κίβδηλου χαρακτήρα της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας, με τρόπο σαφή και άμεσο, ώστε να τεκμηριώσει τη θέση του και να καταρρίψει ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της πλειοψηφίας των αναγνωστών διεγείροντας τον προβληματισμό και τον αναστοχασμό τους επ' αυτού.

Η ευχάριστη έκπληξη του βιβλίου βρίσκεται στο τέλος αυτού. Για πρώτη φορά και σε τέτοιο βαθμό και έκταση ο Ρούσης αφιερώνει ένα σημαντικό κομμάτι του έργου του, τα 3 από τα 24 κεφάλαια, για να τεκμηριώσει την θέση του μέσα από παραδείγματα της τέχνης, και πιο συγκεκριμένα του Θεάτρου (Ϊψεν και Ιονέσκο), του κινηματογράφου (Λαρς Φον Τρίερ, Κόππολα και Τοντ Φίλιπς) και της Ποίησης (Μανώλης Αναγνωστάκης), μέσα από δημιουργίες που πραγματεύονται την καταπίεση που ασκούν όλοι οι μηχανισμοί της κυρίαρχης τάξης στον απλό άνθρωπο και τη συνεπαγόμενη περιθωριοποίηση που αυτός υφίσταται, μέχρι σημείου παράνοιας πολλές φορές.

Το συγκεκριμένο έργο καταπιάνεται με ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα, μοναδικό στην ελληνική βιβλιογραφία και κατεφέρνει να το φέρει εις πέρας με απόλυτη επιτυχία. Και λέγοντας απόλυτη επιτυχία δεν εννοώ μόνον την τεκμηρίωση της θέσης του συγγραφέα αλλά και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αυτό προκαλεί στον αναγνώστη μέσα από μία σαφή, ευθεία, έντιμη επιχειρηματολογία, όπως επίσης και από την καλλιτεχνική χροιά με την οποία αυτός το “ντύνει”, επίσης δε και με την διακριτική ευαισθησία που υποβόσκει σε όλο του το πόνημα. Καταφέρνει, τελικά, να επιβεβαιώσει με τον πιο καθαρό τρόπο αυτό που είπε ο Νίτσε, ότι “Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτεροι εχθροί για την αλήθεια απ' 'οτι είναι τα ψέμματα”.