Παρασκευή 29.03.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Μην ελπίζουμε στα στοχευμένα μέτρα σύντομα

Κώστας Σπίγγος
05 Απριλίου 2020 / 19:13

Το φαινόμενο της πανδημίας που βιώνουμε δεν είναι πρωτοφανές. Πιο πρόσφατο ανάλογο αποτελεί η πανδημία γρίπης του 1918-1920, που προκάλεσε 60-100.000.000 θανάτους σε τότε πλανητικό πληθυσμό περί τα 1,8 δις.

Αυτά που είναι όντως πρωτοφανή είναι η κλίμακα στην οποία μελετάμε το φαινόμενο, η κλίμακα στην οποία το συζητάμε, η κλίμακα των αλληλεπιδράσεών μας σε πλανητικό επίπεδο που καθιστά πρακτικά δυσχερή αλλά και οικονομικά πολύ κοστοβόρα την εφαρμογή μέτρων αποστασιοποίησης ως την κύρια, αλλά και προς το παρόν μοναδική διαθέσιμη, παρέμβαση στην εξέλιξή του και πάνω από όλα, ακριβώς αυτή η κλίμακα της παρέμβασής μας.
Μιας που οι εκτιμήσεις μου από τις 20 Φεβρουαρίου αποδείχθηκαν ως τώρα αρκετά εύστοχες, ας διακινδυνεύσω μερικές ακόμη, όχι ευοίωνες. Το ιστορικό (καταγεγραμμένο και όχι θεωρητικό) δεδομένο είναι ότι σε περίπτωση ελεύθερης εκδίπλωσης του φαινομένου της πανδημίας, η αδρή θνησιμότητα των κρουσμάτων ενδέχεται να αγγίξει το 10%, ενώ με την ιατρική παρέμβαση ενδέχεται να μειωθεί στο 1%. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο κοντά παραμείνουμε στο 1% τεκμηριώνουμε την ευστοχία του συστήματος υγείας που ως χώρα διαθέτουμε, ακόμη και αν αυτό επιτευχθεί με το χειρισμό της κατανομής στο χρόνο (επιπέδωση καμπύλης).
Εκτός από το παραπάνω, τρία ακόμη πράγματα αναμένεται να μας οδηγήσουν στην έξοδο προς την κανονικότητα (μάλλον σε συνδυασμό): η καλύτερη οργάνωση του συστήματος υγείας ώστε να ενσωματώσει την απειλή, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων κρεβατιών νοσηλείας και ΜΕΘ, τα ενδεχόμενα νέα ή παλιά αποτελεσματικά φάρμακα και το πιθανό εμβόλιο. Τα τέσσερα, όλα ή κάποια, θα μετατρέψουν όντως το φαινόμενο κάποια στιγμή σε «μια ακόμη γρίπη» (όπως κάποιοι εκτίμησαν εκ προοιμίου ότι είναι, ώστε παρέσυραν και τις πολιτικές ηγεσίες σύγχρονων κρατών σε καίρια λάθη). Προς το παρόν, δεν είναι γρίπη, αλλά ένας μη ενσωματωμένος άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης συστημάτων υγείας και κατά συνέπεια και οικονομιών και κοινωνιών.
Ένα ζήτημα που συνειδητοποιείται σιγά-σιγά από την επιστημονική κοινότητα και καθόλου δεν τονίζεται από το κυρίαρχο ρεπορτάζ είναι η δύσκολη στην πράξη υιοθέτηση στοχευμένων (και όχι καθολικών επί του πληθυσμού) μέτρων. Στην καλύτερη περίπτωση, ο καθορισμός της ακρίβειας των αντισωματικών εξετάσεων του ιού, που προκρίνονται ως σημαντικές για τα μέτρα εξατομικευμένης στόχευσης, δεν μπορεί να διαρκέσει λιγότερο από πολλούς μήνες συσσώρευσης και ανάλυσης βιολογικών δεδομένων. Τα βιολογικά δεδομένα εκ των πραγμάτων ακολουθούν τον ανένδοτα δικό τους ζωικό και όχι νοητικό χρόνο. Παράλληλα, η συνέχιση των κρουσμάτων ακόμη και στη καλοκαιρινές μέρες, αν και όχι (ελπίζουμε) της ίδιας επιτάχυνσης, θεωρείται δεδομένη, εξαιτίας της μεγάλης λοιμογόνου δύναμης του ιού, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ αυτή του ιού της γρίπης (που είναι μόνο εποχική). Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε ότι θα είχαμε γρήγορα κάποια απόλυτη ακρίβεια των διαγνωστικών εξετάσεων, στην πράξη αυτό θα μεταφραζόταν ότι με κάποιο αποδεκτό τρόπο, τα αποτελέσματα του ελέγχου θα έπρεπε να είναι εύκολα ορατά… στο δρόμο (πχ. θα έφεραν οι άνοσοι ειδική σήμανση ώστε να ξεχωρίζουν από τους άλλους;)
Όλα τα παραπάνω θεωρητικά κενά ή/ και εγγενείς του φαινομένου αβεβαιότητες δείχνουν ότι το μόνο ασφαλές εργαλείο πρόβλεψης θα παραμείνει βραχυμεσοπρόθεσμα η παρακολούθηση της χρονικής συνάρτησης της πανδημίας. Ένας στόχος, λοιπόν, ως προς την ασφάλεια, με βάση μόνο αυτό το κριτήριο, θα ήταν η επιπέδωση της καμπύλης περίπου μέχρι τα 5-10 κρούσματα την ημέρα, παράλληλα με περιορισμούς ταξιδιών, δεδομένου ότι τα μέτρα καθολικής αποστασιοποίησης λήφθηκαν (και όντως φάνηκαν αποτελεσματικά) σε αυτά τα επίπεδα, ενώ σε άλλα μέρη καθυστέρησαν με σοβαρές εκθετικής κλίμακας συνέπειες. Έτσι, επί σημαντικής επιδείνωσης της καταγραφής, θα υπήρχε ένα ασφαλές χρονικό όριο για την εκ νέου επιβολή των μέτρων αποστασιοποίησης, περιοχικά ή πανελλήνια. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς την εξομάλυνση δεν θα είναι ευθεία.